Πασχίζω εδώ και μέρες να βρω έναν τρόπο να μιλήσω για το έργο του Παν. Μουλλά, που χάθηκε πριν από δύο εβδομάδες, σε ηλικία 75 ετών. Τι να πρωτοσκεφτώ;
Τις μελέτες του για τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη και τη «Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι», που άνοιξαν καινούργιους δρόμους στην έρευνα με τα ευρήματα και τις ρηξικέλευθες θέσεις τους; Την προσήλωσή του στα λογοτεχνικά κείμενα ή στα λογοτεχνικά φαινόμενα του 19ου αιώνα, που είχε αποτέλεσμα την έκδοση και τον σχολιασμό της οξύτατης πολιτικοκοινωνικής σάτιρας του Γεράσιμου Βώκου,
«Ο κύριος Πρόεδρος», αλλά και μια σφαιρική προσέγγιση των λαϊκών μυθιστορημάτων (της ογκώδους εκείνης μάζας, την οποία ο Σάιν Μπεβ αποκάλεσε «βιομηχανική λογοτεχνία»); Τη δικτατορική του διατριβή για τους ποιητικούς διαγωνισμούς μεταξύ 1851 και 1877, που ανέδειξε τη λειτουργία της λογοτεχνίας ως θεσμικού συστήματος; Το συνθετικό του δοκίμιο για τον λόγο της επιστολογραφίας, με αφορμή τα φοιτητικά γράμματα του Φώτου Πολίτη κατά τη διετία 1908-1910; Ή, μήπως -για να αλλάξουμε γένος και τόνο- τις πολυσχιδείς μεταφράσεις του, που ξεκινούν από τον Αισχύλο και τον Λουκιανό, και φτάνουν μέχρι τον Φλομπέρ; Επιστρέφοντας στη δεκαετία του 1960
Δεν γίνεται να καταπιαστώ με τίποτε απ' όλα αυτά: καθένα μάς βγάζει σε διαφορετικό σημείο και σε άλλη περιοχή, δείχνοντας το εύρος του επιστημονικού στοχασμού και της φιλολογικής προσωπικότητας του Μουλλά, ο οποίος αρχίζει να αφοσιώνεται στον ρόλο του ερευνητή και του φιλολόγου από το 1967 και μετά. Από τη μεριά μου, θα πάω σήμερα κάτω απ' αυτό το όριο για να τον συναντήσω όχι ως επιστήμονα, αλλά ως μαχόμενο κριτικό από τις στήλες των σημαντικότερων λογοτεχνικών περιοδικών της εποχής: «Εποχές», «Κριτική», «Επιθεώρηση Τέχνης», «Διαγώνιος», «Ενδοχώρα», «Διάλογος».
Από το 1959 μέχρι το 1967, ο Μουλλάς παρακολουθεί συστηματικά σ' αυτά τα περιοδικά τη νεότερη πεζογραφική παραγωγή, την παραγωγή των συγγραφέων της γενιάς του 1930, καθώς και της πρώτης ή της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς: από τον Γιάννη Μπεράτη, τον Στρατή Τσίρκα, τον Τηλέμαχο Αλαβέρα, τον Ε. Χ. Γονατά, τον Νίκο Κάσδαγλη και τον Αλέξανδρο Κοτζιά, μέχρι τον Βασίλη Βασιλικό, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Νίκο Καχτίτση, τον Αντώνη Σαμαράκη και τον Γιώργο Χειμωνά.
Κοιτάζω ξανά τα κριτικά κείμενα του Μουλλά (μια πυκνή ανθολόγησή τους κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο «Για τη μεταπολεμική μας πεζογραφία. Κριτικές καταθέσεις», από τις εκδόσεις «Στιγμή», το 1989) και μένω εντυπωσιασμένος από το σθένος και την επιμονή με την οποία υπερασπίζεται τον μοντερνισμό, το μεγαλύτερο στοίχημα για την πεζογραφία της μεταπολεμικής Ελλάδας, που όφειλε να καλύψει την απόσταση την οποία είχε διανύσει, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, η ευρωπαϊκή λογοτεχνία και είχαν μειώσει ελάχιστα οι πεζογράφοι της γενιάς του 1930.
Ο Μουλλάς θα επαινέσει το ποιητικό ύφος και την εσκεμμένη ρευστότητα της γλώσσας του Τσίρκα, θα τονίσει την πολλαπλότητα των οπτικών γωνιών του Κάσδαγλη, θα σταθεί στα στοιχεία εσωτερικού μονολόγου και παραληρήματος του Χειμωνά και θα μιλήσει για την υποκειμενικότητα του Ιωάννου («το δέρμα πάνω στα πράγματα») ή για την αμεσότητα του πρώτου ενικού του Καχτίτση, τονίζοντας τη συμβολή τους στην προώθηση και στην εγκατάσταση του μοντερνισμού σ' ένα λογοτεχνικό σώμα το οποίο καθυστέρησε παρατεταμένα να αφυπνιστεί.
Την ίδια, πάντως, στιγμή, ο Μουλλάς δεν θα έχει τη διάθεση να «καταπιεί» (δείγμα της εγρήγορσης και της κριτικής του οξύνοιας) την οποιαδήποτε μοντερνιστική ευκολία: θα ψέξει τον Γονατά για το ανολοκλήρωτο της μορφής του (μια μορφή η οποία δεν θα κατορθώσει να πάει πέρα από τον ιμαζισμό) και θα ενοχληθεί από την αναφομοίωτη παρουσία των ξένων επιρροών στον Κοτζιά. Ο μοντερνισμός θα πρέπει για τον κριτικό είτε να λάβει σάρκα και οστά με όρους έγκυρης (διεξοδικά διαπιστωμένης) ολοκλήρωσης είτε απλώς «να μην κάνει παιχνίδι».
Το ανθρώπινο δράμα στο κέντρο
Ψάχνοντας τον μοντερνισμό, ο Μουλλάς δεν θα ξεχάσει ούτε στιγμή την εποχή του: φέροντας την εμπειρία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και των τεράστιων ανακατατάξεων του μεταπολεμικού κόσμου, η πεζογραφία οφείλει για τον Μουλλά να θέσει στο κέντρο της προσοχής της τις πολλαπλές πτυχώσεις του ανθρώπινου δράματος. Να πώς το αίτημα του μοντερνισμού θα κληθεί αυτομάτως να συμπορευτεί με την ανάγκη κοινωνικοπολιτικού προσανατολισμού της λογοτεχνίας, χωρίς παράλληλα (έχει μεγάλη σημασία) να καταλήξει στην κοινωνική σχηματικότητα (Βασιλικός) ή στην υπερβολική επικαιρότητα (Σαμαράκης).
Θυμάμαι τον Μουλλά συχνά στα ώριμα χρόνια του, όταν είχε προ πολλού πάψει να γράφει κριτική, να αρνείται να διακρίνει μεταξύ κριτικού και φιλολόγου, λέγοντας πως οι δύο ιδιότητες ενεργούσαν με ενιαίο τρόπο τόσο στη συνείδηση όσο και στη γραφή του. Είχε, βέβαια, απόλυτο δίκιο. Αν, ως ώριμος φιλόλογος, εισήγαγε καινούργια αναλυτικά εργαλεία και σχημάτισε πρωτοποριακά ερευνητικά πεδία, ως νεαρός κριτικός ανταποκρίθηκε με σπάνια θέρμη στο πνεύμα της εποχής του: στο καλλιτεχνικό, αλλά και στο πολιτικό. Ο,τι προέκυψε από τις δύο δραστηριότητες είναι σήμερα για μας (όπως ήταν και για εκείνον) αδιαίρετο. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου