Του Ανταίου Χρυσοστομίδη, Αυγή, 20.11.11
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Έρικ Χομπσμπάουμ είναι από τους σημαντικότερους διανοητές και ιστορικούς της εποχής μας. Δεν ξέρω τι σκέφτονται οι συνάδελφοί του ιστορικοί, οι φανατικοί όμως σε όλο τον κόσμο αναγνώστες του σίγουρα έχουν να εκθειάσουν την αντιδογματική ματιά του, την πλατιά κουλτούρα του που δεν εξαντλείται στην ιστορική και την πολιτική ανάλυση, καθώς και τη διάθεσή του να γίνεται κατανοητός χωρίς να κάνει εκπτώσεις στη σοβαρότητα της σκέψης του. Γεννημένος το 1917 στην Αλεξάνδρεια, Βρετανός με γερμανική κουλτούρα, ο Χομπσμπάουμ εξακολουθεί και σε αυτή την ηλικία να γράφει και να ολοκληρώνει ένα ήδη πλούσιο έργο αφιερωμένο στα αριστερά κινήματα που διέτρεξαν το σώμα του 20ού αιώνα. Φέτος παρέδωσε στα τυπογραφεία ένα ακόμα βιβλίο, το οποίο μάλιστα έφτασε με θαυμαστή ταχύτητα μεταφρασμένο και στη χώρα μας με τον τίτλο «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο. Μαρξ και μαρξισμός 1840-2011» (μτφρ. Μάνια Μεζίτη, επιμ. Νικηφόρος Σταματάκης, εκδ. Θεμέλιο).
Το περιεχόμενο των βιβλίων του Χομπσμπάουμ είναι εύκολα αναγνωρίσιμο ήδη από τους τίτλους που διαλέγει ο συγγραφέας. Στο νέο αυτό βιβλίο του έχουμε μια συλλογή κειμένων γραμμένων από το 1956 ως το 2009 που όλα μαζί αποτελούν ουσιαστικά μια μελέτη της εξέλιξης της σκέψης του Μαρξ (αλλά και του Ένγκελς και του Γκράμσι) και της επίδρασής της στον 20ό αιώνα. Σε όλα τα κείμενα (ιδιαίτερα όμως στο πρώτο κεφάλαιο, γραμμένο πρόσφατα, με τίτλο «Ο Μαρξ σήμερα») γίνεται φανερή η σκοπιά με την οποία γράφει ο συγγραφέας. Με δεδομένο ότι η μόνη μέχρι σήμερα απόπειρα οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας κατέρρευσε (και μάλιστα όχι με τον καλύτερο τρόπο) και με δεδομένο το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση και ο σχετικός πλουτισμός των αναπτυγμένων χωρών αφενός και η επικράτηση του φονταμενταλισμού της αγοράς αφετέρου έχουν φέρει σε κρίση τις ιδεολογικές και υπαρξιακές βάσεις των κομμάτων που ακόμα αναφέρονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον μαρξισμό.
Ο Χομπσμπάουμ παρατηρεί ότι τα γραφτά του Μαρξ δεν αποτελούσαν ποτέ ένα ολοκληρωμένο corpus αλλά ένα ανολοκλήρωτο έργο που μπορεί, ακόμα και μετά τον θάνατο του δημιουργού τους, να εξελίσσονται. Γι' αυτό, γράφει ο Χομπσμπάουμ, δεν μπορούσε και δεν θα μπορεί ποτέ να μετατραπεί σε δόγμα, σε περαιωμένη θεωρία έτοιμη να χρησιμοποιηθεί ως φετφάς. Άλλωστε, πολλά από όσα έγραψε ο Μαρξ είναι παρωχημένα ή πλέον μη αποδεκτά. Αυτό που έχει σημασία -αυτό δηλαδή που κρατάει ζωντανό τον Μαρξ στις μέρες μας- δεν είναι οι απαντήσεις που έδωσαν οι απόγονοι και οι μαθητές του, αλλά οι ερωτήσεις που έβαζε ο ίδιος. Και τα ερωτήματα αυτά, ιδιαίτερα όσα αφορούν την αλλοτρίωση του ανθρώπου, δεν έχουν ακόμα ξεπεραστεί ακριβώς επειδή δεν έχουν υπάρξει εναλλακτικές λύσεις για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Ο καπιταλισμός νίκησε στα σημεία, έφερε ίσως την αφθονία που ονειρεύονταν παλιά ένα μεγάλο τμήμα μαρξιστών, αλλά δεν έλυσε ούτε τις μεγάλες αντιφάσεις ούτε τις μεγάλες αδικίες που ταλανίζουν ακόμα τις κοινωνίες.
Πολλά και ενδιαφέροντα τα κεφάλαια που συναπαρτίζουν αυτή τη συλλογή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει π.χ. το κεφάλαιο «Στην εποχή του αντιφασισμού, 1929-1945» στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται στη διαμόρφωση των κομμουνιστών διανοουμένων σε σχέση με τους «επίσημους» και «απαγορευμένους» καλλιτέχνες, ή το κεφάλαιο «Πώς ο κόσμος υποδέχθηκε τον Γκράμσι», γραμμένο το 1996, το οποίο μας θυμίζει πώς ο Ιταλός διανοητής υπέφερε από διάφορες μόδες (η μόδα, π.χ., του Αλτουσέρ, στον οποίο έσκυβαν με σεβασμό ακόμα και δικοί μας διανοούμενοι) οι οποίες για χρόνια πολλά εμπόδισαν, έξω από την Ιταλία, τη γνωριμία του με αυτόν.
Οι κόπτες, η αραβική άνοιξη και εμείς
Ένα άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Νέα Εστία» επαναφέρει στην προσοχή μας ένα θέμα που «πέρασε» μεν από τις ελληνικές εφημερίδες και τηλεοράσεις, αλλά σίγουρα δεν «πέρασε» στους προβληματισμούς και τις αναλύσεις που γράφονται (συνήθως πάντα ενθουσιαστικές, με ελάχιστο κριτικό πνεύμα) για την αραβική άνοιξη. Ο Ζουμπουλάκης, πολύ ορθά, παρατηρεί ότι «ενώ οι ισλαμιστές ήταν απόντες από τις εξεγέρσεις και οι εξεγέρσεις αυτές δεν ήταν κάτι δικό τους, μπορεί να αποδειχτεί τελικά πως αποτέλεσαν γι' αυτούς μια χρυσή ευκαιρία». Ο διαρκώς εντεινόμενος διωγμός των Κοπτών στην Αίγυπτο, με τη συμβολή αυτή τη φορά του κράτους (δηλαδή της στρατιωτικής μεταβατικής κυβέρνησης), δείχνει ότι κάτι σαθρό και επικίνδυνο γεννιέται στη «νέα» Αίγυπτο που όλοι ελπίζουμε να υπάρξει.
Φυσικά οι διωγμοί των Κοπτών (όπως και το πείσμα αυτής της ιστορικής, θρησκευτικής μειοψηφίας) δεν είναι κάτι το καινούργιο. Οποιονδήποτε Αιγύπτιο Κόπτη συναντήσεις (τελευταία μου εμπειρία ήταν ένας ευγενικός, πρόθυμος για κουβέντα ταξιτζής, σε ταξίδι μου στο Κάιρο μετά τα γεγονότα της πλατείας Ταχρίρ), το πρώτο πράγμα που θα σου πει είναι για τις διακρίσεις και τον ρατσισμό που υφίστανται - κι έχει αυτό το πάθος τους κάτι από το πάθος των πρώτων χριστιανών που επιμένουν να επιβιώνουν και να υφίστανται τα πάνδεινα με μια σχεδόν μαζοχιστική διάθεση.
Και στους δύο Αιγύπτιους συγγραφείς που τυχαίνει να γνωρίζω, τον Γκαμάλ Αλ Γιτάνι (Μπαρακάτ, ο δίκαιος) και τον Αλάα Αλ-Ασουάνι (Μέγαρο Γιακουμπιάν) έθεσα πριν λίγους μήνες, το ίδιο ερώτημα: τι θα γίνει αν στις προσεχείς εκλογές αποδειχθούν πρώτη δύναμη οι περιβόητοι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι», κόμμα (ή κίνημα, πέστε το) που στο παρελθόν μπλέχτηκε σε τρομοκρατικές ενέργειες (ανακατεμένοι ήταν και στην απόπειρα δολοφονίας του μοναδικού Αιγύπτιου νομπελίστα συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχφούζ) και που τώρα εμφανίζεται πιο μετριοπαθές, πιο δημοκρατικό, πιο εξευγενισμένο; Και οι δύο δεν έδειξαν να ανησυχούν, δεν υπάρχει κίνδυνος επιβολής ισλαμικού φονταμενταλισμού στην Αίγυπτο, επέμεναν, ακόμα κι αν έρθουν πρώτο κόμμα θα υποταχθούν στους κανόνες της Δημοκρατίας, αυτό που τώρα προέχει είναι η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας.
Δημοκρατία, ναι. Αλλά πώς κτίζεται μια δημοκρατία; Σε πόσους απευθύνεται μια δημοκρατία; Και πώς αμύνεται μια δημοκρατία;
Ήδη η λαϊκή τάση στην Αίγυπτο δείχνει ότι οι άνθρωποι θέλουν, για να δέσει το γιοφύρι της δημοκρατίας, να χυθεί το αίμα του πρώην προέδρου-δικτάτορα, πρόεδρο (ας μην το ξεχνάμε, όπως δεν ξεχνάμε και την αστυνομοκρατία που είχε στήσει ο ίδιος γύρω από το καθεστώς του) που, κατά τα άλλα, ανέχονταν για δεκάδες χρόνια. Στην κοντινή Λιβύη επίσης η δημοκρατία απαιτούσε το λιντσάρισμα του πρώην προέδρου-δικτάτορα και τον θάνατό του. Όμως ο Καντάφι πολέμησε, αντιστάθηκε. Ο Μουμπάρακ όχι, ή σχεδόν όχι. Υπάρχει μια διαφορά.
Οι δικτάτορες όμως ενίοτε σκοτώνονται, κι είναι δύσκολο να κρίνει κανείς αν αυτό είναι σωστό ή λάθος. Οι Κόπτες όμως; Πώς είναι δυνατόν να οικοδομείς μια δημοκρατία πάνω στο θρησκευτικό (ή φυλετικό ή ταξικό ή πολιτισμικό) μίσος; Και μάλιστα όχι εναντίον κάποιου ξένου, αλλά εναντίον ενός τμήματος από τα ίδια τα σπλάχνα σου, μιας ομάδας πληθυσμού που υπήρχε στην Αίγυπτο πριν κι από τους ισλαμιστές;
Το πολύ κακό είναι ότι δεν είδα τους δύο φίλους μου συγγραφείς (κι όλους τους άλλους, εννοείται, διανοούμενους και επαναστάτες που βλέπαμε στην πλατεία Ταχρίρ) να βγαίνουν στις τηλεοράσεις και να ζητούν να πάψει το κακό. Είμαι σίγουρος ότι τόσο ο Γιτάνι όσο και ο Ασουάνι (άνθρωποι όχι ιδιαιτέρως θρησκευόμενοι και σίγουρα όχι φανατικοί, άνθρωποι που πιστεύουν στην πολυπολιτισμικότητα της Αιγύπτου...) θα διαφωνούν και θα ανησυχούν με τα όσα συμβαίνουν. Να φοβούνται να μιλήσουν; Να θεωρούν ότι ο διωγμός των Κοπτών είναι μια «παράπλευρη απώλεια» που, στο όνομα της επερχόμενης δημοκρατίας, καλό είναι να μην δώσουμε ιδιαίτερη σημασία; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να μαντέψω. Όπως δεν μπορώ να μαντέψω και γιατί διάφοροι Έλληνες αριστεροί (χρειάζεται να πω ονόματα;) που παρακινούσαν τον ελληνικό λαό να μετατρέψει το Σύνταγμα σε πλατεία Ταχρίρ, δεν έκαναν τον κόπο να δηλώσουν την αντίθεσή τους σε αυτό το πρώτο σοβαρό παραπάτημα της «νέας» Αιγύπτου. Αν πρόκειται, τελικά, για ένα απλό παραπάτημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου