Της Ελίζας Παπαδάκη, Αυγή, 20.1.11
Οικονομικοί αναλυτές προειδοποιούν από καιρό, την περασμένη εβδομάδα όμως ο κίνδυνος έγινε άμεσα ορατός σε όλους: Χωρίς αποφασιστική αλλαγή πολιτικής ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση του χρέους στην Ευρωζώνη, η επιβίωση του κοινού νομίσματος, κατ’ επέκταση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φαίνεται πια αμφίβολη. Και το πόσο επείγει μια τέτοια αλλαγή πολιτικής το έδειξαν τα επιτόκια νέου κρατικού δανεισμού, που όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και στην Ισπανία πλέον, ξεπέρασαν το απαγορευτικό 7%. Παράλληλα άλλωστε ανέβαιναν ανησυχητικά και στη Γαλλία και σε άλλες χώρες του λεγόμενου «πυρήνα» του ευρώ, στην Αυστρία, την Ολλανδία και την ενάρετη Φινλανδία.
Την Πέμπτη ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Χοσέ Λουίς Θαπατέρο (απερχόμενος πια, εφόσον σήμερα διεξάγονται εθνικές εκλογές στη χώρα) καλούσε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επιλύσει την κρίση. «Γι’ αυτό μεταβιβάσαμε εξουσίες», έλεγε προσθέτοντας ότι χρειάζεται μια Κεντρική Τράπεζα «που να υπερασπίζεται τις κοινές πολιτικές και τις χώρες της»
. Το «αδιανόητο» ανέφερε εξάλλου την επομένη στο κύριο άρθρο της η "El Pais", έγκυρη εφημερίδα που ουδέποτε ρέπει προς την υπερβολή, την εντυπωσιοθηρία ή την υποταγή σε σκοπιμότητες πολιτικών ή οικονομικών συμφερόντων: «Αν δεν ψυχρανθεί με μόνιμο τρόπο η θερμοκρασία της κερδοσκοπίας ενάντια στα περιφερειακά χρέη, η Ισπανία και η Ιταλία θα εξαναγκαστούν να καταφύγουν σε στάση πληρωμών απέναντι στους πιστωτές τους», έγραφε. Αφού ανέπτυσσε τις προφανείς ολέθριες συνέπειες για όλη την Ευρωζώνη από ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σημείωνε: «Η απειλή είναι σοβαρή. Τόσο ώστε να έχει παρέλθει ο χρόνος που θα μπορούσε να αποτραπεί με την αποδοχή των ευρωομολόγων και τη δημιουργία ενός θησαυροφυλακίου για την Ευρωζώνη». Για να καταλήξει: «Πρέπει να επιμείνουμε ότι τούτες τις στιγμές μονάχα η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αγοράζοντας ιταλικό και ισπανικό χρέος - και επιπλέον γνωστοποιώντας το - θα συγκρατήσει το ευρώ από την πραγματική του διάλυση».Πράγματι, η ΕΚΤ έχει θεωρητικά απεριόριστη «δύναμη πυρός». Θα μπορούσε να αγοράζει όσα ομόλογα απαιτούνται για να σταθεροποιηθεί η αγορά των ομολόγων, για να αποθαρρυνθεί κάθε κερδοσκοπική διάθεση. Από καιρό το υποδεικνύουν καθιερωμένοι Ευρωπαίοι οικονομολόγοι, όπως ο Πολ ντε Γκράουβε, ο Σαρλ Βυπλόζ και άλλοι. Με παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών έχουν διατηρηθεί άλλωστε σταθερά χαμηλά τα επιτόκια στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, όπου η δημοσιονομική κατάσταση, χρέη και ελλείμματα, είναι χειρότερη και οι προοπτικές της μεγέθυνσης επίσης. Στην Ευρωζώνη όμως οι πολιτικές αντιστάσεις κατά ενός ρόλου της ΕΚΤ ως «δανειστή ύστατης καταφυγής» με οποιονδήποτε τρόπο παραμένουν ισχυρές, εκ μέρους της Γερμανίας κατά πρώτο λόγο. Αφότου ξεκίνησαν το 2010 οι αγορές κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, η Bundesbank, η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, ήταν αντίθετη, και συνεχώς πιέζει, μαζί με τη γερμανική κυβέρνηση και σημαντικό μέρος της γερμανικής κοινής γνώμης, για να σταματήσουν. Ήδη φτάνουν τα 180 δισ. ευρώ στον ισολογισμό της, ανέφερε επικριτικά η "Frankfurter Allgemeine Zeitung" και αποκάλυπτε «κανόνα» τον οποίο φέρεται να έχει υιοθετήσει η ΕΚΤ, οι σχετικές εβδομαδιαίες αγορές της να μην υπερβαίνουν τα 20 δισ. ευρώ.
Αλλά έτσι ούτε η ίδια η ΕΚΤ έχει αποδεχθεί έως τώρα τον ρόλο του δανειστή ύστατης καταφυγής, που δεν προβλέπεται από την ιδρυτική συνθήκη και το καταστατικό της. Η απουσία τέτοιας πρόβλεψης είναι άλλωστε ένα από τα στοιχεία αναπηρίας της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης που αναδεικνύει η παρούσα κρίση χρέους και τραπεζών, η οποία μετατρέπεται σε κρίση και της πραγματικής οικονομίας, καθώς περιορίζονται ασφυκτικά οι δυνατότητες χρηματοδότησης της παραγωγής και των επενδύσεων. Το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων αιτιολογούσε - κάπως πολύπλοκα - ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ με την ανάγκη να αποκατασταθεί ο μηχανισμός μεταβίβασης της νομισματικής πολιτικής που εμποδιζόταν από τη διαταραχή στις αγορές, και τη θέση αυτή επανέλαβε στερεότυπα πριν από δύο εβδομάδες ο διάδοχός του Μάριο Ντράγκι στην πρώτη του συνέντευξη Τύπου ως πρόεδρος της ΕΚΤ.
Ωστόσο ο Ντράγκι, ενώ απέφυγε να θίξει το ζήτημα σε δημόσια ομιλία του σε τραπεζικό συνέδριο στη Φρανκφούρτη προχθές, εν μέσω όξυνσης της κρίσης επέκρινε αυστηρά τις πολιτικές ηγεσίες της Ευρωζώνης διότι δεν υλοποιούν τις αποφάσεις τους για την αντιμετώπισή της: «Πάνω από ενάμισης χρόνος έχει περάσει από τη Σύνοδο Κορυφής που θέσπισε το EFSF, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ως μέρος ενός πακέτου χρηματοοικονομικής στήριξης 750 δισ. ευρώ, τέσσερες μήνες από τη Σύνοδο Κορυφής που αποφάσισε να καταστήσει διαθέσιμο όλο τον όγκο των εγγυήσεων, και τέσσερες εβδομάδες από τη Σύνοδο Κορυφής που συμφώνησε στη μόχλευση των πόρων μέχρι τέσσερες ή πέντε φορές απάνω και που διακήρυξε ότι το EFSF θα λειτουργούσε πλήρως και όλα τα εργαλεία του θα χρησιμοποιούνταν αποτελεσματικά για να διασφαλίσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη», είπε, για να ρωτήσει: «Πού είναι η εφαρμογή αυτών των συνεχών αποφάσεων;»
Καλύτερα από τον καθένα γνωρίζει βέβαια ο Ντράγκι πόσο ανεδαφική καταδείχθηκε η απόφαση για τη «μόχλευση». Και όχι εξαιτίας της «μεταβλητότητας» των αγορών, την οποία επικαλείται ο επικεφαλής του EFSF Κλάους Ρέγκλινγκ, αλλά αντίστροφα, επειδή η άρνηση των ηγετών της Ευρωζώνης να κεφαλαιοποιήσουν με πραγματικούς πόρους το Ταμείο ενέτεινε τον πανικό, υποστήριζε την περασμένη Δευτέρα ήδη ο αρθρογράφος των "Financial Times" Βόφγκανγκ Μύνχαου. Ως μοναδική λύση για να σωθεί πλέον η Ευρωζώνη ο Μύνχαου πρόβαλε ξανά τα ευρωομόλογα. Και καθώς αυτά δεν μπορούν να γίνουν από τη μια μέρα στην άλλη, εξηγούσε, θα αρκούσε μια θετική δήλωση εκ μέρους των ηγετών της Ευρωζώνης με την ταυτόχρονη χορήγηση τραπεζικής άδειας στον EFSF: Ως τράπεζα, ο EFSF θα μπορούσε να δανείζεται απεριόριστα από την ΕΚΤ για να αγοράζει ομόλογα κρατών μελών της Ευρωζώνης με στόχο να διατηρήσει τα spreads κάτω από ένα όριο, ας πούμε 2%. Και θα μετέτρεπε τις υποχρεώσεις του σε ευρωομόλογα όταν με το καλό αυτά θα θεσπίζονταν.
Το πλεονέκτημα της ιδέας του Μύνχαου είναι ότι δεν αντιβαίνει στο γράμμα θεσπισμένων διατάξεων, δεν προϋποθέτει δύσκολες θεσμικές αλλαγές, οπότε θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή άμεσα, εφόσον θα υπήρχε η πολιτική βούληση. Αλλά πολύ ισχνές είναι οι ενδείξεις για μιαν αλλαγή στάσης στο Βερολίνο, όπου κυριαρχεί πάντα η εμμονή στη λιτότητα και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε εθνικά πλαίσια, και η απέχθεια για την προσφυγή στο «πιεστήριο της ΕΚΤ», επειδή θεωρείται ότι θα αποσταθεροποιούσε το ευρώ και θα αποθάρρυνε τις επιβαλλόμενες μεταρρυθμίσεις. Με αυτό το πνεύμα αρθρογραφούσε την Παρασκευή στους "Financial Times" ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γκουίντο Βεστερβέλε, την ίδια μέρα που ο Βρετανός πρωθυπουργός επισκεπτόταν την καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ για να της ζητήσει, μεταξύ άλλων, ισχυρότερη παρέμβαση της ΕΚΤ, καθώς η κρίση χρέους της Ευρωζώνης επηρεάζει ευρύτερα και τη χώρα του. Στο μεταξύ πάντως η ενότητα του γαλλο-γερμανικού άξονα φαίνεται να διαρρηγνύεται, με τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών Φρανσουά Μπαρουέν να καλεί και αυτός σε μεγαλύτερη παρέμβαση της ΕΚΤ και να επαναφέρει την πρόταση να χορηγηθεί τραπεζική άδεια στον EFSF που είχε απορρίψει η κυβέρνηση Μέρκελ.
Πόσο ξεχωριστή περίπτωση είναι η Ελλάδα;
Έξω από όλη αυτή τη διαμάχη διατηρείται η Ελλάδα. Η χώρα μας, με τις τεράστιες δυσκολίες που αντιπαλεύει, την πολύ βαθύτερη ύφεση και την καλπάζουσα ανεργία, το πολύ υψηλότερο χρέος και το μεγάλο έλλειμμα, τα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, αντιμετωπίζεται επίσημα ως εντελώς ειδική, ξεχωριστή περίπτωση. Έτσι καταγράφηκε και στις αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου, έτσι είχε καταγραφεί και σε εκείνες τις 21ης Ιουλίου νωρίτερα. Πόσο μπορεί να ισχύει όμως αυτός ο διαχωρισμός, όταν το ενδεχόμενο μιας στάσης πληρωμών αρχίζει να συζητείται πια στην Ισπανία, το χρέος της οποίας ως προς το ΑΕΠ είναι το μισό του δικού μας; (Στο 80% του ΑΕΠ υπολογίζεται ότι θα φτάσει εκεί φέτος.) Και όταν, κατά τραγική ειρωνεία, το περιβόητο PSI που μας παρουσιάστηκε ως σπουδαία ελάφρυνση του χρέους, η «εθελοντική» περικοπή αποκλειστικά και μόνο για εμάς της αξίας των κρατικών ομολόγων εκ μέρους των ιδιωτών κατόχων τους (όπου τόσο άσχημα ξεκίνησαν οι συζητήσεις με τις τράπεζες, οι οποίες προφανώς καμία διάθεση δεν έχουν να δεχθούν απώλειες), θεωρείται πλέον ευρύτατα βασική αιτία για την έξαρση της κρίσης, αφού δεν μπορούσε να γίνει πιστευτό ότι θα περιοριζόταν στην περίπτωσή μας;
Από εξαιρετικά δυσμενή διαπραγματευτική θέση, ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος έχει να συζητήσει αύριο στις Βρυξέλλες, μεθαύριο στο Λουξεμβούργο, με βαν Ρόμπαϊ, Μπαρόζο και Γιουνκέρ, την εφαρμογή του δικού μας κομματιού των αποφάσεων της 27ης Οκτωβρίου, έχοντας ως άμεσο, ζωτικής σημασίας στόχο να εκταμιευτεί επιτέλους η 6η δόση. Αλλά ενόσω θα μαίνεται η κρίση στην Ευρωζώνη θα ακολουθήσουν και άλλες συναντήσεις, με το αντικείμενο αναμφίβολα να διευρύνεται. Όπου θα έχει πολλά να κάνει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου