Του Νικου Κ. Αλιβιζατου*, Καθημερινή, 20.11.11
Εχει παρατηρηθεί ότι όταν ένα πολιτικό σύστημα καταρρέει, οι κατέχοντες την εξουσία, όποιοι και αν είναι αυτοί, έχουν την τάση να αποκόπτονται από την πραγματικότητα. Ετσι η πτώση τους επιταχύνεται. Συχνά μάλιστα παίρνει και δραματικές διαστάσεις. Το περιστατικό της Μαρίας Αντουανέτας, το 1789, με το ψωμί και το παντεσπάνι, είναι ασφαλώς ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα. Πιο κοντά μας, είναι οι έξαλλες απειλές που εκτόξευε κάθε τόσο ο συνταγματάρχης Καντάφι κατά της Δύσης, λίγο προτού οι αντίπαλοί του τον συλλάβουν και τον κατακρεουργήσουν. Αν αληθεύουν όσα γράφηκαν τις τελευταίες μέρες για τον επικείμενο δανεισμό των δύο μεγάλων κομμάτων από τράπεζα που εμμέσως ελέγχεται από το κράτος (την Τράπεζα Αττικής), πολύ φοβούμαι ότι στον κατάλογο των αποκοπτομένων θα προστεθούν το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία. Διότι τι άλλο από εσωστρέφεια, απομόνωση και αποκοπή μπορεί να σημαίνει η συνέχιση μιας σκανδαλώδους πρακτικής, τη στιγμή που οι ηγέτες των δύο αυτών κομμάτων ζητούν από τον κόσμο να κάνει τη μεγάλη θυσία;
Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους: ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία χρωστούν συνολικά στις τράπεζες (κυρίως στην Αγροτική) το ιλιγγιώδες ποσό των 235 εκατ. ευρώ (115 εκατ. και 120 αντιστοίχως). Ως εγγύηση, έχουν δώσει την επιχορήγηση, που ελπίζουν να πάρουν ώς το 2015. Η τελευταία, το 2010, έτος του πρώτου Μνημονίου και των δραματικών περικοπών μισθών και συντάξεων, ανήλθε συνολικά σε 19,8 και 15 εκατ. ευρώ αντιστοίχως. Εχει υπολογισθεί ότι τα ποσά αυτά επιβαρύνουν κάθε Ελληνα πολίτη πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι αντίστοιχες επιχορηγήσεις τον Γερμανό ή τον Γάλλο. Φέτος η επιχορήγηση καταβάλλεται σε τέσσερις δόσεις, αλλά θα είναι κατά 10% τουλάχιστον αυξημένη. Με άλλα λόγια, ενόσω οι αποδοχές όλων μας περικόπτονται, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία θα πάρουν αύξηση, ως επιβράβευση, ίσως, για τις υπηρεσίες τους προς το έθνος.
Για την πληρότητα της εικόνας, θα πρέπει να αναφερθεί ότι κρατική επιχορήγηση πήραν πέρυσι και τα άλλα κόμματα που εξέλεξαν βουλευτές στη σημερινή Βουλή. Δεν τα εμπόδισε η δριμεία κριτική που αυτά ασκούν στο καταρρέον πολιτικό σύστημα: το 2010, το ΚΚΕ (που χρωστά στις τράπεζες 5 εκατ. ευρώ) πήρε 4,6 εκατ., ο ΛΑΟΣ 3,9 (δεν χρωστά στις τράπεζες) και ο ΣΥΡΙΖΑ 3,5 (χρωστά στις τράπεζες 7 εκατ.). Τέλος, οι Οικολόγοι Πράσινοι πήραν 1,7 εκατ. ευρώ, λόγω της συμμετοχής τους στην Ευρωβουλή. Η ως άνω αύξηση 10%, που θα πάρουν φέτος ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, αναμένεται να δοθεί και σε αυτά τα κόμματα.
Η ισχύουσα νομοθεσία δεν απαγορεύει βέβαια τη δανειοδότηση των κομμάτων από τις τράπεζες. Είναι αμφίβολο, εν τούτοις, αν θα μπορούσαν να την επιτύχουν με αμιγώς τραπεζικά κριτήρια. (Εδώ ένα μαγαζί δεν μπορούν να νοικιάσουν τα κόμματα, χωρίς εγγύηση φερέγγυων φυσικών προσώπων!). Δεν θα πρέπει, συνεπώς, να εκπλήσσει ότι μόνον οι «κρατικές» τράπεζες ενδίδουν στις σχετικές πιέσεις και, με λίγη καλή θέληση, τους κάνουν το χατίρι. (Ισως οι διοικήσεις τους ξεχνούν ότι, αν τα δανεικά αποδειχθούν αγύριστα, θα κληθούν να λογοδοτήσουν).
Τέρμα στον τραπεζικό δανεισμό των κομμάτων επιχειρεί να δώσει το προσχέδιο νόμου για τη χρηματοδότηση της πολιτικής, που κατάρτισε ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή του υπουργείου Εσωτερικών, την περασμένη άνοιξη. (Είχε προηγηθεί ο ν. 3870/2010, που απαγορεύει τον τραπεζικό δανεισμό των υποψηφίων στις αυτοδιοικητικές εκλογές). Το σχετικό άρθρο του προσχεδίου εισάγει απόλυτη απαγόρευση (: «Δεν επιτρέπεται εφ’ εξής η χορήγηση δανείων από τράπεζες σε πολιτικά κόμματα και συνασπισμούς με οποιουσδήποτε όρους»). Εναλλακτικά προτείνει η απαγόρευση να μην ισχύει (α) για όσα κόμματα δεν παίρνουν κρατική επιδότηση και (β) για όλα τα κόμματα και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μόνο για την εξόφληση των χρεών τους.
Δυστυχώς, ο ισχύων ν. 3023/2002 για τη χρηματοδότηση των κομμάτων είναι διάτρητος. Τρεις είναι οι σημαντικότερες «αμαρτίες» του, τις οποίες, παρά τις έντονες επισημάνσεις διεθνών οργανισμών (όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Διεθνής Διαφάνεια), ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία προστατεύουν ως κόρην οφθαλμού:
Πρώτον, η Επιτροπή που ο νόμος αυτός έχει συστήσει για τον έλεγχο των δαπανών κομμάτων και υποψηφίων δεν είναι ανεξάρτητη. Προεδρεύεται από τον αντιπρόεδρο της Βουλής και σε αυτήν μετέχουν κατά πλειοψηφία βουλευτές όλων των κομμάτων, που βέβαια, κατά κανόνα, αλληλοκαλύπτονται. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η συμμετοχή σε αυτήν, τριών ανώτατων δικαστών (σύμφωνα με το αναθεωρημένο άρθρο 29 παρ. 2 του Συντάγματος) λειτουργεί περισσότερο ως άλλοθι, παρά ως εγγύηση διαφάνειας.
Δεύτερον, το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης (τακτικής και εκλογικής) ορίζεται ως ποσοστό των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Τούτο σημαίνει ότι καταβάλλεται βρέξει χιονίσει, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν το κράτος θα πραγματοποιήσει ή όχι τα προϋπολογισθέντα έσοδα. (Εξ ού και η «αυτόματη» αύξηση της φετινής χρηματοδότησης έναντι της περσινής, παρά τη μεγάλη υστέρηση των κρατικών εσόδων).
Τρίτον, ο νόμος 3023/2002 είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του σημερινού κομματικού καρτέλ. Αυτό φαίνεται από το ότι αποκλείει από την εκλογική χρηματοδότηση τα νεοεμφανιζόμενα κόμματα, και από την τακτική όσα δεν συγκέντρωσαν ένα ελάχιστο ποσοστό στις τελευταίες εκλογές ή ευρωεκλογές. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν ευνοούν βέβαια την ανανέωση του πολιτικού συστήματος, για την οποία οι πάντες κόπτονται, τουλάχιστον στα λόγια. Η αντισυνταγματικότητά τους, την οποία είχε το θάρρος να αναδείξει το Συμβούλιο της Επικρατείας στην υπόθεση της «Δράσης», καθίσταται ακόμη πιο κραυγαλέα αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τον κατ’ ουσίαν αποκλεισμό των νεοεμφανιζόμενων κομμάτων και από τα μέσα ενημέρωσης, αφού, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, δεν τους επιτρέπεται να αγοράζουν ραδιοτηλεοπτικό χρόνο ούτε καν στα ιδιωτικά κανάλια.
Στις «αμαρτίες» αυτές της ισχύουσας νομοθεσίας επιχειρεί να θέσει τέρμα το προαναφερθέν προσχέδιο νόμου, αντιπροτείνοντας ρυθμίσεις που εναρμονίζονται προς τα ισχύοντα στις συνταγματικά ωριμότερες δημοκρατίες. Ως διάδοχος του κ. Ραγκούση στο υπουργείο Εσωτερικών, ο κ. Καστανίδης το έθαψε. Ηδη, ο κ. Γιαννίτσης το έχει στα χέρια του και θα μπορούσε θεωρητικά να το προωθήσει. Θέλω να πιστεύω ότι, εκτός από τον νέο πρωθυπουργό, θα τον υποστηρίξει και ικανός αριθμός βουλευτών. Αρκεί αυτοί να ξεπεράσουν τη βέβαιη αντίδραση των κομματικών μηχανισμών. Εχοντας επιβάλει τη λύση Παπαδήμου, την οποία οι ηγεσίες τους δεν επιθυμούσαν, οι βουλευτές αυτοί έδειξαν ότι μπορούν να τα καταφέρουν. Αρκεί να πιστέψουν στις δυνάμεις τους.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΣXETIKA ΘEMATA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου