Μια κριτική στο άρθρο του καθηγητή Κωνσταντίνου Τσουκαλά «Νέα ήθη: έξω χαραμοφάηδες, επίορκοι και λοιποί “ύποπτοι”».
Έχοντας στο παρελθόν την τύχη να έχω τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά καθηγητή έστω και μόνο για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και παραγωγικό εξάμηνο, αισθάνομαι την ανάγκη να ασκήσω ανοιχτή κριτική στο περιεχόμενο και το πνεύμα του πρόσφατου άρθρου του που δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 23 Μαρτίου 2013 - ιδίως μάλιστα εφόσον οι θέσεις που εκφράζει εκεί είναι απολύτως χαρακτηριστικές μιας ευρύτερης, εξαιρετικά δημοφιλούς στάσης.Ο Τσουκαλάς ξεκινά λέγοντας ότι η «μεταρρυθμιστική ευχολογία» είναι συχνά κοινότοπη – επίθετο που του επιτρέπει να ξεπεράσει τον σκόπελο της ευθείας απάντησης στο κρίσιμο ερώτημα: ανεξάρτητα από τις όποιες προτάσεις κατατίθενται σχετικά, το ίδιο το μεταρρυθμιστικό αίτημα καθαυτό, είναι ή όχι εύλογο, επίκαιρο, επιτακτικό;Βεβαίως, στην συνέχεια η απάντηση δίνεται, έστω και πλαγίως. Ο δημόσιος τομέας κατά τον Τσουκαλά είναι «πάσχων» εντός-εισαγωγικών. Ή μάλλον: μόνο εντός εισαγωγικών. Και τα εισαγωγικά δεν σταματούν εδώ. Ο αναγνώστης τα συναντά 22 φορές σε 8 παραγράφους – 23 αν μετρήσουμε και τον τίτλο. Είναι προφανές ότι ο Τσουκαλάς διαφωνεί με την έννοια που οι φιλομεταρρυθμιστές δίνουν στις λέξεις – όμως ο ίδιος δεν τις αποκαθιστά. Μάλλον, θεωρεί την σωστή τους εννοιολόγηση αυτονόητη για τον αναγνώστη…Για τον Τσουκαλά λοιπόν, η συζήτηση περί εξυγίανσης του Δημοσίου είναι μάλλον άτοπη. Γράφει:
«Ακόμα κι αν ακούγονται ευλογοφανείς οι κοινότοπες αυτές γενικολογίες μπορεί να είναι υποβολιμαίες και αποπροσανατολιστικές. Ο αποφαντικά μεταρρυθμιστικός λόγος τείνει πάντα να λέει τη μισή μόνο αλήθεια παρακάμπτοντας τις αντιφάσεις που κατ’ ανάγκην ενυπάρχουν σε όλα τα αξιακά και πολιτικά διακυβεύματα. Από τη στιγμή που γίνεται δεκτό πως, για να είναι δυνατόν να λειτουργεί αποτελεσματικά και ορθολογικά ο πάσχων δημόσιος τομέας, θα πρέπει να προσλαμβάνεται και να λειτουργεί ακριβώς όπως και ο υγιής ιδιωτικός, δεν υπάρχουν πλέον αξιακά διλήμματα και ο φαύλος κύκλος τετραγωνίζεται. Η μόνη εγγύηση για την καλή λειτουργία του κράτους είναι να ακολουθεί πιστά τα αγοραία πρότυπα.»
Το μεταρρυθμιστικό αίτημα είναι συνεπώς απλώς μια πρόφαση προκειμένου να εισαχθούν αγοραία πρότυπα στην λειτουργία του κράτους! Και το τίμημα, το εξής:
«Θα πρέπει ταυτόχρονα να υπονομευθούν ή και να αποδυναμωθούν οι συμβολικές και πολιτικές σκοπιμότητας (sic) που σφράγιζαν την ιδέα του δημόσιου τομέα και του δημόσιου συμφέροντος με την ιστορική τους ιδιαιτερότητα. Οι κρατικοί μηχανισμοί καλούνται να λειτουργούν με μόνα κριτήρια την παραγωγική τους αποτελεσματικότητα και τη (μετρήσιμη) «ποσότητα» του παραγόμενου «έργου».»
Ποια είναι λοιπόν κατά τον Τσουκαλά η «ιστορική ιδιαιτερότητα», ποιες είναι οι «συμβολικές και πολιτικές σκοπιμότητες»; Η εξής μία: η εξαίρεση του κράτους από ποσοτικά κριτήρια. Γράφει παρακάτω πως, υπό την αγοραία αντίληψη:
«Η ποιότητα υποκλίνεται στην ποσότητα, η δίκαιη, κριτική και επιεικής στάθμιση αντιφατικών καταστάσεων υποτάσσεται στον αυτοματισμό της παραγωγικής μεγιστοποίησης […] Οι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί είναι απλοί παραγωγοί χρήσιμων υπηρεσιών, ενώ οι πολίτες που τις «χρησιμοποιούν» δεν είναι παρά ορθολογικοί «χρήστες».»
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ερμηνεύσει κανείς το παραπάνω απόσπασμα. Ο ένας είναι πως η μέχρι σήμερα παραγόμενη ποιότητα στο Δημόσιο θα υποκλιθεί στον στόχο της ποσότητας. Ο άλλος είναι πως ακόμα κι αν ποιότητα σήμερα δεν παράγεται – ή δεν παράγεται σε ικανοποιητικό βαθμό – ακριβώς επειδή η επιδίωξη ποσοτικών αποτελεσμάτων είναι στόχος ασύμβατος με την επίτευξή της ποιότητας (ισχυρισμός που παρουσιάζεται ως περίπου αυταπόδεικτός!), η τελευταία χάνεται οριστικά ακόμα και ως δυνατότητα. Πάντως, τα προηγούμενα εισαγωγικά στον «πάσχοντα» δημόσιο τομέα,μάλλον γέρνουν την ερμηνευτική ζυγαριά προς το συμπέρασμα πως ο Τσουκαλάς όντως πιστεύει ότι το Δημόσιο σήμερα παράγει ποιότητα!
Και γιατί, κατά τον Τσουκαλά, επιδιώκεται η ποσοτικοποίηση; Για να
«εμφανιστεί ως αναγκαία η κατάργηση της ιστορικής μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων […] Στο μέτρο που ο παράδεισος είναι αντιπαραγωγικός, είναι, μας λένε, απολύτως λογικό και δίκαιο η «αναγκαία» εργασιακή κόλαση να πλήττει όλους υπό ίσους όρους.» Παράδεισος λοιπόν το Δημόσιο, από τον οποίο οι ποσοτικόπληκτοι μεταρρυθμιστές θέλουν να εξορίσουν όσους έχουν την τύχη να τον απολαμβάνουν σήμερα!
Ακολουθεί ένας μάλλον χοντροκομμένος strawman:
«Η μονιμότητα πρέπει λοιπόν να καταργηθεί παντού, η εργασιακή ανασφάλεια να γενικευθεί, η αυθαιρεσία του εργοδότη να θεσμοποιηθεί και η οποιαδήποτε παρέκκλιση από την εργασιακή πειθαρχία να πατάσσεται αμείλικτα. Ως βλαπτικοί λοιπόν, όλοι οι μη χρήσιμοι είναι αναλώσιμοι. Όπως έλεγε ο Χέρμπερτ Σπένσερ, θα πεθάνουν και είναι καλό να πεθάνουν.»
Όσοι λοιπόν ζητούν να εισαχθούν ποσοτικά κριτήρια στο Δημόσιο (βλέπε: κριτήρια εν γένει), είναι κοινωνικοί δαρβινιστές που θέλουν να πεθαίνουν οι μη χρήσιμοι!
Παρακάτω, συνεχίζει:
«Η καταστατική αυτή προτεραιότητα της αγοραίας αποτελεσματικότητας συνιστά ρήξη με μιαν ολόκληρη παράδοση. Να θυμηθούμε πως μέχρι πρόσφατα οι ισχύουσες διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα θεωρούνταν απολύτως επαρκείς για να απαλλάσσουν το σύστημα από τους «επίορκους» και τους «αργόμισθους».»
Ακόμα μια έμμεση απάντηση για το αν το Δημόσιο είναι πάσχον ή «πάσχον»: Για τον Τσουκαλά οι ισχύουσες διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα είναι απολύτως επαρκείς! Καμία ανάγκη δεν υπάρχει για την αναθεώρησή τους. Άλλωστε,
«οι ολιγάριθμοι ψευδοτυφλοί της Ζακύνθου παραδόθηκαν στη δημόσια χλεύη με μόνο στόχο να υπονομευθεί το σύστημα υγείας»!
Και βεβαίως, το άρθρο κλείνει με την απαραίτητη, πλην όμως, απολύτως άσχετη με το θέμα κατακλείδα που όλους μας ενώνει:
«Να θυμηθούμε ότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ο πρόεδρος Μπους εγκαινίασε μετά βαΐων και κλάδων μια νέα κατηγορία αποδιοπομπαίων, τους «ύποπτους». Απλές «ενδείξεις» ότι μπορεί κάποιος να ενέχεται σε αντισυστημικές ενέργειες αρκούσαν για να εγκλειστεί επ’ αόριστον στο κολαστήριο του Γκουαντάναμο».»
Όποιος ζητά εξυγίανση του Δημοσίου, κριτήρια αξιολόγησης και λογοδοσίας είναι περίπου ιδεολογικός συνοδοιπόρος του βασανιστή Μπους και οραματίζεται νέα κολαστήρια τύπου Γκουαντάναμο για τους Δημόσιους Υπαλλήλους οι οποίοι αντιστεκόμενοι φυλάνε για λογαριασμό όλων μας τις Θερμοπύλες του εργασιακού παραδείσου, των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων και συμβολισμών του κράτους, μιας ολόκληρης παράδοσης.
Υπό κανονικές συνθήκες, θα ήταν μάλλον παράδοξο ένας διαπρεπής Αριστερός στοχαστής να εκφράζει θέσεις τόσο καταφανώς συντηρητικές, αν αυτό δεν είχε γίνει πλέον ο κανόνας σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τον εγχώριο δημόσιο διάλογο.
Δυστυχώς όμως, η στάση του Τσουκαλά είναι χαρακτηριστική του ιδιότυπου ελληνικού Αριστερού συντηρητισμού: Δεν είναι κατά των ποσοτικών κριτηρίων, της κατάργησης της μονιμότητας των Δημοσίων Υπαλλήλων, των απολύσεων: είναι κατά της αξιολόγησης εν γένει, κατά της λογοδοσίας ως αρχής, κατά της μεταρρύθμισης συνολικά. Τα πράγματα, κατά τον Τσουκαλά, έχουν καλώς – και η προσπάθεια αλλαγής τους, αν δεν είναι πρόφαση για την συνειδητή πρόκληση ζημίας, τουλάχιστον θα έχει αρνητικά αποτελέσματα. Ο Hirschman μάλλον θα εκπλησσόταν αν μάθαινε ότι ο δημόσιος λόγος Ευρωπαίων σοσιαλιστών μπορεί τόσο εύκολα να ταξινομηθεί στην τυπολογία της Ρητορικής της Αντίδρασης που συνέταξε.
Δυστυχώς, η παράδοση της ιδιαιτερότητας που θέλει να διαφυλάξει ο αγαπητός και σεβαστός μου καθηγητής υπερβαίνει τα εργασιακά ήθη του Δημοσίου: αφορά τα ήθη του εν Ελλάδι δημόσιου διαλόγου, τον αποκλεισμό θεμάτων από την δυνατότητα κριτικής ως δήθεν κεκτημένων ή στοιχείων της ιδιοσυστασίας μας, την χρήση ρητορικών τεχνασμάτων στη θέση των επιχειρημάτων, την εξομοίωση των φορέων της αντίπαλης άποψης με τους συλλογικούς μας δαίμονες. Πρόκειται για μια παράδοση προς την οποία – το ομολογώ κι ας θεωρηθώ συνοδοιπόρος του Μπους – δεν τρέφω καμία συμπάθεια.
Για όλα αυτά, η μεταρρύθμιση τόσο στο Δημόσιο, όσο και στον δημόσιο διάλογο είναι, contra Tsoukalam, απολύτως αναγκαία.
—
Βλέπε ακόμη το πολύ ενδιαφέρον σχετικό άρθρο του Παναγιώτη Καρκατσούλη «Όχι άλλη “μεταρρύθμιση” – Μεταρρύθμιση τώρα!» εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου