Του Νίκου Σκοπλάκη, REDNotebook
Ήταν μεγάλη η κατακραυγή εναντίον της τυραννίας των αριστοκρατών, σήμερα η κατακραυγή απευθύνεται στην τυραννία των χρηματιστών», έγραφε ο Μπαλζάκ το 1844 στο μυθιστόρημα Les Paysans («Οι Χωρικοί»). Ο Μπαλζάκ, αλλά και ο Σταντάλ, δεν έζησαν τις μεγάλες καπιταλιστικές κρίσεις του 20ου και του 21ου αιώνα. Γνώριζαν, όμως, πολύ καλά τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις του 1813 και του 1827 (ο Μπαλζάκ, μάλιστα, πρόλαβε να ζήσει και εκείνη του 1847), με τις οποίες ο καπιταλισμός εδραιωνόταν ως τρόπος παραγωγής, πολιτικής διεύθυνσης, ιδεολογικής και κοινωνικής επικυριαρχίας.
Το 1848, ο Μπαλζάκ ολοκλήρωσε το βιβλίο Envers de l’histoire contemporaine («Η άλλη όψη της σύγχρονης ιστορίας»), όπου περιγράφει πώς πολυεδρικοί τραπεζικοί οίκοι διοργάνωσαν ανεπίληπτες κερδοσκοπίες, αναδιατάσσοντας το πεδίο της πολιτικής εξουσίας και νομιμοποιούμενες σε αυτό, για να καταγάγουν «πελώρια κέρδη επί των πρώτων εθνικών δανείων της Παλινόρθωσης». Συνειρμικά, έθετε δύο ενοχλητικά ερωτήματα: Εις βάρος ποιών, παρακαλώ, αποκομίζονται αυτά τα «πελώρια κέρδη»; Ποιοί πληρώνουν, σε τελική ανάλυση, τα «πελώρια κέρδη» που πραγματοποιούν οι τραπεζικοί οίκοι επί του εθνικού δανεισμού;
Αφηγούμενος τους ανταγωνιστικούς, αλλά επί της ουσίας συμπληρωματικούς σχεδιασμούς των τραπεζιτών-κερδοσκόπων (με εμβληματικό μεταξύ τους τον βαρώνο-τραπεζίτη-αδίστακτο κερδοσκόπο Frédéric de Nucingen), ο Μπαλζάκ είχε στην πραγματικότητα παρουσιάσει από το 1838 το συστηματικό περίγραμμα μιας απάντησης: Η ανάγνωση του μυθιστορήματος La Maison Nucingen («Ο οίκος Νυσενζέν») θα μάς βοηθούσε να αντιληφθούμε καλύτερα, μέσα από τις πυκνές διαλεκτικές εικόνες του, πώς οι κερδοσκοπίες, οι απανωτές χειραγωγήσεις και οι «άμεμπτες» μοχλεύσεις συναρθρώθηκαν στην κατοχύρωση του πολιτικού πεδίου της κοινωνικής τους κατίσχυσης, δηλαδή σαν θεσμοποιημένο χρηματοκιβώτιο, ώστε να σωρεύεται το χρήμα ως προνόμιο των μερίδων και των συμμάχων της άρχουσας τάξης.
Αν θέλουμε να αναδείξουμε το ιστορικό βάθος του λογοτεχνικού έργου, θα βρούμε την εναργέστερη περιληπτική απόδοσή του σε ένα απόσπασμα από τους Ταξικούς Αγώνες στη Γαλλία του Κ. Μαρξ: «Γενικά, η αστάθεια του δημόσιου δανεισμού και η γνώση των μυστικών του κράτους επέτρεπαν στους τραπεζίτες, όπως και στους εταίρους τους στα νομοθετικά σώματα και στην εκτελεστική εξουσία, να προκαλούν στην κίνηση των δημόσιων ομολογιών αιφνίδιες και ασυνήθεις διακυμάνσεις, των οποίων το αμετάβλητο αποτέλεσμα δεν ήταν άλλο από την καταστροφή μιας μάζας μικρών κεφαλαιούχων και τον εξωπραγματικά ταχύ πλουτισμό των μεγάλων κερδοσκόπων».
Η αναζήτηση αυτής της διφυούς στρατηγικής πλουτισμού και (υπο)προλεταριοποίησης συνείχε τους Nucingen και τους Rastignac, τους εκφραστές οικονομικών και πολιτικών τακτικών του κεφαλαίου. Ένα άλλο στοιχείο αυτής της διφυούς στρατηγικής ήταν ο ιδεολογικός υπερκαθορισμός της κοινωνίας, ώστε κανείς «να μην σκέφτεται πια τον βόρβορο, όπου βυθίζονται οι ρίζες αυτών των επιβλητικών δέντρων, των στηριγμάτων του κράτους», για να δανειστώ αυτούσια μια διατύπωση από το La Maison Nucingen. Μια σειρά από μικρές βρώμικες συγκράσεις («de sales petites combinaisons»), οι οποίες στις μέρες μας θα προσαγορεύονταν «επενδύσεις», αναδιοργάνωναν επιθετικά την προοπτική αυτής της διφυούς διαχείρισης. Δείτε, για παράδειγμα, τον κόμη Thaler από το μυθιστόρημα Le Rouge et le Noir («Το Κόκκινο και το Μαύρο») του Σταντάλ (1830): Ο κόμης Thaler (υπαινιγμός, άραγε, στα αυστριακά χρυσά τάλιρα;) ήταν «διάσημος για τα πλούτη του, τα οποία είχε αποκτήσει δανείζοντας τους βασιλιάδες για να κάνουν πόλεμο στους λαούς τους».
Η θεσμοποίηση της «βασιλείας του χρήματος» στη Γαλλία ενισχύθηκε με την αντικατάσταση του Κάρολου Ι’ από τον Λουδοβίκο-Φίλιππο και πραγματικούς εξουσιάζοντες τους φορείς του χρηματιστικού καπιταλισμού. Ο Μπαλζάκ είχε εκ του σύνεγγυς παρακολουθήσει τον παριζιάνικο ξεσηκωμό μεταξύ 27 και 29 Ιουλίου του 1830 («Les Trois Glorieuses»), στην αποτίμηση του οποίου έγραψε χαρακτηριστικά: «Ήμασταν σχεδόν όλοι αηδιασμένοι καταλαβαίνοντας ότι η αστική τάξη πρόδιδε τον λαό». Η αστική τάξη, με αιχμή του δόρατος το χρηματιστικό κεφάλαιο και προσωπείο τον Λουδοβίκο-Φίλιππο, εγκαθίδρυε μια ηγεμονική κοινωνική συμμαχία του συγκεντρωτικής και προνομιακής νομής του χρήματος, την οποία ο Μπαλζάκ περιέγραψε σε μια από τις «Complaintes satiriques» του με τα εξής λόγια: «Πλέον ο εγωισμός θριαμβεύει... Οι νόμοι, τα συγγράμματα, τα ήθη βρωμάνε χρήμα και μάς άγουν στην πιο θλιβερή αριστοκρατία, αυτήν του χρηματοκιβωτίου».
Τα ετερόκλητα λαϊκά στρώματα, δίχως στέρεη συγκρότηση και πολιτική έκφραση, αντιμετώπισαν με τον επαχθέστερο τρόπο τις αναταράξεις του 1830. Αντιθέτως, η κοινωνική συμμαχία του πλούτου (παλαιού και νέου) χειραγώγησε τη συγκυρία διαμέσου των πολιτικών εκδοχών της, των εξωχώριων ερεισμάτων και των οικονομικο-πολιτικών εκβιασμών, υπό το σύνθημα «la confiance renaît» («η εμπιστοσύνη αναγεννιέται»). Όπως έγραψε ο Μπαλζάκ στη νουβέλα Une fille d’Eve («Μια κόρη της Εύας»), «οι καταστροφές του Ιουλίου 1830 επήλθαν, η κοινωνία διαλύθηκε επί δυο χρόνια, οι πλούσιοι περνούσαν τους κλυδωνισμούς στα κτήματά τους ή περιόδευαν στην Ευρώπη, τα σαλόνια δεν άνοιξαν παρά το 1833». Η κοινωνική και πολιτική συμμαχία του πλούτου επένδυε στην κούραση, στην ωμότητα, στην κατάτμηση, ώστε να επικρατήσει εκ νέου ο ταξικός ύπνος που είχε διαταραχτεί μετά από δεκαπέντε χρόνια. Η ίδια επιδίωξη θα επαναλαμβανόταν το 1847-1848, το 1870... Επένδυε, όμως, και στη σύγχυση, με άξονα την δια του (αστικού) τύπου ενοχοποίηση: «Μόλις [ο λαός] δυσαρεστείται από τις αγυρτείες που του παρουσιάζουν, ιδίως από αυτές που του αποκρύπτουν, μπορεί να γιουχαΐζει, διότι έχει δικαίωμα να το κάνει, αλλά όταν γιουχαΐζει, ισχυρίζονται ότι διαταράσσει την τάξη και τον αποτάσσουν: αυτό είναι που ονομάζουμε ελευθερία του τύπου», μέμφεται ο Μπαλζάκ σε άρθρο του στις 18 Αυγούστου του 1831.
«Η Γαλλία της Παλινόρθωσης είναι μια γνήσια γεροντοκρατία», υπογράμμιζε το «Journal des Débats» στις 30 Οκτωβρίου 1826. Όχι αποκλειστικά από την άποψη των βιολογικών γενεών, αλλά ως περιοριστική ανακύκληση των ίδιων φθαρμένων προσώπων για την προστασία της χρηματοποίησης της οικονομίας, της κοινωνικής αδικίας, της αντιδιαφωτιστικής αντεπίθεσης, απολύτως εχθρικά απέναντι σε κάθε κοινωνική διεκδίκηση και δημοκρατικό προβληματισμό. Η νεολαία, αλλά και καθετί νεωτερικό και ρηξικέλευθο, αντιμετωπίζονταν ως απειλή από την κοινωνική συμμαχία του πλούτου: «η επιστροφή του Ροβεσπιέρου ήταν προπάντων δυνατή, εξαιτίας αυτών των νέων από τις κατώτερες τάξεις, που έχουν μορφωθεί υπερβολικά καλά», κινδυνολογούσε η Mme de Rênal στο μυθιστόρημα «Το Κόκκινο και το Μαύρο» του Σταντάλ. Ο πόλεμος εναντίον της νεολαίας εκφραζόταν με τις πιο επιθετικές μορφές αποκλεισμού της: «Μεγαλώνει μέσα στη δυσμένεια, ωριμάζει στην εξορία», κατέληγε το «Journal des Débats» της 30ης Οκτωβρίου 1826.
Ο Julien Sorel στο ίδιο μυθιστόρημα, παρά τις έντονες αντιφάσεις της εξατομικευμένης διαδρομής του, χρησιμοποιεί ένα κατά πολύ οξυμμένο και διευρυμένο ταξικό λεξιλόγιο για να αποδώσει ως «plébéien révolté», «εξεγερμένος πληβείος», τη συγκεκριμένη συνθήκη. Η κοινωνική συμμαχία του πλούτου επινοεί διαρκώς μεθόδους, ώστε να «αποθαρρύνει στο διηνεκές αυτό το στρώμα των νέων που, γεννημένοι σε μια κατώτερη τάξη και κατά κάποιο τρόπο δυναστευόμενοι από την ανάγκη, έχουν την τύχη να αποκτούν μια καλή μόρφωση και να ανακατεύονται σε αυτό που η έπαρση των πλουσίων αποκαλεί κοινωνικό γίγνεσθαι». Σύμφωνα με τον Julien Sorel, ο νόμος διατυπώνεται από τους ισχυρούς, δεν υφίσταται φυσικό δίκαιο με ηθικό υπόβαθρο, παρά μόνο συσχετισμός δυνάμεων: «Οι άνθρωποι που απολαμβάνουν τιμές δεν είναι παρά επιτήδειοι που διαθέτουν την εύνοια να μην συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω».
Για τον ιστορικό της περιόδου, Buret, οι «επιτήδειοι» αντιστοιχούν στην κοινωνική συμμαχία του πλούτου, η οποία εγκληματεί ατιμωρητί με ταξικούς όρους: «Έχει φτάσει η εποχή στην ιστορία, κατά την οποία η υποδούλωση κατέστη έγκλημα φιλαυτίας, δικαίως καταλογιστέο στην τάξη που επωφελήθηκε από αυτό». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανάδυση του καπιταλισμού, όχι μόνο ως οικονομικού, αλλά και ως ιδεολογικού συστήματος, παρέχει ως εύνοια την επεκτατική χρήση της αξιολογικής γλώσσας, η οποία ταυτοχρόνως περιγράφει και νομιμοποιεί τις δραστηριότητες και τις στάσεις των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. Το κίνητρο και η συνέπεια της αμοιβαίας νομιμοποίησης καταδεικνύονται από την ακόλουθη διατύπωση στους Χωρικούς του Μπαλζάκ: «Από το 1792 και μετά, όλοι οι κατέχοντες της Γαλλίας έγιναν αλληλέγγυοι».
Οι δραστηριότητες και οι στάσεις της κοινωνικής συμμαχίας του πλούτου ήταν δομικά ασύμβατες με την πραγματική δημοκρατία, αλλά η χρηματοποίηση και η κανονιστική ιδεολογία μπορούσαν ανέκαθεν να προσαρμόζουν την τυπική δημοκρατία ποικίλων μορφών σαν υπόβαθρο μορφοποίησης για τις επιδιώξεις της κοινωνικής συμμαχίας του πλούτου: «η κυβέρνηση δεν αλλάζει παρά μόνο υπό την προϋπόθεση να παραμένει πάντοτε η ίδια», επισημαίνεται στις Illusions perdues («Χαμένες Ψευδαισθήσεις») του Μπαλζάκ. Ο τεχνικός που μορφοποιεί την επικράτηση του χρηματιστικού κεφαλαίου, ο «τεχνοκράτης», ενδύεται τον φρυγικό σκούφο και στρέφει τα βέλη των αιτιωδών δεσμών προς τον στόχο: τη φαλκίδευση των αιτούμενων από τις κυριαρχούμενες τάξεις και την απαξίωση της καθολικής ψηφοφορίας.
Στη νουβέλα Le Bal de Sceaux («Ο χορός στο Σω»), ο Μπαλζάκ σημειώνει πως «ο 16ος αι. έδωσε στην Ευρώπη τη θρησκευτική ελευθερία και ο 19ος αι. θα της δώσει την πολιτική ελευθερία». Είναι, ωστόσο, στα ιστορικά συμφραζόμενα αυτού του 19ου αι., που στην τομή της χρηματοποίησης με τον αντιδιαφωτισμό επικράτησε ο καπιταλισμός ως θρησκεία, όπως τον όρισε ο Β. Μπένγιαμιν το 1921: «Ο καπιταλισμός είναι μια καθαρά λατρευτική θρησκεία, ίσως η πιο ακραία που υπήρξε ποτέ. Ο καπιταλισμός είναι το απόγειο μιας λατρείας χωρίς ανακωχή και έλεος. Η λατρεία αυτή είναι ενοχοποιητική», καθώς κελεύει «την αντοχή μέχρις εσχάτων», ώστε «πραγματοποιημένη κατάσταση του κόσμου να γίνει η απόγνωση». Η καπιταλιστική λατρεία με κέντρο τη χρηματοποίηση τίθεται και επανατίθεται θεσμοποιώντας την ανθρωποθυσία, εγκαθιδρύοντας για βωμό τη γήρανση της ιστορίας. Παρολαυτά, το νέο δεν «μεγαλώνει μέσα στη δυσμένεια» και δεν «ωριμάζει στην εξορία» ματαίως: Όπως είχε διαγνώσει ήδη το 1841 ο Μπαλζάκ στο μυθιστόρημα «Une ténébreuse affaire» (« Μια σκοτεινή υπόθεση»), «η ιστορία γερνούσε οργισμένη, ωριμάζοντας επίμονα από νέα και ορμητικά συμφέροντα».
Αξίζει να ξαναδιαβάζουμε τον Μπαλζάκ και τον Σταντάλ, σήμερα που η κρίση επιταχύνει την πώληση των πάντων υπό μορφή χρηματικών τίτλων, εξαπλώνοντας τη φτώχεια, τις κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες και τον αυταρχισμό ως όργανα κοινωνικής υποδούλωσης στην Ευρώπη. Σήμερα που οι νέοι γίνονται μεσήλικες μέσα στη δυσμένεια της εργασιακής προοπτικής, ενώ τα παιδιά γίνονται νέοι, προορισμένοι να εξορίζονται στο διηνεκές από την «καλή τύχη της μόρφωσης» και της ποιοτικής εργασίας. Σήμερα που η κανονιστική ιδεολογία πειθαναγκάζει ερμηνείες «ανευθυνότητας» για την απόγνωση και την ένδεια, αποτάσσοντας όσους εξεγείρονται στη σκιά χρηστικών, αντιδραστικών και ανορθολογικών ψυχολογισμών, στο ενοχοποιητικό κάτεργο της υποδουλωτικής «αντοχής μέχρις εσχάτων».
Σήμερα που η Αριστερά μπορεί να εδραιωθεί ως ηγεμονική κοινωνική και πολιτική συμμαχία εναντίον της συμμαχίας του πλούτου, δύναται να υπάρξει μόνο ως επίκεντρο μιας ριζικά νέας ευρωπαϊκής πολιτικής: «Mort à l’argent mort», δηλαδή καμία ανθρωποθυσία για εκείνη τη μονεταριστική αρχιτεκτονική, η οποία επέβαλε πολιτικά την προνομιακή νομή του χρήματος από τις ευρωπαϊκές κυρίαρχες τάξεις. Οι πολιτικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί, που θα αναδείξουν τους αιτιώδεις δεσμούς της πραγματικής δημοκρατίας εναντίον της ενοχοποιητικής θρησκείας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, είναι ο μοναδικός ορίζοντας της ευρωπαϊκής Αριστεράς, η πραγματική υπέρβαση των «Illusions perdues» μιας πολύ καλόβολα μεταλλαγμένης, νεοφιλελεύθερης από καιρό, σοσιαλδημοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου