Tου Τακη Θεοδωρόπουλου, Καθημερινή, 1.3.13
Αν και παρέμεινε για δώδεκα χρόνια δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, αν και κέρδισε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, δεν έχασε την κορμοστασιά του δρομέα. Μηδέν μπιροκοίλι, τίποτε από προγούλια, και τα λοιπά εύσημα της μακροχρόνιας άσκησης εξουσίας. Hταν, λέει, απόμακρος και τον αποκαλούσαν Λουδοβίκο. Επί το βαλκανικότερον, εννοείται. Με σακάκι που μόλις βγήκε από τη σακούλα του καταστήματος, πάντα καλοδεμένη γραβάτα και γενικώς όλα τα σημάδια της επαρχιακής κομψότητας που ευδοκιμεί στα μέρη μας. Ατσαλάκωτο πουκάμισο, και ατσαλάκωτο χαμόγελο των υπεράνω όλων. Χαμόγελο επιτυχίας διαρκείας; Χαμόγελο αυταρέσκειας; Ή μήπως μάσκα που κρύβει την αμηχανία του προσώπου, το οποίο δεν καταλαβαίνει πώς το ευνόησε η τύχη και από κατοστάρι στην Ευρώπη τον έκανε πρώτο του χωριού. Διαλέγετε και παίρνετε. Δεν το έχασε ούτε όταν έδινε τις μάχες του για τη Μακεδονία, στις αλήστου μνήμης εκείνες εποχές που η Ελλάδα και οι Eλληνες ετοιμάζονταν να καταλάβουν τη Βαλκανική και η Θεσσαλονίκη να χρισθεί πρωτεύουσα ολόκληρης της χερσονήσου.
Δεν ζω στη Θεσσαλονίκη, όμως, επειδή έτυχε τα τελευταία χρόνια να την επισκεφθώ πολλές φορές, μπορώ να πω πως, έστω και ως επισκέπτης, την ξέρω. Και δεν μπορώ να μην παρατηρήσω την υποβάθμιση της παραλίας με την ατέλειωτη σειρά από τις καφετέριες και τους θαμώνες που παράγουν θόρυβο επειδή αισθάνονται υποχρεωμένοι να διασκεδάζουν, όπως στα χρόνια της «ερωτικής» Θεσσαλονίκης ήταν υποχρεωμένοι να ερωτοτροπούν. Πίσω από το μέτωπο της θάλασσας, οι χιλιάδες υπήκοοι των βαλκανικών χωρών θυμίζουν στους παλιότερους πώς ήμασταν κάποτε, στα χρόνια της ψωροκώσταινας. Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με τις εθνικιστικές κορώνες του μητροπολίτη Aνθιμου και την παλιά αστική Θεσσαλονίκη που αναζητά την αξιοπρέπεια της πόλης της, αυτήν που εκπροσωπεί ο νυν δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης.
Τα λέω όλα αυτά για να καταλήξω πως δεν μου χρειαζόταν να μάθω ότι ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος υπεξαίρεσε κάτι εκατομμύρια ευρώ για να τον καταδικάσω στη συνείδησή μου. Τον θεωρούσα πάντα ως ένα από τα πιο ολοκληρωμένα πρότυπα της πλουτοκώσταινας. Η χαμογελαστή του σοβαροφάνεια, με την ανύπαρκτη καλλιέργεια, την απαξίωση οποιασδήποτε σοβαρότητας και την έφεση προς οτιδήποτε γυαλίζει και λάμπει, ακόμη κι αν δεν είναι χρυσός, τον είχαν καταδικάσει προ πολλού. Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια του έχασε το πολιτισμικό της βάθος, και τη γοητεία της. Μεταμορφώθηκε σε καλοντυμένο επαρχιώτη που ζει για ένα πρώτο τραπέζι πίστα. Τον ψήφιζαν, θα μου πείτε. Σύμφωνοι. Hταν ένας άνθρωπος προσαρμοσμένος στο πνεύμα των καιρών.
Κι αν ακόμη ο ίδιος, όπως δήλωσε στο δικαστήριο, δεν αισθάνεται ένοχος, μπορεί και να μη φταίει αυτός. Ούτως ή άλλως, εμείς οι Eλληνες από αρχαιοτάτων χρόνων δεν τα πηγαίναμε καλά με τις ενοχές. Αν κάτι μας κρατούσε εντός των ορίων ήταν η «αιδώς». Κι αν κάτι χάσαμε και οφείλουμε να ξαναβρούμε είναι ακριβώς το αίσθημα της αιδούς, εξίσου πολύτιμο με τα εκατομμύρια που χάθηκαν ξεδιάντροπα.
Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ την ποινή υπερβολική. Πρώτον, γιατί αν και δεν έχω ιδέα περί τα νομικά, ξέρω ότι καταδικάστηκε βάσει ενός νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου που είχε ψηφισθεί όταν ίσχυε ακόμη η θανατική ποινή. Με σημερινούς όρους καταδικάσθηκε στην εσχάτη των ποινών. Δεύτερον, γιατί οφείλω να επισημάνω έναν κίνδυνο. Οι βαριές ποινές που πέφτουν σε βαριά ονόματα μπορεί να ικανοποιούν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», όμως δεν αποκαθιστούν τις κοινωνικές ισορροπίες. Ο παραδειγματισμός είναι απαραίτητος, όμως ο παραδειγματισμός, αν είναι αυτοσκοπός, αποπροσανατολίζει την πορεία της αυτοσυνειδησίας. Και η αυτοσυνειδησία του πολίτη που είχε ως πρότυπο τον Παπαγεωργόπουλο είναι εξίσου απαραίτητη με την ποινή του δικαστηρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου