Του Γιάννη Βούλγαρη, ΝΕΑ, 30.3.12
Η κρίση της ευρωζώνης παίχτηκε πάλι σαν ταγκό ενός νέου «ιδανικού ένοχου» και του συνήθους ανεπίδεκτου ηγεμόνα. Η Κύπρος προσφερόταν άνετα για τον ρόλο του «ιδανικού ενόχου» (ο όρος του γνωστού οικονομολόγου Πιζανί-Φερί είχε χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για την Ελλάδα). Τραπεζικός τομέας υπερμεγέθης και υπό χρεοκοπία. Φορολογικός παράδεισος αλλά επίσης «πλυντήριο», κυρίως ρώσων ολιγαρχών και μαφιόζων. Ενα σύστημα εξουσίας γεννημένο και διαπλεγμένο με τις ανωτέρω παθογένειες. Μια λαθεμένη, μικρομέγαλη και αλαζονική αντίληψη για τη γεωπολιτική τής περιοχής, που αναπαράγει τα λάθη του παρελθόντος παρότι τα είχε πληρώσει ακριβά. Μια πολιτική ηγεσία, μνημείο πολιτικαντισμού, ανεπάρκειας και εθνικής ανευθυνότητας, άφησε τα πράγματα να κυλήσουν ως το χείλος του γκρεμού, πετώντας την «καυτή πατάτα» στον επόμενο. Ειρωνεία της Ιστορίας, ήταν ο πρώτος «κομμουνιστής πρόεδρος» της Κύπρου. Εφτασαν αυτά για να προκαλέσουν την αντίδραση των Γερμανών και των «Βορείων». Ομως και οι «Νότιοι» αποστασιοποιήθηκαν, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στην «κυπριακή περίπτωση». Οταν λοιπόν η Κύπρος χρειάστηκε τη χρηματοδοτική στήριξη, το πρίσμα υπό το οποίο θα την αντιμετώπιζαν ήταν ήδη δεδομένο. Οχι μόνο στο επίπεδο των ελίτ αλλά και της κοινής γνώμης.
Η εθνικολαϊκιστική δημαγωγία, που έχει αναγορευθεί πλέον σε φονικό όπλο του ενός λαού της Ευρώπης εναντίον του άλλου, ολοκλήρωσε το έργο. Ομως, κι έτσι να είχαν τα πράγματα, η Κύπρος δεν έπαυε να αποτελεί ασήμαντο μέγεθος για την ευρωπαϊκή οικονομία, όπως ασήμαντο ήταν και το «πακέτο διάσωσης» των 17 δισ. ευρώ. Μια αποφασιστική αλλά διακριτική, «χαμηλόφωνη» και χρονικά ανετότερη διαχείριση της κρίσης θα ήταν οικονομικά αποτελεσματικότερη και κοινωνικά ανεκτότερη.
Εδώ όμως παρεμβαίνει ο μόνιμος παρτενέρ της κρίσης της ευρωζώνης. Η Γερμανία, ως ανεπίδεκτος ηγεμόνας. Δηλαδή, ως η ισχυρή χώρα που, αντί να οδηγεί τη διαδικασία ενοποίησης με όρους σύγκλισης και συναίνεσης, επιβάλλει τον «κανόνα» με τρόπο που πολώνει και κατακερματίζει, θέτοντας σε δοκιμασία το ίδιο το ευρωπαϊκό σχέδιο. Ασφαλώς παίζει ρόλο η συγκυρία των επικείμενων εκλογών. Κατανοητή είναι επίσης η από την αρχή της κρίσης επιδίωξη της Γερμανίας να αποφύγει την άμετρη και απροϋπόθετη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών αναγκών των «Νοτίων».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο όμως η Γερμανία επιδιώκει να επιβάλει τη δική της απάντηση στο κεντρικό πρόβλημα της ευρωζώνης. Για να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση χρειάζεται να συγκλίνουν σε έναν νέο «κοινό παρονομαστή» τα διαφορετικά «μοντέλα καπιταλισμού», τα διαφορετικά «εθνικά συστήματα» των χωρών-μελών. Οι χώρες ασφαλώς δεν μπορούν να γίνουν όμοιες, αλλά το εύρος των διαφορών πρέπει να μικρύνει. Υπ' αυτή την έννοια, η διαδικασία ενοποίησης ταυτίζεται με τη «μεταρρύθμιση υπό εξωτερική πίεση» των θεσμικών-οικονομικών δομών των χωρών-μελών. Μάλιστα, για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες οι αλλαγές είναι περισσότερο επιτακτικές και θα συνέβαιναν έτσι κι αλλιώς εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης.
Το πρόβλημα είναι άκρως υπαρκτό, αλλά η απάντηση της Γερμανίας (και των συμμάχων της) δεν είναι ούτε ρεαλιστική ούτε εφικτή. Απλούστατα, γιατί αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως τον «κανόνα» βάσει του οποίου θα μορφοποιηθεί η Ευρώπη, ενώ στην πραγματικότητα συνιστά η ίδια μια «εξαίρεση». Εξαίρεση που χαρίζει οικονομική και θεσμική ισχύ στην Ευρώπη, αλλά την ίδια στιγμή την υπονομεύει στο μέτρο που αυτοπροβάλλεται ως «κανόνας». Η γερμανική θεώρηση δεν καθορίζεται από μεγαλεπήβολες γεωπολιτικές στοχεύσεις και φιλοδοξίες, είτε παγκόσμιες είτε στη Μέση Ανατολή. Καθορίζεται από το ιδιαίτερο «μοντέλο καπιταλισμού» που έχει δομήσει εδώ και χρόνια. Μια οικονομία με έφεση στη μοντέρνα βιομηχανία και στις εξαγωγές, ένα θεσμικό-κοινωνικό σύστημα που έχει οργανωθεί ώστε να υπηρετεί αυτή τη ροπή. Το γεγονός έχει μια θετική όψη. Σε αντίθεση με το αγγλοσαξονικό μοντέλο καπιταλισμού, η Γερμανία είναι πιο επιφυλακτική στην επιβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα πάνω στην «παραγωγή».
Από την άλλη, όμως, ούτε η Ευρώπη μπορεί να συγκλίνει, όταν η κυρίαρχη οικονομία της λειτουργεί μονίμως ως μοντέλο export-led, ούτε η παγκόσμια οικονομία μπορεί να βρει σταθερότερη ισορροπία αν το υπό διαμόρφωση «ευρωπαϊκό μοντέλο» είναι δομικά προσανατολισμένο στις εξαγωγές, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του γερμανικού. Κοντολογίς, η προοπτική μιας γερμανικής Ευρώπης δεν είναι ρεαλιστική. Πρώτον, γιατί η Γερμανία δεν έχει τη δύναμη να επιβληθεί ως καταπιεστικός «εξωτερικός αναμορφωτής» σε έθνη-κράτη με ισχυρή ταυτότητα και συνοχή. Οι εταίροι της ευρωζώνης μπορούν να υποστούν το κόστος των μετασχηματισμών στο όνομα της Ευρώπης, όχι της Γερμανίας. Δεύτερον, γιατί ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα στο οποίο η Κίνα και η Γερμανία/Ευρώπη παράγουν πλεονάσματα για να καταναλώνουν οι ελλειμματικές ΗΠΑ είναι εγγενώς ασταθές. Η συνέχιση αυτής της δυναμικής θα προκαλέσει σύντομα νέα κρίση, με επίκεντρο και πάλι τις ΗΠΑ. Ο κόσμος χρειάζεται μια πιο έξυπνη παγκοσμιοποίηση, ένα Breton Woods 2, με ρυθμιστικούς μηχανισμούς που θα αποτρέπουν καταστάσεις όπου κάποιες από τις μεγάλες οικονομίες θα είναι μόνιμα πλεονασματικές και άλλες μόνιμα ελλειμματικές.
Αυτό είναι και το κατάλληλο πλαίσιο ώστε η Γερμανία να ανταποκριθεί στον ηγεμονικό ρόλο που της αναλογεί στην Ευρώπη προς όφελος της συνολικής διαδικασίας ενοποίησης. Διαφορετικά θα τροφοδοτεί τους ευρωσκεπτικιστές λαϊκιστές κάθε χρώματος και τον «αντιγερμανισμό» σαν τον νέο εθνικισμό των ηλιθίων, για να παραφράσουμε τη διάσημη ρήση. Κατά τούτο, οι εθνικές κρίσεις της ευρωζώνης, οι αντιφάσεις της Γερμανίας ως προς τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ο χαρακτήρας της παγκοσμιοποίησης, συμπλέκονται αξεδιάλυτα.
Η περιπέτεια της Κύπρου συμπύκνωσε μέσα σε μία εβδομάδα τα πολιτικά διδάγματα που θα έπρεπε να είχε βγάλει η Ελλάδα εδώ και πέντε χρόνια, από το ξέσπασμα της κρίσης. Κατ' αρχάς, έκανε απτή την τεράστια διαφορά μεταξύ της επώδυνης λύσης (δανειακή σύμβαση, Μνημόνια) και της καταστροφής (χρεοκοπία). Εδειξε πόσο κίβδηλα είναι επιχειρήματα του τύπου «έτσι και αλλιώς έχουμε χρεοκοπήσει» ή «τι άλλο έχουμε να χάσουμε». Σήμερα ξέρουμε ότι με την χρεοκοπία και το τραπεζικό σύστημα δεν παίζεις. Από την άλλη, εύλογο είναι να ενισχυθούν οι φωνές υπέρ της δραχμής κερδίζοντας έδαφος έναντι της δημαγωγίας περί «επαναδιαπραγμάτευσης», «ηρωικών μονομερών ενεργειών», «όχι στην τρόικα - ναι στο ευρώ». Απόψεις που υπονομεύτηκαν ευθέως από την κυπριακή εμπειρία. Η εσωτερική ένταση που διαπερνά τον ΣΥΡΙΖΑ είναι κατανοητή. Ο επικοινωνιακός ακτιβισμός του κ. Τσίπρα και οι αριστεροδεξιές καντρίλιες δεν φτάνουν να σκεπάσουν τα χάσματα μεταξύ της (υποτιθέμενης) επιλογής υπέρ του ευρώ, της κάθετης αντιμνημονιακής ρητορείας και του κομματικού προγράμματος που παραπέμπει σε αποχώρηση από την ΕΕ. Από την άλλη μεριά, βγαίνει ενισχυμένη η νομιμοποίηση της τρικομματικής κυβέρνησης ως επιλογή εθνικής ευθύνης και συνεργατικής διαχείρισης της κρίσης στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Αλλωστε, πόσο πειστικό είναι να κατηγορούνται η ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ για τη συνεργασία με τη ΝΔ, όταν συμπήγνυται αντιπολιτευτικό «μέτωπο» ΣΥΡΙΖΑ - Καμμένου, και λίγο δεξιότερα ο χρυσαυγίτης κ. Παππάς υποκύπτει στην ακράτειά του;
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου