Επιμέλεια Θανάσης Γιαλκέτσης, Εφημερίδα των Συντακτών
Καθηγήτρια Ηθικής και Δικαίου
στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, η Μάρθα Νούσμπαουμ συνδυάζει το πλούσιο
και πολύπλευρο φιλοσοφικό της έργο με συχνές παρεμβάσεις στην πολιτική
συζήτηση, ενσαρκώνοντας υποδειγματικά τη μορφή του δημόσιου
διανοούμενου. Η ακόλουθη συνέντευξη της Νούσμπαουμ δημοσιεύτηκε στην
ιταλική εφημερίδα Il Sole 24 Ore.
• Με ποιον τρόπο η λογική και η ρητορική –αλλά και η ηθική
και η ποιητική, αν σκεφτούμε τον Αριστοτέλη– μπορούν να προμηθεύσουν
ερεθίσματα και παιδαγωγικά εργαλεία σε όσους διδάσκουν σήμερα ή σε όσους
προτίθενται να μεταρρυθμίσουν το εκπαιδευτικό σύστημα; Και σε ποιους
στοχαστές του παρελθόντος μπορούμε να βρούμε πολύτιμες ιδέες για να
αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα του σήμερα;
Μεταξύ των πολλών διαφορετικών εποχών και διαφορετικών τόπων που θα
μπορούσα να αναφέρω, τρεις μού φαίνονται σημαντικοί: ο Σωκράτης στους
πλατωνικούς διαλόγους, η επιστολή του Ρωμαίου στωικού φιλοσόφου Σενέκα
για τη φιλελεύθερη εκπαίδευση και η θεωρία και πρακτική του Ινδού
φιλοσόφου και παιδαγωγού Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ. Ο Σωκράτης, υποστηρίζοντας
ότι «ο ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω», προκάλεσε την αθηναϊκή
δημοκρατία να ζήσει έναν στοχαστικό βίο, να ασχοληθεί με τους λόγους που
επικαλούμαστε για να δικαιολογήσουμε τις πεποιθήσεις μας, δημιουργώντας
μια δημοκρατική κουλτούρα του λόγου και της επιχειρηματολογίας μάλλον
παρά της αυθεντίας και της πίεσης των ισχυρών. Ενας στοχαστικός βίος
όμως, γεμάτος σκέψη και έρευνα, είναι δύσκολος: προϋποθέτει ότι θα
μάθουμε να επιχειρηματολογούμε, να επιδιώκουμε την ακρίβεια, την
εγκυρότητα και τη λογική δομή. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να
διδαχθούμε αυτά τα πράγματα από το να μελετήσουμε τους πρώτους
πλατωνικούς διαλόγους με ένα πνεύμα ανοιχτής και κριτικής παιδαγωγικής.
• Και με ποιον τρόπο μπορούν να συμβάλουν ο Σενέκας και ο Ταγκόρ;
Στον πρώτο αιώνα μ.Χ., ο Σενέκας βρισκόταν μπροστά σε μια μορφή
εκπαίδευσης κυριαρχούμενη από την παθητική μάθηση, κατά την οποία τα
πρόσωπα διδάσκονταν τα σημαντικά κείμενα της κουλτούρας τους χωρίς να τα
κατανοούν πραγματικά και χωρίς να αναπτύσσουν καμιά ενεργητική
πρωτοβουλία. Την εκπαίδευση αυτή την αποκαλούσαν «studia liberalia»,
δηλαδή κατάλληλη για έναν νέο ευγενούς καταγωγής που είχε γεννηθεί
ελεύθερος. Ο Σενέκας λέει ότι θα έπρεπε αντίθετα να προτιμάμε τα «studia
liberalia» με την έννοια των σπουδών που μας καθιστούν ελεύθερους. Με
αυτό εννοούσε ελεύθερους από την παράδοση και από την αυθεντία. Γι’
αυτόν τον σκοπό, συνιστούσε κυρίως τη φιλοσοφία, αλλά και τη λογοτεχνία
και την ιστορία. Ο Ταγκόρ διδάχθηκε και από τους δύο, αλλά ήταν ποιητής
και στην περίφημη σχολή που ίδρυσε το 1905 στη Σαντινικετάν
χρησιμοποιούσε τις τέχνες ως θεμελιώδη μέσα για την κατανόηση. Μουσική,
θέατρο, χορός χρησίμευαν για να διευρύνουν τη φαντασία των σπουδαστών,
οι οποίοι έτσι μάθαιναν να κατανοούν θέσεις διαφορετικές από τις δικές
τους. Νομίζω ότι αυτό το παράδειγμα δίνει μια συμβολή που λείπει από
τους άλλους δύο: την αξία της συγκίνησης και της φαντασίας και τον τρόπο
με τον οποίο μπορούμε να τις καλλιεργούμε με τις τέχνες. Καλλιτέχνες
και παιδαγωγοί από όλο τον κόσμο επισκέπτονταν τη σχολή του Ταγκόρ,
μεταξύ αυτών και η Μαρία Μοντεσόρι. Εμοιαζε αρκετά με το
σχολείο-εργαστήρι του Τζον Ντιούι και ίσως οι δυο τους να είχαν
συναντηθεί, αλλά δεν το γνωρίζουμε ακριβώς.
• Και ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η μάθηση πρέπει να
συνοδεύεται από εμπειρίες ζωής ικανές να δίνουν νόημα στις γνώσεις για
ανθρώπινες υπάρξεις και όχι μόνο για λόγιους. Και ο Ντιούι επέκρινε τους
μεταρρυθμιστές φίλους του, επειδή δεν έβλεπαν ότι η επιστήμη μπορούσε
να προμηθεύσει το πιο κατάλληλο υπόδειγμα εμπειρίας για τη διαμόρφωση
ανεξάρτητης κρίσης και την άρνηση της αρχής της αυθεντίας. Ωστόσο,
πολλοί τείνουν ακόμα να αντιπαραθέτουν ανθρωπιστικές γνώσεις και
επιστημονικές γνώσεις.
Η επιστήμη με την καλύτερη και βαθύτερη έννοιά της στηρίζεται στη
φαντασία και στην ακρίβεια, επομένως διατηρεί στενούς δεσμούς με τις
ανθρωπιστικές σπουδές. Ωστόσο, εκείνο που πολλοί διδάσκονται κάτω από
αυτή την ετικέτα δεν είναι η βασική επιστήμη, αλλά ένα σύνολο ικανοτήτων
που απομνημονεύονται μηχανικά χωρίς αληθινή κατανόηση. Αυτό είναι
αληθινά «άγονο», αλλά η επιστήμη δεν είναι άγονη.
• Γνωρίζουμε ωστόσο ότι μεγάλο μέρος της αρχαίας φιλοσοφίας
βασιζόταν στη μνήμη ως θεμελιώδη γνωστική λειτουργία για την ανάπτυξη
της λογικής καθώς και της εμπειρίας των τεχνών και διόλου τυχαία η
Μνημοσύνη ήταν η μητέρα των μουσών και των διάφορων τεχνών. Το σημερινό
σχολείο έχει ξεχάσει τον πολύ στενό δεσμό μνήμης και δημιουργικότητας
και έχει καταδικάσει τη μνήμη σε έναν περιθωριακό ρόλο, υποκαθιστώντας
τη με τεχνολογικά εργαλεία. Θεωρείτε ότι πρόκειται για μια σωστή κίνηση;
Δεν μου αρέσει πολύ να χρησιμοποιώ τη λέξη «αρχαίοι» για να μιλώ μόνο
για τους αρχαίους Ελληνες και Ρωμαίους. Στο βάθος, κάθε πολιτισμός
υπήρξε αρχαίος και επομένως υπάρχει μια αρχαία αφρικανική σκέψη, μια
κινεζική κ.ο.κ. Οι Ελληνες νομίζω ότι εμπιστεύονταν σε μεγάλο βαθμό τη
μνήμη, επειδή πολλοί ήταν αναλφάβητοι. Και δεν είναι βέβαια κάτι που θα
έπρεπε να ενθαρρύνουμε στον σύγχρονο κόσμο. Οταν οι άνθρωποι μπορούν να
διαβάζουν, δεν χρειάζεται να αποστηθίζουν ένα ολόκληρο δράμα του Σέξπιρ.
Ωστόσο, θα μπορούσαν να έχουν λόγους για να απομνημονεύουν ορισμένα
μέρη, αν θέλουν να ακούσουν καλύτερα τον ρυθμό της ποίησης. Η μνήμη
ωστόσο είναι κομβικής σημασίας στο να προμηθεύει μια αρχιτεκτονική ή ένα
γενικό πλαίσιο σε μια πιο λεπτομερή σκέψη. Για παράδειγμα, την ιστορία
πρέπει να τη διδασκόμαστε ως μια ολοκληρωμένη αφήγηση και όχι μόνο
μελετώντας τη σε μικρές δόσεις στη Wikipedia. Εδώ η μνήμη παίζει ακόμη
έναν ρόλο. Και οι φιλοσοφικές θέσεις πρέπει να αφομοιώνονται ως ένα
σύνολο συλλογισμών και όχι απομνημονεύοντας μόνον τη μια ή την άλλη
φράση του Πλάτωνα. Ο στόχος πρέπει να είναι πάντα η καλλιέργεια της
ενεργητικότητας και της ικανότητας και αυτές συχνά εμποδίζονται από την
υπερβολική απομνημόνευση, όπως είχε ήδη σημειώσει ο Πλάτων. Ορισμένοι
τύποι απομνημόνευσης είναι όμως παραγωγικοί. […]
• Υπάρχει και ένας αναλφαβητισμός των συναισθημάτων. Ποιος
είναι ο καλύτερος τρόπος για να αναπτύξουμε όχι μόνον τις λογικές
ικανότητες αλλά και τα πάθη και τα συναισθήματα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα
τις παγίδες που αυτά συνεπάγονται;
Γεννιόμαστε όλοι με την ικανότητα να βλέπουμε τον κόσμο από τη σκοπιά
άλλων, αλλά συνήθως αναπτύσσουμε αυτή την ικανότητα με τρόπο
περιορισμένο και επιλεκτικό, που οριοθετείται στην οικογένειά μας, στη
δική μας τοπική ομάδα. Αυτή η ικανότητα όμως μπορεί να αναπτυχθεί
συστηματικά με την ιστορική και καλλιτεχνική εκπαίδευση, έτσι ώστε να
γινόμαστε ικανοί να βλέπουμε πώς φαίνεται ο κόσμος από πολλές και
διαφορετικές οπτικές γωνίες. Οφείλουμε να το κατορθώσουμε αυτό
προκειμένου να κάνουμε υπεύθυνες πολιτικές επιλογές. Εχει γίνει πολλή
έρευνα για το πώς η λογοτεχνία αναπτύσσει αυτή την ικανότητα. Φυσικά
αυτός ο τύπος ενσυναίσθησης δεν μας λέει ποιοι είναι οι στόχοι τους
οποίους πρέπει να επιδιώκουμε, αλλά, όποιοι και αν είναι αυτοί, μας
βοηθάει. Για να διατυπώσουμε τους ορθούς στόχους, χρειαζόμαστε μια
αυστηρή κανονιστική σκέψη στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία, προκειμένου
να γνωρίζουμε ποια συναισθήματα είναι ωφέλιμα και ποια δεν είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου