Του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου*, Καθημερινή, 17.3.13
Οι απολύσεις στο Δημόσιο βρέθηκαν στο επίκεντρο της τελευταίας διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Η θέση του Αντώνη Μανιτάκη μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: αλλαγές στη Δημόσια Διοίκηση δεν μπορούν να γίνουν με πογκρόμ. Το κράτος, για να είναι πειστικό, πρέπει να προχωρεί με καλά επεξεργασμένο σχέδιο και, προπάντων, σεβόμενο τον νόμο. Μετακινήσεις, συνεπώς, και όχι απολύσεις των υπεράριθμων υπαλλήλων, με απομάκρυνση μόνον όσων αξιολογηθούν ως ανίκανοι ή «επίορκοι», με δίκαιες και εξατομικευμένες κρίσεις. Είναι δύσκολο, επομένως, να υπάρξουν εκ των προτέρων επακριβείς δεσμεύσεις σε αριθμούς, όπως ζητούν οι δανειστές μας. Είναι πρόωρο να προβλέψει κανείς αν η γραμμή αυτή τελικά θα επικρατήσει. Οι δανειστές μας έχουν βαρεθεί τις υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και δεν είναι υποχρεωτικά ανάλγητοι όσοι υποστηρίζουν ότι, στη Δημόσια Διοίκηση, μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται χωρίς να σπάσουν αυγά. Σε κάθε περίπτωση, το αίτημα για μικρότερο και αποτελεσματικότερο κράτος είναι πάνδημο και η Δημόσια Διοίκηση είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο από το οποίο θα έπρεπε εδώ και χρόνια να είχαμε προχωρήσει, χωρίς κανείς να μας το επιβάλλει. Αν πάντως, όπως ελπίζω, ο κ. Μανιτάκης δικαιωθεί και οι πολυπόθητες αλλαγές προχωρήσουν με αμελητέες μόνο παράπλευρες συνέπειες, τότε η σημερινή κυβέρνηση θα έχει πλησιάσει ένα στόχο στον οποίο απέτυχαν όλες οι προηγούμενες: τη μεταρρύθμιση του κράτους, χωρίς την οποία, όπως όλοι πια συμφωνούν, ούτε οικονομική ανάκαμψη μπορεί να υπάρξει ούτε έξοδος από την κρίση.
Στην εξέλιξη αυτή, η συμβολή του σημερινού υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης θα είναι ασφαλώς μεγάλη. Το ίδιο και της ΔΗΜΑΡ, του κόμματος που τον υπέδειξε. Με μόνη τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση, το κόμμα του Φώτη Κουβέλη απέτρεψε πολλές υπερβολές και πρόλαβε ακόμη περισσότερες κοινωνικές αντιδράσεις. Είναι η μοίρα της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, ενός ιστορικού ρεύματος που η συμβολή του στις πολιτικές εξελίξεις της μεταπολεμικής Ελλάδας δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί όσο θα έπρεπε.
Γιατί το ρεύμα αυτό δεν είναι χθεσινό. Αφετηρία του ήταν η εσωκομματική διαμάχη στην προδικτατορική ΕΔΑ. Η σύγκρουση εκείνη των πιστών της Μόσχας με τους υποστηρικτές της ανανέωσης για τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό, που θα έπρεπε να είναι «ελληνικός» και «δημοκρατικός», «ανήγγελλε» τη διάσπαση του ΚΚΕ που επακολούθησε (1968). Τότε αναδείχθηκε ως ηγέτης των ανανεωτικών ο Ηλίας Ηλιού, η σημαντικότερη φυσιογνωμία της ελληνικής Αριστεράς από συστάσεώς της.
Η χούντα ανέκοψε, βέβαια, το καινοτόμο αυτό ρεύμα. Από τη μεταπολίτευση, όμως, η μεταρρυθμιστική Αριστερά επηρέασε τα γεγονότα πολύ περισσότερο απ’ όσο δείχνουν τα μικρά εκλογικά ποσοστά της.
Αρχικά ως ΚΚΕ (εσωτερικού) συνέβαλε στο «βελούδινο» πέρασμα από τη δικτατορία στη δημοκρατία, την ώρα που κάποιοι άλλοι μιλούσαν για «αλλαγή νατοϊκής φρουράς». Η μπροσούρα που δημοσίευσε τότε ο Λεωνίδας Κύρκος με τίτλο «Οι στόχοι του έθνους» θα έπρεπε να διδάσκεται ως υπόδειγμα ρεαλιστικού πολιτικού λόγου, με σαφείς ιεραρχήσεις και καθαρές αρχές. Μετά τις εκλογές του 1977, το ΚΚΕ (εσωτερικού) ήταν το μόνο κόμμα της αντιπολίτευσης που υποστήριξε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Ως ΕΑΡ στη συνέχεια, το ίδιο ιστορικό ρεύμα συγκρότησε με το ΚΚΕ τον ενιαίο τότε Συνασπισμό. Συμμετέχοντας στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, το καλοκαίρι του 1989, απέτρεψε τις μαζικές διώξεις κατά των οπαδών του ΠΑΣΟΚ, τις οποίες πολλοί απεργάζονταν. Ως ΔΗΜΑΡ, τέλος, η μεταρρυθμιστική Αριστερά συμμετέχει μετά τις εκλογές του 2012 στην κυβέρνηση συνεργασίας, αποτρέποντας το χειρότερο, δηλαδή την πτώχευση και την αποκοπή της Ελλάδας από τη φυσική της ενδοχώρα, που είναι, βέβαια, η Ευρώπη και όχι η Ρωσία ούτε, πολύ λιγότερο, η Λατινική Αμερική.
Κοινό χαρακτηριστικό της στάσης της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς όλα τα παραπάνω χρόνια ήταν η συμβολή της στην αποτροπή της ακραίας πόλωσης, που τόσο απερίσκεπτα άλλες πολιτικές δυνάμεις επεδίωκαν. Και τούτο, για να μην έχουμε νέους διχασμούς, αν όχι και εμφυλίους, στους οποίους μας ωθεί από παλιά μια ροπή προς τη βία και μια εξ ίσου μακρά παράδοση μετωπικής και όχι συναινετικής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Πέρα, εν τούτοις, από την «κατευναστική» αυτή παρουσία, το ιστορικό αυτό ρεύμα ήταν η πρώτη κομμουνιστογενής δύναμη στη χώρα μας που έδωσε σαφή δείγματα ότι αντιλαμβάνεται τη σημασία του Συντάγματος και των θεσμών για το βάθεμα της δημοκρατίας και την ευημερία των ανθρώπων. Το 1975 συνέβαλε στην κατάρτιση του μεταδικτατορικού Συντάγματος. Σε αυτήν, εξ άλλου, οφείλεται η εισαγωγή καινοτόμων θεσμών στη λειτουργία της Βουλής (1989), όπως οι δημόσιες ακροάσεις ειδικών, η διατύπωση γνώμης για την επιλογή των επικεφαλής των ΔΕΚΟ και άλλες. Σήμερα, η ΔΗΜΑΡ είναι εκείνη που εμποδίζει τη διολίσθηση της τρικομματικής κυβέρνησης στα επικίνδυνα μονοπάτια της εθνοθρησκευτικής μονομανίας: αυτή, για παράδειγμα, απέτρεψε την υιοθέτηση του «ελληνικού γένους» ως κριτηρίου για την εισαγωγή στις στρατιωτικές σχολές. Η ίδια επιμένει στο να μην εγκαταλειφθούν οι θεμελιώδεις ρυθμίσεις του νόμου Ραγκούση για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας, μετά την ολέθρια απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Υπό τις σημερινές ειδικά περιστάσεις θα περίμενε κανείς από τη μεταρρυθμιστική Αριστερά ακόμη περισσότερα. Η θέση της ως κυβερνητικού εταίρου της επιτρέπει να αξιώσει μεγάλες αλλαγές σε ζητήματα όπως η χρηματοδότηση της πολιτικής, ο περιορισμός του αριθμού των βουλευτών και η διοίκηση των ΔΕΚΟ, για τα οποία Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ παραμένουν, δυστυχώς, εγκλωβισμένοι στις πελατειακές αντιλήψεις του παρελθόντος. Θα περίμενε ακόμη τη χωρίς δισταγμούς ευθυγράμμισή της με αλλαγές που, καλώς ή κακώς, έχουν ήδη ξεκινήσει, όπως η πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση. Αφθαρτη από κυβερνητικές ευθύνες, με χέρια «καθαρά», δίνει στη σημερινή κυβέρνηση μιαν ηθική νομιμοποίηση που κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να της δώσει.
Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει καθημερινά ότι στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων βρίσκεται σε νηπιακή ακόμη ηλικία, η ΔΗΜΑΡ μπορεί να δείξει ότι, με αταλάντευτη προσήλωση στις θεμελιώδεις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, του πολιτικού φιλελευθερισμού και του κοινωνικού κράτους δικαίου, η Αριστερά μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην αναγέννηση της χώρας.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου