Του Π. Κ. Ιωακειμίδη, ΝΕΑ, 11.11.11
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, «το σύγχρονο ελληνικό κράτος προκάλεσε απελπισία» στον Χ. Ράιχενμπαχ, τον γερμανό επικεφαλής της «ομάδας κρούσης» (task force) που συνέστησε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (έπειτα από ελληνικό αίτημα) για την υποβοήθηση της διαδικασίας εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης της ελληνικής διοίκησης. Απελπισία για τις αδυναμίες και δυσλειτουργίες της διοίκησης, την ανικανότητα να διαχειρισθεί και να επιλύσει προβλήματα. Εχοντας γνωρίσει την ελληνική διοίκηση «από μέσα» για αρκετά χρόνια, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, αν και οι οργανωτικές αδυναμίες, οι επικαλύψεις, η σύγχυση αρμοδιοτήτων συνιστούν τεράστιο πρόβλημα, η ρίζα του κακού βρίσκεται κάπου αλλού: βρίσκεται ειδικότερα στην κουλτούρα που διατρέχει τη δημόσια διοίκηση. Πολύ απλά, η κουλτούρα της διοίκησης (με τις αυτονόητες πάντοτε εξαιρέσεις) δεν διέπεται καθόλου από «το πνεύμα της επίλυσης των προβλημάτων».
Δεν είναι δηλαδή μια «problem-solving διοίκηση», ένα σύστημα επίλυσης προβλημάτων, αλλά μάλλον μια διοίκηση που βαθύτατα, ενστικτωδώς και πολιτισμικώς είναι προσανατολισμένη στη διαιώνιση των προβλημάτων, στην παράκαμψή τους, στην παραπομπή τους στο μέλλον. Οταν π.χ. σε μια σύσκεψη στον χώρο της διοίκησης παρουσιάζεται μια ιδέα/πρόταση για την επίλυση ενός χρονίζοντος προβλήματος, η άμεση ενστικτώδης διοικητική αντίδραση είναι να παρουσιάσει σειρά επιχειρημάτων γιατί «δεν μπορεί να γίνει τίποτα» και γιατί η ιδέα/πρόταση είναι επικίνδυνη και πρέπει να εγκαταλειφθεί. Συνήθως μάλιστα εγκαταλείπεται. Και το πρόβλημα παραμένει. Τη θλιβερή αυτή κατάσταση έζησα επανειλημμένα στον χώρο της διοίκησης.
Δεν είναι δηλαδή μια «problem-solving διοίκηση», ένα σύστημα επίλυσης προβλημάτων, αλλά μάλλον μια διοίκηση που βαθύτατα, ενστικτωδώς και πολιτισμικώς είναι προσανατολισμένη στη διαιώνιση των προβλημάτων, στην παράκαμψή τους, στην παραπομπή τους στο μέλλον. Οταν π.χ. σε μια σύσκεψη στον χώρο της διοίκησης παρουσιάζεται μια ιδέα/πρόταση για την επίλυση ενός χρονίζοντος προβλήματος, η άμεση ενστικτώδης διοικητική αντίδραση είναι να παρουσιάσει σειρά επιχειρημάτων γιατί «δεν μπορεί να γίνει τίποτα» και γιατί η ιδέα/πρόταση είναι επικίνδυνη και πρέπει να εγκαταλειφθεί. Συνήθως μάλιστα εγκαταλείπεται. Και το πρόβλημα παραμένει. Τη θλιβερή αυτή κατάσταση έζησα επανειλημμένα στον χώρο της διοίκησης.
Γιατί όμως η διοίκηση δεν εμφορείται από το πνεύμα της επίλυσης των προβλημάτων; Διότι έχει στη ρίζα της μια παιδεία που κάθε άλλο παρά καλλιεργεί αυτή τη στάση, αυτόν τον προσανατολισμό. Τι καλλιεργεί; Νομίζω, τρία εξόχως επικίνδυνα αλληλοσυνδεόμενα και αλληλοσυμπληρούμενα σύνδρομα:
1. Το σύνδρομο του ελληνοκεντρικού νεοεθνικισμού. Το σύνδρομο αυτό θέλει την Ελλάδα κέντρο του κόσμου, τη μοναδική χώρα που γνωρίζει τα πάντα και που δεν έχει να διδαχθεί τίποτε από τους άλλους (όπως, π.χ., «καλές πρακτικές»), τη χώρα που φθονούν οι πάντες, συνωμοτούν εναντίον της, επιβουλεύονται την κυριαρχία της, τη ζηλεύουν («αδυνατούν να καταλάβουν ότι ο Ελληνας είναι ακόμη άρχοντας», όπως είπε πρόσφατα γνωστή κυρία, άρχοντας που πάντως περιφέρει τον δίσκο της επαιτείας), θέλουν ίσως να τη διαλύσουν, να την εξοντώσουν, τη χώρα που είναι πάντοτε θύμα ξένων κέντρων και δυνάμεων, των χρηματοπιστωτικών αγορών αυτή τη φορά. Αυτό το σύνδρομο - που συνιστά τον «ελληνικό εξαιρετισμό» (greek exceptionalism) - πολύ λίγο επιτρέπει την ορθολογική προσέγγιση προβλημάτων, την αναζήτηση πρακτικών λύσεων, την προώθηση μετρήσιμων στόχων. Η τρέχουσα συζήτηση περί κυριαρχίας επιβεβαιώνει όλα αυτά τα στερεότυπα.
2. Το σύνδρομο του «ιδεολογικού ανατρεπτισμού» (συγγνώμη για τον νεολογισμό). Είναι η «ιδεολογία του υπόβαθρου» που λέει ότι για να υπάρξει οποιαδήποτε επίλυση προβλήματος, βελτίωση της οποιασδήποτε κατάστασης, ξεπέρασμα κρίσης, πρέπει να υπάρξει συνολική ανατροπή συστήματος και θεσμών. Χωρίς την ανατροπή αυτή τίποτα δεν μπορεί να επιτευχθεί. Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει ισχυρή διαφωνία ότι ο «ιδεολογικός ανατρεπτισμός» σε διάφορες εκδοχές, μορφές, χρώματα (μαύρα, άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε) και αποκλίσεις συνιστά κυρίαρχο ρεύμα στην ελληνική πραγματικότητα. Συνιστά επίσης κυρίαρχο υπόγειο πολιτιστικό ρεύμα στην ελληνική διοίκηση. Το πού οδηγεί μια τέτοια στάση είναι προφανές.
3. Το σύνδρομο του «τυπολατρικού νομικισμού». Ο στενός, τυπολατρικός, βιβλιογραφικός νομικισμός κυριαρχεί τόσο στη διοίκηση όσο και ευρύτερα. Αυτό σημαίνει ότι το δίκαιο (νόμοι κ.λπ.) χρησιμοποιείται με τέτοιο ανελαστικό τρόπο ώστε να μην αλλάζει τίποτα. Δεν χρησιμοποιείται ως κατηγορία που θέτει ορισμένα όρια/περιορισμούς δράσης, κυρίως για την προστασία του πολίτη, αλλά ως εμπόδιο για οποιαδήποτε ανάληψη πρωτοβουλίας, προώθηση δράσης, επίλυση προβλημάτων, και τελικά εξυπηρέτησης του πολίτη. Και είναι γνωστό ότι στη χώρα αυτή η πολυνομία συνιστά επίσης βασική παθογένεια.
Επομένως, εάν κάποιος δεν θέλει να δράσει και να επιλύσει προβλήματα, κάπου μπορεί να βρει και να επικαλεσθεί κάποιο, ξεχασμένο ή μη, νομικό κείμενο. Και αυτό ακριβώς κάνει. Ο όγκος της ελληνικής νομοθεσίας είναι σαν τα κείμενα του Μαρξ και της Αγίας Γραφής: λένε τα πάντα, έστω και αν είναι εξόχως αντιφατικά.
Είναι σαφές συνεπώς από πού πρέπει να αρχίσει η βαθύτερη μεταρρύθμιση της διοίκησης: από την εκπαίδευση και, κυρίως, από το περιεχόμενό της. Αλλά βεβαίως τα σύνδρομα αυτά δεν διατρέχουν μόνο τη διοίκηση. Διατρέχουν το σύνολο της κοινωνίας. Και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε...
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου