Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, Καθημερινή, 22.9.13
Η «Ιλιάδα», το συστατικό έργο της δυτικής λογοτεχνίας, είναι από μιαν άποψη ένας ύμνος στη βία. Αρχίζει ζητώντας από τη θεά να ψάλει την οργή του Αχιλλέα και, ώσπου να τελειώσει, έχει καταγράψει και περιγράψει έναν κόσμο παραδομένο στη μέθη του ηρωισμού που τρέφεται από την αγριότητα. Αίμα που κοχλάζει, κόκαλα που σπάνε, μύες και τένοντες που σκίζονται, κομμένα μέλη και αδέσποτες ψυχές. Στη σκιά του κόσμου των θνητών, οι αθάνατοι απολαμβάνουν τη σφαγή, διασκεδάζουν, θυμώνουν, ταυτίζονται με τους ήρωες, τσακώνονται μεταξύ τους, λες και είναι θεατές σε ποδοσφαιρικό αγώνα. Το παράδοξο είναι ότι μέσα στην όλη σφαγή δεν λείπει ούτε η αγάπη για το κάλλος, κλασική ελληνική εμμονή, ούτε η τρυφερότητα. Σκέφτομαι τους γέροντες της Τροίας οι οποίοι, παρακολουθώντας την Ελένη να βαδίζει προς τις Σκαιές Πύλες, συμφωνούν πως για τέτοια ομορφιά αξίζει να σκοτωθεί κανείς. Οσο για την τρυφερότητα, ο αποχαιρετισμός του Εκτορα και της Ανδρομάχης μιλάει από μόνος του. Το έπος ξεκινάει με την οργή του Αχιλλέα και καταλήγει με τον ήρωα να δακρύζει όταν ο Πρίαμος τον επισκέπτεται στη σκηνή του και του ζητάει το σώμα του νεκρού Εκτορα για να του αποδώσει τις δέουσες τιμές. Θα μπορούσε κανείς να διαβάσει την «Ιλιάδα» σαν άσκηση παιδείας, τρόπο για να δαμάσεις τη βία, η οποία όχι μόνον είναι υπαρκτή, αλλά είναι και ένα από τα βασικά συστατικά του ανθρώπινου σύμπαντος.
Και τώρα για εμάς εδώ να πούμε. Κάθε φορά που έχουμε να διαχειρισθούμε μία από τις πληγές που καταφέρνει η άσκηση βίας στο κοινωνικό σώμα, ειδικά αν έχουμε να κάνουμε με θάνατο, μας καταλαμβάνει ένα είδος συνειδησιακής υπερδιέγερσης η οποία δίνει την εντύπωση πως, επιτέλους, είμαστε αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπο το φαινόμενο. Πρόκειται απλώς για ψευδαίσθηση, που κρατάει όσο περίπου και τα θαύματα της λαϊκής παροιμίας. Η υπερδιέγερση δεν έχει να κάνει με τη συνείδηση. Εχει να κάνει με σπασμούς του υποσυνείδητου το οποίο λειτουργεί με εξαρτημένα αντανακλαστικά.
Ερώτημα κρίσεως. Αλήθεια, με ποιον τρόπο έχουμε εκπαιδευθεί για να διαχειριζόμαστε τα αποθέματα της βίας που, όπως λέει ο Ομηρος, είναι συστατικά του πολιτισμού μας; Τι μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο για τους Ελληνες Εβραίους και την τύχη τους στην Κατοχή; Εχουμε πραγματικά συζητήσει τι έγινε στον Εμφύλιο, πώς ξεκίνησε, πώς τέλειωσε, και ποια αναπηρία μάς οδήγησε στην αλληλοσφαγή; Ελάτε τώρα, μας αρκεί η μυθολογική διάσταση του αδελφοκτόνου πόλεμου. Οι ενοχές των νικητών που απενοχοποιούν τους νικημένους και το συμπέρασμα πως ο Εμφύλιος δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί. Τους ώθησαν εκεί οι έξωθεν παρεμβάσεις, το αίσθημα του αδικαίωτου, κοινώς μια πρώτης τάξεως αιτιολόγηση της βίας και του φόνου, η οποία λειτουργεί ως Πέμπτη Φάλαγγα της συνείδησης. Εργάζεται υπόγεια, για να σου υπενθυμίζει πως, αν οι συνθήκες το επιβάλλουν, δεν μπορείς παρά να σκοτώσεις αυτόν που κρίνεις εσύ ένοχο.
Αυτή η λογική δεν καθοδηγούσε τους κατά συρροή δολοφόνους της «17 Νοέμβρη» και των συναφών οργανώσεων; Επεξεργαστήκαμε ποτέ συλλογικά το θέμα της τρομοκρατίας που έσπερνε νεκρούς για κοντά τριάντα χρόνια; Ή μήπως ντραπήκαμε για την ανοχή που επιδείξαμε και το σκεπάσαμε; Θυμάμαι το πρωτοσέλιδο μεγάλης εφημερίδας που ανήγγειλε την «εκτέλεση» του Παύλου Μπακογιάννη – δεν τολμούσε, ή δεν ήθελε, να γράψει τη λέξη δολοφονία. Ξέρουμε τι πραγματικά έγινε στη Μαρφίν; Ή μήπως μας φτάνει η μεγαλειώδης καταδίκη των υπευθύνων του καταστήματος για τα μέτρα πυρασφάλειας; Και πιστεύουμε όντως ότι το πέρασμα του Ρουβίκωνα είναι η μεταστροφή των πολιτικών απόψεων, ο πρώην αριστερός που γίνεται ακροδεξιός, και όχι η νομιμοποίηση της βίας, και της δολοφονίας, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης; Το πρόβλημα δεν είναι πολιτικό. Το πρόβλημα είναι βαθύτατα πολιτισμικό. Εχουμε να κάνουμε με μια κοινωνία φοβική, η οποία δεν τολμάει να αντικρίσει κατάματα το πρόσωπο της βίας που κρύβει μέσα της. Και παλεύει να το καλλωπίσει με διάφορες πολιτικές γιρλάντες.
Αλήθεια, πιστεύουμε ότι το πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή είναι πως είναι ακροδεξιοί, εθνικιστές; Μακάρι να ήταν αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι είναι κουμπουροφόροι έτοιμοι να σκοτώσουν, όπως αποδείχτηκε. Μια λούμπεν μαφία. Το πρόβλημα με τη «17 Νοέμβρη» δεν είναι πως υπήρξαν ακροαριστεροί. Το πρόβλημα είναι πως ήταν δολοφόνοι. Χρειάστηκε να περάσουν τριάντα χρόνια, και τόσοι νεκροί, για να το παραδεχτούμε. Και αυτό γιατί η Πέμπτη Φάλαγγα της συνείδησής μας υπαγόρευε πως είναι και αυτός ένας τρόπος πολιτικής δράσης. Μπορεί να διαφωνείς με την πολιτική όμως, κάπου κατά βάθος, δικαιολογείς τον τρόπο. Δεν μας ενοχλούσε καν η χυδαιότητα της συμπεριφοράς, ότι επέβαλλαν τη θανατική ποινή από την οποία οι ίδιοι δεν κινδύνευαν.
Εχουμε ακόμη τις πνευματικές δυνάμεις για να κάνουμε τη διαδρομή που κάνει ο Ομηρος στην «Ιλιάδα»; Ή μήπως μας γέρασαν οι φόβοι μας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου