Φωτό: Jacquelyn Martin |
Αυγή, ΕΝΘΕΜΑΤΑ, 6.11.11
Από τις 13 μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 2011 πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη το 22o συνέδριο της Modern Greek Studies Association (MGSA), ένα σημαντικό διεθνές επιστημονικό γεγονός για τις νεοελληνικές σπουδές, στο οποίο μετείχαν δεκάδες ερευνητές από όλο τον κόσμο. Οι μέρες του συνεδρίου συνέπεσαν με τις μέρες του κινήματος Occupy Wall Street, ειδικότερα και τη διαδήλωση του Σαββάτου 15 Οκτωβρίου. Ζητήσαμε έτσι από έξι έλληνες ερευνητές και ερευνήτριες, εκτός ΗΠΑ (Έφη Γαζή, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Λεωνίδας Καρακατσάνης, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ερατώ Μπασέα, Αιμιλία Σαλβάνου), που βρέθηκαν στη Νέα Υόρκη για το συνέδριο, επισκέφθηκαν το Ζουκότι Παρκ και είχαν μια άμεση εμπειρία του κινήματος να μας καταθέσουν την εμπειρία τους, αποτιμώντας τα χαρακτηριστικά και τη σημασία του κινήματος. Τους ευχαριστούμε, όλους και όλες, θερμά για την πρόθυμη ανταπόκριση -- και όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας τα κείμενα, η ιδέα μας φαίνεται ότι απεδείχθη γόνιμη.
«We have a nice time here»
Αρκεί να βρεθεί κανείς στο Ζουκότι Παρκ για να κατανοήσει τον χαρακτήρα της συγκεκριμένης συλλογικής κινητοποίησης; Ενδεχομένως όχι. Από την άλλη πλευρά, στον καιρό της «πολιτικής των δικτύων» και των «μετακινούμενων κινημάτων», ίσως όλοι και όλες κατοικούμε και σε διαφορετικούς τόπους. Στον αποσπασματικό αλλά πυκνό χρόνο των ταξιδιών ξεδιπλώνονται αλλιώτικα οι εικόνες των πραγμάτων.
Ας μου επιτραπούν δυο λόγια για τις εικόνες στο Ζουκότι Παρκ, καθώς και μερικές σκέψεις για το «αύριο» αυτής της συλλογικής δράσης. Οι μεταμφιέσεις και οι καρναβαλικές πορείες στους δρόμους και στη Γουόλ Στριτ αναζωογονούν το παραδοσιακό «φορμάτ» των διαδηλώσεων. Παραπλανώντας συνεχώς το βλέμμα, οι καταληψίες ντύνονται φρικιά και χίπις τη μια μέρα, «καθημερινοί Αμερικανοί» με γραβάτα την άλλη, Guy Fawkes αλλά και ζόμπι την επόμενη μετατρέποντας τη διαδήλωση σε μια συνεχή παράσταση με νέους ρόλους. Σε μια πρώτη ματιά, αυτό μπορεί να φανεί κιτς. Οι αλλαγές των ρόλων όμως και η διαρκής επιτέλεσή τους δεν εισάγουν μόνο ένα νέο τελετουργικό στην πολιτική διαμαρτυρία· μέσα από τις συνεχείς του μεταμορφώσεις, διαχέεται το πλήθος της πλατείας στον χώρο (και στον χρόνο) παράγοντας νέες «δυνητικές» συλλογικότητες.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια «παράσταση διαμαρτυρίας» (performance protest) η οποία εξαντλεί την ενέργειά της στην καρναβαλική ανατροπή; Στον ρευστό χώρο των πολιτικών νοημάτων της κατάληψης, νομίζω ότι ο ενοποιητικός κρίκος είναι το «αντικαπιταλιστικό συναίσθημα». Αντλώντας από την πρόσφατη ιστορία των κινημάτων της αντι- και της ετερο-παγκοσμιοποίησης με την εμβληματική θέση των κινητοποιήσεων στο Σιάτλ το 1999, η κατάληψη κληρονομεί τον ακτιβισμό της δεκαετίας του 1990 και του 2000 επαναπροσδιορίζοντάς τον στο πλαίσιο της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Στις πολλαπλές της αναζητήσεις, οικολογικές, συνδικαλιστικές, δικαιωματικές, η αυξανόμενη καχυποψία για τον παράδεισο των «ελεύθερων αγορών» κυριαρχεί. Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος και η υπονόμευση της μιντιακής κυριαρχίας του «Κόμματος του Τσαγιού» στον χώρο της αμερικανικής πολιτικής είναι το δεύτερο κυρίαρχο χαρακτηριστικό (όσο τουλάχιστον οι καταληψίες και οι διαδηλωτές δεν τα «σπάνε»).
Και μετά; Όταν πέσει το χιόνι; Η αγωνία της συνέχειας και του μέλλοντος κατατρύχει πολλούς. Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ άσκησε κριτική πρόσφατα στη διαπίστωση ενός διαδηλωτή ότι «περνάμε καλά εδώ» υπογραμμίζοντας την ανάγκη των οργανωτικών δομών και των συγκεκριμένων πολιτικών στοχεύσεων. Σωστά. Δύο παρατηρήσεις μόνο: α) ας ξανασκεφτούμε τη σημασία τέτοιων κινητοποιήσεων έξω από τη γραμμική λογική της τελεολογίας. Ίσως δεν είναι στάδια αλλά «παράθυρα ευκαιρίας» στη μακρά και απρόβλεπτη διαδικασία της πολιτικής αλλαγής και β) σε τούτη την πλευρά του ωκεανού, πότε ήταν η τελευταία φορά που «περάσαμε καλά» σε μια συλλογική κινητοποίηση διαποτισμένη από τις αξίες της μη βίας, της αλληλεγγύης, της ισότητας, της ειρηνικής συμβίωσης όπως αυτή στο Ζουκότι Παρκ; Από τον δικό μας κόσμο των νεκρών, των καταστροφών, του γιουχαϊσματος, της μούντζας, της οργής, της απελπισίας των διαδηλώσεων, το να «περνάμε καλά» σε μια πολιτική συλλογικότητα ίσως έχει μια κάποια σημασία…
Έφη Γαζή
Τι άλλο θα μπορούσαμε να απαιτήσουμε από το βασιλιά, όσοι και όσες θέλουμε τη δημοκρατία, πέρα από το ίδιο του το στέμμα; 1
Στο κάτω μέρος της πλατείας Ζουκότι υπάρχει το άγαλμα ενός επιχειρηματία που κάθεται σ’ ένα παγκάκι και δουλεύει με ανοιχτό τον χαρτοφύλακά του. Η ιστορία αυτού του αγάλματος έχει ενδιαφέρον: ήταν αρχικά τοποθετημένο στο World Trade Center και δέχτηκε και αυτό τις συνέπειες της επίθεσης της 9.11. Ξεθάφτηκε από τα συντρίμμια με την πεποίθηση ότι ήταν άνθρωπος και, όταν αργότερα διαπιστώθηκε ότι ήταν άγαλμα, αυθόρμητα μετατράπηκε σε μνημείο που συμβολίζει τη ικανότητα των αμερικάνικου έθνους να επιβιώνει, παρά τις δυσκολίες σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Σήμερα, το άγαλμα αυτό «κοσμεί» μια κορδέλα στο κεφάλι και μπροστά του υπάρχει ένα πλακάτ που γράφει «The game of capitalism breeds dishonest men», και από κάτω ένα σκίτσο που απεικονίζει τον Ομπάμα να ρίχνει ο ίδιος την «σαΐτα» που κατεδάφισε τους Δίδυμους Πύργους. Η βιτρίνα λίγο παραδίπλα με τον Πλούτο των Εθνών του Σμιθ και την βιογραφία του Βάρμπουργκ καλεί για επανεξέταση θεμελιωδών κειμένων του φιλελευθερισμού, ώστε να απαλλαγεί ο «ελεύθερος άνθρωπος» από τα δεσμά του κορπορατισμού.
Η επέμβαση στο μνημείο και η πρόταση για το τι πρέπει να γίνει ακριβώς δίπλα συνοψίζουν με πολύ πετυχημένο τρόπο νομίζω τα βασικά διακυβεύματα του κινήματος σε τοπικό επίπεδο. Η αμφισβήτηση της συμβατότητας της αξίας της εντιμότητας (κεντρικής στο παραδοσιακό αμερικάνικο σύστημα αξιών) με την επικρατούσα μορφή του καπιταλισμού, η αναζήτηση ευθυνών της αμερικάνικης πολιτικής για γεγονότα τραυματικά για το έθνος και η επιστροφή στις πηγές για τον επαναπροσδιορισμό ενός «ανθρώπινου φιλελευθερισμού» αποτελούν κεντρικά σημεία γύρω από τα οποία συναρθρώνεται το κίνημα. Αν για κάτι μιλάει το κίνημα, σε τοπικό τουλάχιστον επίπεδο, είναι για το τι σημαίνει να είσαι Αμερικάνος στις παρούσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες: ποια θα πρέπει να είναι η θέση της «γενιάς της επανάστασης» απέναντι στην πραγματικότητα ενός κοινωνικού και πολιτικού συστήματος που κινείται με βασικό άξονα τους χρηματοπιστωτικούς κολοσσούς.
Ο ριζοσπαστισμός του κινήματος δεν έγκειται στις θέσεις του, αλλά στις πρακτικές του. Η καθημερινότητα στο Ζουκότι είναι μια καθημερινότητα ζυμώσεων και δημοκρατικής συνύπαρξης. Η αυτοοργάνωση, ο σεβασμός των, πολλές φορές, εκ διαμέτρου διαφορετικών απόψεων και προσεγγίσεων απέναντι στις κατευθύνσεις που πρέπει να πάρει το κίνημα, ο συγκερασμός αιτημάτων που για χρόνια ωριμάζουν σε παγκόσμια κλίμακα --αιτήματα για ορθολογική χρήση της ενέργειας, για σεβασμό στην ανθρώπινη οντότητα, για κριτική σκέψη, για αναδιαπραγμάτευση των όρων συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, για τον κοινωνικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης-- δημιουργούν ένα κλίμα καθημερινής γιορτής. Διαφορετικές προσεγγίσεις και διαφορετικές διεκδικήσεις που συμφωνούν μονάχα σε ένα σημείο: την ανάγκη να προχωρήσουμε πέρα από την σημερινή κατάσταση, που θυσιάζει την πλειοψηφία στο κέρδος μιας μικρής οικονομικής ελίτ. Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες, αν η γενιά των είκοσι των σαράντα είναι αυτή που «κρατά» το πάρκο με την καθημερινή της παρουσία, οι άνθρωποι που συμμετείχαν στα κινήματα της δεκαετίας του 1960-70 είναι εκείνοι που τους συνδράμουν υλικά, για να μπορέσει να συνεχιστεί η κατασκήνωση. Στο πάρκο, μνήμες και διαφορετικότητα συναρθρώνονται για να δώσουν μια εικόνα πολυχρωμίας, εκφρασμένη κυρίως συμβολικά -- δεν είναι ακόμη συγκερασμός, αλλά συνύπαρξη. Χαρτάκια, εικαστικές και ακτιβιστικές παρεμβάσεις παραπέμπουν απευθείας στο 1968 (ακόμη και διφορούμενα μερικές φορές, θυμίζοντας την καθ’ ημάς μηδενιστική απαξίωση της μεταπολίτευσης), στο Γκουαντάναμο, στις συμφωνίες για το περιβάλλον, στις αντιπολεμικές εκστρατείες κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, στις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης στην αρχή της βιομηχανικής εποχής, στον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών με τον αντιτρομοκρατικό νόμο μετά το 2001.
Το Occupy δεν έχει ακόμη ξεκάθαρες διεκδικήσεις, εκτός από την ανάγκη για αλλαγή -- καταρχάς για τους πολίτες των ΗΠΑ. Δεν έχει αρχηγούς ούτε αποκρυσταλλωμένη ατζέντα. Θυμίζει από αυτήν την άποψη την πλατεία Ταχρίρ και τους Αγανακτισμένους της Ευρώπης. Αν έχουν κάτι κοινό αυτά τα κινήματα, δεν είναι ο ενιαίος τους λόγος, αλλά ακριβώς η μετουσίωση των διαφορετικών ταυτοτήτων, αφετηριών, ιδεολογιών και μνημών σε από κοινού δράση. Το κίνημα θα τελειώσει, υποκύπτοντας στην κοινή μοίρα όλων των κινημάτων. Είναι άλλωστε ο εξαιρετικός του χαρακτήρας και η απόσταση από την κανονικότητα αυτά που το καθιστούν σημαντικό. Φαίνεται ότι φυσάει αέρας αλλαγής στον πλανήτη. Οι συνειρμοί, αυθαίρετοι και αυθόρμητοι, οδηγούν στην Άνοιξη των Λαών: η βαρύτητά της δεν απορρέει από το αποτέλεσμα στην ιστορική στιγμή, αλλά από την εξέχουσα συμβολική της θέση στην ιστορία των αστικών ελευθεριών.
Αιμιλία Σαλβάνου
Περιγράφοντας την Πλατεία της Ελευθερίας: σκέψεις εκτάκτως ειρημένες
To πάρκο Zουκότι, στην καρδιά του Μανχάταν, είναι αναντίρρητα το συμβολικό κέντρο του κινήματος Occupy Wall Street. Ιδιωτικός χώρος δημόσιας χρήσης τοποθετείται στρατηγικά ανάμεσα στα δυο μεγασύμβολα της δύναμης αλλά και της τρωτότητας του παγκόσμιου καπιταλισμού: το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και το World Trade Centre. Τη συμβολική αυτή παραδοξότητα επισφραγίζει η επιμονή των καταληψιών να αναφέρονται στον χώρο με τη προγενέστερη ονομασία του ως Πάρκο Ελευθερίας (Liberty Park) απορρίπτοντας τη μετονομασία του σε πάρκο Ζουκότι, προς τιμήν του ιδρυτή της ιδιοκτήτριας εταιρείας. Εκτός από τις πολλαπλές --συμβολικές-- στρατηγικές επανιδιοποίησης, ένα άλλο παράδειγμα των οποίων είναι το ίδιο το όνομα της Occupy Wall Street Journal, στο πάρκο συντελούνται κατά βάση πολιτικέςδιεργασίες και ζυμώσεις με το συμβολικό να εγγράφεται στην ίδια τη γραμματική της πολιτικής (και πολιτισμικής) διαμαρτυρίας, μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο διπλής επιτήρησης από τις δυνάμεις της τάξης/καταστολής και της ενημέρωσης/«ενημέρωσης».
Ανάμεσα στον ασφυκτικό κλοιό που δημιουργούν τα αστυνομικά και ενημερωτικά βαν, το πάρκο προσλαμβάνει μια σχεδόν «μαγική», «εξωτική» εξωτερική υπόσταση. Γίνεται αξιοθέατο για τους απανταχού τουρίστες, ιδιότυπο μουσείο αξιοπερίεργων για τους εργαζόμενους στη Γουόλ Στριτ, χώρος παραβατικότητας για τις δημοτικές και τις αστυνομικές αρχές. Πέρα και πάνω απ’ όλα όμως, γίνεται ο κατεξοχήν τόπος μετατροπής του ιδιωτικού σε δημόσιο, το κατεξοχήν κέντρο αναμετάδοσης και διασποράς διαφορετικών λόγων και πολιτικών πρακτικών, είτε μέσω της τελετουργικής επανάληψης της φωνής όσων τοποθετούνται στη συνέλευση, είτε μέσω της διεξαγωγής πολλών παράλληλων επικοινωνιακών «συμβάντων», είτε μέσω της εξακτίνωσης πολλών δράσεων σε όλα τα μήκη και πλάτη της πόλης.
Η ίδια η υπόσταση της Πλατείας της Ελευθερίας δεν εξαρτάται από τη «γοητεία» που φαίνεται να ασκεί σε τμήματα του φιλελεύθερου κατεστημένου των ΗΠΑ. Η εκρηκτική της δυναμική συνυφαίνεται με την ιδιότυπη ικανότητα αναμετάδοσης πολλών διαφορετικών λόγων και πρακτικών διαμαρτυρίας που αν και αντιδρούν σε όσα φέρνει η πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης δεν μπορούν κατ’ ανάγκην να ιεραρχήσουν τα επίδικα ερωτήματα που αυτή τεθεί. Πέρα όμως από τη δυσαρμονία, το Πάρκο της Ελευθερίας δεν παύει να εντάσσεται σε μια απολύτως διεθνική μορφή αντίδρασης σε μια συγκυρία που οι καθημερινές ιστορίες κρίσης και εξαθλίωσης μοιάζουν να γειτνιάζουν περισσότερο από ποτέ σε μεγάλα τμήματα του λεγόμενου δυτικού κόσμου.
Γιώργος Γιαννακόπουλος
Μεγάλες προσδοκίες
Πριν δέκα μέρες βρέθηκα στη Νέα Υόρκη και μου δόθηκε η ευκαιρία να δω επιτέλους από κοντά το διεθνώς πολυσυζητημένο κίνημα Occupy Wall Street. Μετά από όλη τη δημοσιότητα που είχε δοθεί στα ΜΜΕ, την κατάληψη της Γουόλ Στριτ, τις συλλήψεις, την επέκταση σε άλλες πόλεις των ΗΠΑ κλπ., προσγειώθηκα με μεγάλες προσδοκίες για τον Θαυμαστό Νέο Κόσμο και τα κινήματά του, αστειευόμενη μάλιστα ότι θα φέρω πίσω στους ιθαγενείς το know-how της επανάστασης made in America. Δεν ξέρω αν οι προσδοκίες μου διαψεύστηκαν επειδή ήταν υπερβολικές από μόνες τους, επειδή το κίνημα μετά τόσες εβδομάδες άρχισε να δείχνει σημάδια κόπωσης και φθοράς, ή επειδή δεν ήταν εξαρχής αυτό το μεγαλειώδες κίνημα που καρμικά σχεδόν θα ακολουθούσε την Αραβική Άνοιξη και θα προήγγελλε τη δική μας.
Πάντως, διαψεύστηκαν. Η Γουόλ Στριτ ήταν κλειστή και περιφρουρούμενη από Αστυνομία. Από το μοναδικό σημείο διέλευσης περνούσε μόνο ένα άτομο τη φορά (περίπου όπως στα αεροδρόμια) με επίδειξη ταυτότητας στην Αστυνομία. Εξίσου φρουρούμενος ήταν και ο περίφημος Ταύρος της Γουόλ Στριτ. Αυτή η εικόνα ήταν και η μόνη που παρέπεμπε σε ευθεία νίκη του κινήματος. Το ίδιο το κίνημα είχε μεταφερθεί στη Λίμπερτι Σκουέρ, δυο τετράγωνα βόρεια της Γουόλ Στριτ. Μια μικρή πλατεία (μικροσκοπική αν κρίνουμε με δεδομένα Μανχάταν) στέγαζε, με αισιόδοξους υπολογισμούς, περί τους 1.000 ανθρώπους. Αρκετές στημένες σκηνές μαρτυρούσαν ότι πολλοί έμεναν και το βράδυ. Η γενική εικόνα ήταν χρωματιστή: άπειρα αυτοσχέδια πανό, πολλοί έπαιζαν σκάκι (δεν ξέρω γιατί υπήρχαν τόσες στημένες σκακιέρες), άλλοι ασχολούνταν με χειροτεχνίες, κάποιοι έπαιζαν κρουστά (και η αλήθεια είναι ότι έδιναν τον τόνο στην ατμόσφαιρα) ενώ ακριβώς δίπλα τους υπήρχε ομάδα βαθιά προσηλωμένη στη γιόγκα. Και τα πανό την ίδια πολυμορφία παρουσίαζαν. LGTB από τη μια και Αρμένιοι που ζητούσαν την αναγνώριση της γενοκτονίας από τις ΗΠΑ από την άλλη. Και πολλές αμερικάνικες σημαίες, πολλοί τουρίστες, αρκετή Αστυνομία.
Στο κάλεσμα της επόμενης μέρας στην Ουάσιγκτον Σκουέρ, μια πολύ μεγάλη πλατεία που δύσκολα γεμίζει, οι λίγοι συγκεντρωμένοι έδιναν την εικόνα σχολικής εκδρομής. Στέκονταν όλοι όρθιοι και μιλούσε ο καθένας με τον διπλανό του. Είναι γνωστό ότι στις ΗΠΑ απαγορεύεται η χρήση τηλεβόα στις διαδηλώσεις, αλλά όση ώρα έμεινα δεν είδα και οποιαδήποτε απόπειρα συλλογικής επικοινωνίας, δράσης, κίνησης, απεύθυνσης στο κοινό ή έστω διαφώτισης των περαστικών. Έλειπαν και τα πανό. Νομίζω δεν είχε πάνω από δυο-τρία. Αν κάποιος δεν ήξερε από πριν ποιοι ήταν οι συγκεντρωμένοι, δύσκολα θα το μάντευε επί τόπου. Η παρουσία της Αστυνομίας πάντως ήταν κάτι περισσότερο από αισθητή.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν ήταν κακό από μόνο του. Απλώς μου φάνηκε πολύ λίγο, πολύ μουδιασμένο και πολύ ασήμαντο για τα αριθμητικά μέτρα της Νέας Υόρκης. Πολλαπλάσιοι άνθρωποι περνούσαν κάθε λεπτό στους πολύβουους δρόμους πέριξ της πλατείας, από χαρτογιακάδες της Γουόλ Στριτ μέχρι Γιαπωνέζους τουρίστες, ανενόχλητοι, αδιάφοροι, χωρίς να στρέψουν καν το κεφάλι ούτε καν από περιέργεια, όπως φαντάζομαι ότι κάνουν και όταν το στριτ πάρτι που γίνεται κάτω απ' το γραφείο τους δεν τους αφορά.
Ίσως τα επαναστατικά μου κριτήρια έχουν πια ελληνοποιηθεί και αναζητώ σε όλα τα κινήματα τις ίδιες εικόνες για να τα αναγνωρίσω ως τέτοια. Προφανώς η εικόνα που είχα δεν ήταν αντιπροσωπευτική, αλλά μια φευγαλέα αποτύπωση της στιγμής -- όχι της διάρκειας. Για ένα πράγμα πάντως είμαι σίγουρη: από το ελάχιστο που είδα, η μαζικότητα και η δράση, συστατικά στοιχεία οποιουδήποτε κινήματος, ήταν εκκωφαντικά απούσες.
Αμαρυλλίς Λογοθέτη
Κάτι συμβαίνει εδώ
«Κάτι συμβαίνει εδώ / Τι ακριβώς δεν είναι ξεκάθαρο/ Παράνοια χτυπά βαθιά/ Στοιχειώνει τη ζωή σου». Και να που το «For what it’s worth» των Buffalo Springfield, από όπου και οι παραπάνω στίχοι, γίνεται ξανά δημοφιλές στα αμερικανικά ραδιόφωνα! Όχι, δεν ζούμε στην ψυχεδελική δεκαετία του εξήντα αλλά στο 2011, όταν Νεοϋορκέζοι κατασκηνώνουν στο πάρκο Ζουκότι και καλούν τον κόσμο να αναλάβει δράση κατά της ανισότητας του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Ενώ 20% των Νεοϋορκέζων ζει υπό καθεστώς ένδειας και το 1% του πληθυσμού συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος εσόδων της χώρας.
Στις 13 Οκτωβρίου, στην πορεία προς την Ουάσιγκτον Σκουέρ, παρακινούσαμε τον κόσμο να ξεσηκωθεί και χειροκροτούσαμε τους ταξιτζήδες που κόρναραν σε ένδειξη συμπαράστασης. Με την αστυνομία παρούσα («Το πάρκο κλείνει τα μεσάνυχτα!»), ξεσπάσαμε σε καρναβαλικό χορό στο κέντρο της πλατείας. Λίγες ώρες νωρίτερα, στο κτίριο του New York University όπου πραγματοποιείτο το Συνέδριο της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, η ιστορικός Έφη Αβδελά, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, εξηγούσε μια σειρά ατυχών πολιτικών που οδήγησαν τα ελληνικά πανεπιστήμια σε αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα. Δεν σας κρύβω ότι ήθελα να παρέμβω στο τέλος της ομιλίας της και να ζητήσω τη συμβουλή της σε κάποιον, όπως εγώ, που με διδακτορικό κινηματογράφου και λογοτεχνίας από την Οξφόρδη μόλις μπαίνει στην αγορά εργασίας. Από ντροπή δεν το έκανα, όμως συναισθάνομαι την οργή των ανέργων φίλων και συναδέλφων μου, όπως και το πάθος των διαδηλωτών του Occupy Wall Street. Δεν είμαι φυσικά η μόνη, και δεν είναι τυχαίο πως στις αρχές Οκτωβρίου ο Στάθης Γουργουρής, καθηγητής Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, και ο νεαρός ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος συμπαραστάθηκαν στους αμερικανούς διαδηλωτές μιλώντας για την ελληνική κρίση.
Αν βιαστείτε να με κατηγορήσετε για ρετρό αναβίωση του επαναστατικού πνεύματος προηγούμενων δεκαετιών, σπεύδω να σας προλάβω. Δεν πιστεύω πως αρκεί ο επαναπροσδιορισμός της λειτουργίας του δημόσιου χώρου, και συμφωνώ με τον Στάθη Γουργουρή πως η πολιτική της οργής οφείλει να οδηγήσει σε μία πολιτική της «ενδυνάμωσης», όπως υποστήριξε σε συζήτησή του με τους Suresh Naidu, Nadia Urbinati και Saskia Sassen στο Κολούμπια. Πρόσφατα, άρθρο παρομοίασε τα όσα συμβαίνουν με τα σπυριά καλαμποκιού που όταν θερμαίνονται, εκρήγνυνται. Αν λείψει το καλαμπόκι που θα εκραγεί πρώτο στην κατσαρόλα, τα υπόλοιπα και πάλι θα εκραγούν. Παρά την απλοϊκότητά της, η παρομοίωση είναι, θεωρώ, επιτυχής. Ακόμα και αν απουσίαζε το Occupy Wall Street, και πάλι θα παρέμεναν όλα τα παρόμοια με αυτό κινήματα και η κρίση του καπιταλισμού. Στη «θερμότητα» που εκπέμπουν τα κινήματα αυτά, αλλά κυρίως στη λύση των αιτιών τους, ελπίζω για να μπορώ να ονειρεύομαι.
Ερατώ Μπασέα
Κέντρα και επίκεντρα
«Όλος ο κόσμος μας κοιτά» (The whole world is watching us) ήταν ένα από τα πρώτα συνθήματα που τράβηξε την προσοχή μου ανάμεσα στην πληθώρα μηνυμάτων και αυτοσχέδιων πλακάτ που περιφέρονταν στα χέρια χιλιάδων ανθρώπων οι οποίοι συνέρρεαν στην Τάιμς Σκουέρ της Νέας Υόρκης το Σάββατο 15 Οκτωβρίου για να συμμετάσχουν στην παγκόσμια ημέρα δράσης για την υποστήριξη του κινήματος Occupy Wall Street.
Ήταν η μέρα που το κίνημα έφτανε σε μια σημαντική πρώτη κορύφωση. Αν και οι καταλήψεις πλατειών με αιχμή τα αιτήματα για κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη είχαν ήδη εξαπλωθεί σε πολλές άλλες αμερικάνικες πόλεις, εκείνο το Σάββατο ήταν η πρώτη φορά που στη Νέα Υόρκη το κίνημα θα επεκτεινόταν πέρα από το επίκεντρο του, την Λίμπερτι Πλάζα στην περιοχή της Γουόλ Στριτ, για να διεκδικήσει παρουσία σε άλλα συμβολικά «κέντρα» της πόλης.
Ήδη από νωρίς το πρωί, έξω από τo κτίριο του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU) στην Ουάσιγκτον Σκουέρ, όπου φιλοξενούταν το 22o Συμπόσιο Νεοελληνικών Σπουδών της Αμερικής (MGSA), είχε οργανωθεί μια γεμάτη παλμό προσυγκέντρωση και γενική συνέλευση των νεοϋορκέζων φοιτητών, με ομιλίες και καλλιτεχνικές παρεμβάσεις, προετοιμάζοντας την κορύφωση εκείνης της μέρας: την πρωτόγνωρη «κατάληψη» της Τάιμς Σκουέρ από χιλιάδες κόσμο.
Η Τάιμς Σκουέρ είναι η καρδιά της «τουριστικής» Νέας Υόρκης και μια από τις πιο προβεβλημένες «βιτρίνες» της πόλης. Είναι ένας χώρος που επιβάλλεται στο βλέμμα μέσα από τα εκτυφλωτικά και φαντασμαγορικά διαφημιστικά συνθήματα που καλύπτουν τις προσόψεις των ουρανοξυστών που την περιβάλλουν. Το απόλυτο σύμβολο-κέντρο μιας παγκόσμιας κουλτούρας κατανάλωσης δίχως όρια και σύνορα.
Γύρω στις έξι το απόγευμα, το «κέντρο» αυτό είχε πλημμυρίσει από χιλιάδες Νεοϋορκέζους, εκατοντάδες πλακάτ με συνθήματα κατά του καταστροφικού καπιταλισμού και της λογικής του άπληστου κέρδους, από χιλιάδες φωνές που ενώνονταν για να κραυγάσουν «Είμαστε το 99%» ή να αρθρώσουν --με την τεχνική του «ανθρώπινου μικροφώνου» που μετέφερε τον ήχο δεκάδες μέτρα μακριά σε ομόκεντρους κύκλους-- λόγους κατά της οικονομικοκοινωνικής ανισότητας και ιδέες δράσης.
Η παρουσία αυτού του ετερόκλητου αλλά πολυπληθούς και δυναμικού κινήματος στο καταναλωτικό κέντρο της πόλης επιτελούσε μια απρόσμενη ανατροπή νοημάτων και μηνυμάτων: τα ίδια τα διαφημιστικά συνθήματα που λαμπύριζαν στους πλαϊνούς τοίχους των ουρανοξυστών αντηχούσαν ως κριτική του συστήματος που τα παρήγαγε: «Ομάδα της αλλαγής», «Οι μεγάλες στιγμές βρίσκονται μπροστά μας», «Οι ιδέες είναι οι το πιο πρωτοποριακό μέσο δράσης», «Τώρα είναι η δική μας στιγμή».
Από την άλλη, και πιο ουσιαστικά, μέσα από την παρουσία του κινήματος εκεί, στα «κέντρα», στη Γουόλ Στριτ και την Τάιμς Σκουέρ, οι ίδιοι οι χώροι επανανοηματοδοτούνταν: από κέντρα-ναοί του παγκόσμιου κεφαλαίου σε επίκεντρα της κριτικής.
Η Τζούντιθ Μπάτλερ στην ομιλία της προς το κίνημα της κατάληψης της Wall Street τόνισε ότι αν η ελπίδα για κοινωνική ισότητα και οικονομική δικαιοσύνη είναι αιτήματα «ανέφικτα» --όπως δηλαδή σχολιάζουν οι επικριτές του κινήματος-- τότε πρέπει να «διεκδικήσουμε το ανέφικτο». Μήπως όμως και το γεγονός ότι η «Γουόλ Στριτ» ξαφνικά αντηχεί ως χώρος αντίστασης, το ότι η Αμερική της κριτικής βγαίνει στο προσκήνιο και καταλαμβάνει πλατείες και δρόμους, και το ότι οι διαφημίσεις στην Τάιμς Σκουέρ μπερδεύονται με τα πλακάτ ενός παγκόσμιου αντικαπιταλιστικού κινήματος δεν είναι επανανοηματοδοτήσεις και επιτελέσεις που λίγο καιρό πριν έμοιαζαν «ανέφικτες»;
«Όλος ο κόσμος μας κοιτά». Επιστρέφω στις λέξεις που κυκλοφορούσαν ως σύνθημα στα χέρια ενός διαδηλωτή στη Τάιμς Σκουέρ. Σύνθημα ούτε καινούργιο, ούτε πρωτότυπο. Αντηχούσε ήδη στις διαδηλώσεις του 1968 στην Αμερική, για να περάσει από τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις για το Ιράκ το 2003.
Την ώρα όμως που η Ελλάδα έχει μετατραπεί στο «κέντρο» πειραματισμού αντιφατικών και αντανακλαστικών θεραπειών-σοκ που επιβάλλονται από τις νεοφιλελεύθερες ελίτ των διαφόρων παγκόσμιων «κέντρων», το σύνθημα πάνω στο πλακάτ μοιάζει να αντηχεί, να συνηχεί και να διαχέει την ηχώ του από τους δρόμους της Νέας Υόρκης στους δρόμους των ελληνικών και των ευρωπαϊκών πόλεων «Ο κόσμος μας κοιτά». Φαίνεται ότι όλο και πιο πιεστικά οι εξελίξεις απαιτούν από εμάς το να μετατρέψουμε τα «κέντρα» του «προβλήματος» σε επίκεντρα απαντήσεων αντίστασης.
Λεωνίδας Καρακατσάνης (lkarak@gmail.com)
1 Άρθρο των συνεκδοτών της OWS Journal, Jed Brandt και Michael Levitin, φ. 3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου