Η αναταραχή που προκάλεσαν οι ιταλικές εκλογές έχει μεταφέρει το επίκεντρο της προσοχής εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται εξαρχής: στον πολιτικό παράγοντα της κρίσης της ευρωζώνης. Είχαμε έξι μήνες νηνεμίας, με χρηματιστήρια να ανεβαίνουν και ευσεβείς πόθους να κυριαρχούν. Η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι η κρίση περιορίστηκε, με την Ιρλανδία να ανακάμπτει και τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη να μειώνεται. Όμως, αυτή η άποψη πάντα αγνοούσε την πολιτική. Η Ελλάδα, ειδικότερα, έδειξε ότι, ακόμη κι αν οι ροές των κεφαλαίων πηγαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση, η έλλειψη δημοκρατίας μπορεί να διευρύνεται. Κανείς, έξω από την Ελλάδα, δεν έχει δώσει την πρέπουσα σημασία στο ότι το νεοναζιστικό κόμμα μπορεί ανέβει πάνω από το 10% σε εκλογές. Όμως, είναι μια προειδοποίηση για το τι μπορεί να συμβεί σε άλλα μέλη της ευρωζώνης. Ευτυχώς, η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν έχει βρει μιμητές στην Ιταλία. Αλλά η κρίση δημοκρατικής νομιμότητας δείχνει να είναι εξίσου βαθιά και εκεί. Όπως στην Ελλάδα, οι ψηφοφόροι έχουν μια εύλογη, ξεκάθαρη άποψη: θέλουν να παραμείνουν στην Ευρώπη και, γνωρίζοντας τα μειονεκτήματα του οικονομικού τους συστήματος, ίσως και να είναι έτοιμοι να δεχτούν κάποιο βαθμό λιτότητας.
Όμως οι πολιτικές τάξεις της Ρώμης έχουν χάσει κάθε αξιοπιστία στα μάτια των ψηφοφόρων. Και η δημιουργία της αναστάτωσης και της διαφθοράς τη συνοδεύει. Δεν μπορούν να τους εμπιστευθούν για να καθαρίσουν. Όσοι δεν έχουν κάνει οι ίδιοι θυσίες δεν έχουν την ηθική αξιοπιστία να τις ζητούν από τους άλλους.
Οι τεχνοκράτες πρωθυπουργοί, όπως ο Mario Monti της Ιταλίας ή ο Λουκάς Παπαδήμος της Ελλάδας, δεν είναι εναλλακτική λύση. Μπορεί να έχουν "καθαρά χέρια" επειδή βρίσκονται εκτός των πολιτικών κομμάτων. Όμως είναι πλάσματα των τραπεζών και της οικονομίας. Μπορεί να καταλαβαίνουν το χρήμα, αλλά αυτό δεν τους κάνει αποδεκτούς από τους ψηφοφόρους, που θέλουν κάποιον που να καταλαβαίνει τους ίδιους.
Το αποτέλεσμα είναι επικίνδυνο. Από την απόρριψη των πολιτικών τάξεων, μέχρι την απόρριψη των θεσμών της Δημοκρατίας, μεσολαβεί ένα πολύ μικρό βήμα. Μέχρι στιγμής οι περισσότεροι ψηφοφόροι στην Ιταλία ή στην Ελλάδα δεν το έχουν κάνει. Κάποιοι όμως το έχουν κάνει και πολλοί ακόμη νιώθουν τον πειρασμό να το κάνουν, κλίνοντας είτε προς την άκρα δεξιά, προς έναν αντικαπιταλισμό που είναι δεσμώτης της δικής του επαναστατικής ρητορικής, είτε προς ένα είδος αναρχικής εναλλαγής από τα πολιτικά κόμματα - την άμεση δημοκρατία που ευαγγελίζεται ο Beppe Grillo στην Ιταλία.
Η αντίδραση των Βρυξελλών και των πιστωτών του Βορρά σε όλα αυτά έχει αποδειχθεί ρομποτικά πεζή: επιμονή στο ότι οι χρεωμένοι, όπως το μικρό ψάρι Ντόρη στην ταινία Νέμο, πρέπει να συνεχίσουν να κολυμπάνε. Και ίσως συνεχιστεί - για ένα διάστημα. Είναι πιθανόν η Νότια Ευρώπη να δώσει στους Γερμανούς προθεσμία μέχρι το φθινόπωρο για να βρουν μια καινούρια προσέγγιση. Όμως, η ανοχή στη λιτότητα δύσκολα θα κρατήσει παραπάνω.
Μια ώρα της αλήθειας σίγουρα πλησιάζει. Ο Γερμανός πρόεδρος Joachim Gauck έχει ζητήσει νέα συζήτηση για την Ευρώπη και υπονόησε πως το μέλλον της υπάρχει στην αναβίωση της ιδέας μιας κοινωνίας των εθνών. Για να προχωρήσει όμως μια τέτοια ιδέα, θα πρέπει να αντιμετωπίσει το ερώτημα της νομισματικής ένωσης. Γιατί η Ευρώπη ίσως οδεύει προς μια πολύ δύσκολη απόφαση: ή να εγκαταλείψει το ευρώ ή να το κρατήσει και να αφήσει την πολιτική κρίση να τεθεί εκτός ελέγχου.
Όπως σημείωσε ο κ. Gauck, η αρχική ευρωπαϊκή ιδέα οραματιζόταν μια υπερεθνική πολιτική που δεν θα έπνιγε τα κράτη μέλη, αλλά, αντίθετα, θα τα βοηθούσε να ξεπεράσουν την υπαρξιακή κρίση που τα κατέλαβε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και θα αποκαθιστούσε το γόητρό τους και την ικανότητά τους να κυβερνούν.
Η ευρωπαϊκή συνεργασία προχώρησε μαζί με τον οικονομικό σχεδιασμό, τους ελέγχους κεφαλαίου, τον κεϊνσιανισμό και την επιχειρηματική διαχείριση των βιομηχανικών σχέσεων. Την όλη διαδικασία την κατέρριψε ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του ’70. Υπό την ηγεσία του Jacques Delors, προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1985 ως το 1994, και των διαδόχων του, η Ε.Ε. πήρε διαφορετική κατεύθυνση. Έδωσε έμφαση στη νομισματική συνεργασία, στις ελεύθερες κινήσεις κεφαλαίου, στις ιδιωτικοποιήσεις και ένα ελαφρύ άγγιγμα από χρηματοπιστωτική εποπτεία.
Η παλαιότερη έκδοση εγκαταλείφθηκε, αλλά είχε παραγάγει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από το μοντέλο που ακολούθησε. Επίσης, ανάθρεψε τους εγχώριους πολιτικούς θεσμούς αντί να τους υπονομεύσει. Η αξιοπιστία των κοινοβουλίων και των κομμάτων αποκαταστάθηκε με κόπο.
Οπότε, από τη σημερινή άποψη, οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 μοιάζουν με χρυσή εποχή. Τα επιτεύγματά τους κινδυνεύουν τώρα να χαθούν. Γιατί πουθενά δεν είναι γραμμένο ότι η Ευρώπη πάντα στον νου των πολιτών της θα συνδέεται με την ανάπτυξη και τη δημοκρατία. Ίσως ανοίγεται ένα διαφορετικό μέλλον, όπου αντιθέτως η Ευρώπη συνδέεται με τη στασιμότητα, την ανεργία και την τυραννία.
Όσοι κηρύσσουν τη λιτότητα πιθανόν δεν θεωρούν ότι συμβάλουν στην κρίση της δημοκρατίας, αλλά αυτό κάνουν. Οι ιταλικές εκλογές θα πρέπει να θυμίσουν στους ηγέτες της ευρωζώνης να δώσουν σημασία στους ψηφοφόρους τους. Οι οικονομικές επιδιορθώσεις δεν κατάφεραν να σταματήσουν μια πολιτική κρίση που έχει τη δυνατότητα να πλήξει όχι μόνο την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά και την ιδια τη νομιμότητα της δημοκρατικής τάξης της ηπείρου.
Ο αρθρογράφος είναι καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Columbia και συγγραφέας του “Governing the World: The History of an Idea”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου