Εδώ και
πολλά χρόνια, η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου συνοδεύεται από
τις προβλέψιμες επικολυρικές εξάρσεις, που επιβάλλει η εύκολη πολιτική
ρητορεία και η γνώριμη κομματική ιδιοτέλεια. Στα χρόνια της κρίσης,
δίπλα σε αυτό το φαινόμενο προστέθηκε και η ανιστόρητη αντιμνημονιακή
συνθηματολογία: «Ένα, δύο, τρία, πολλά Πολυτεχνεία. Η χούντα δεν
τελείωσε το ‘73» φώναζαν προχτές οι φοιτητές που διαδήλωναν στο
Σύνταγμα, χωρίς να μπορούν προφανώς να ξεχωρίσουν τις διαφορές ανάμεσα
στην κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος από τους συνταγματάρχες και
στη σημερινή κρίση μιας χρεοκοπημένης χώρας, που βρίσκεται στο καθεστώς
μιας επίπονης επιτήρησης. Οι εν λόγω φοιτητές αγνοούσαν πάντως το
σημαντικότεροα: πως πράγματι «η Χούντα δεν τελείωσε το ’73», γιατί, όπως
όλοι ξέρουμε, τελείωσε το ’74, με το βαρύ κόστος, μάλιστα, της
κυπριακής τραγωδίας. Ο γενικευμένος και λαϊκιστικός φιλονεϊσμός
της μεταπολίτευσης είχε μια σημαντική «παράπλευρη απώλεια»: έδωσε ασυλία
στην ημιμάθεια και στην έλλειψη ιστορικής αίσθησης των νέων, την ίδια
ώρα που εξιδανίκευε την κουλτούρα της νεολαιίστικης αμφισβήτησης. Δεν
είναι τυχαίο ότι ακόμη γράφονται –και μάλιστα σε αριστερή εφημερίδα–
εγκώμια για το πώς «τα παιδιά μας πρέπει να φαντασιωθούν το δικό τους
Πολυτεχνείο», απλώς για να «βρίσουν τους πατεράδες τους», έτσι ώστε να
οδηγηθούν σταδιακά σε μια νέα ριζοσπαστική συνείδηση. Κάποτε θα άξιζε να
μελετηθεί πώς η μεταπολιτευτική ιδεολογική χρήση του Πολυτεχνείου
εξελίχθηκε σε κεντρικό ρητορικό τόπο μιας μόνιμης πολιτικής κολακείας
και μιας ευκαιριακής κοινωνικής επιτρεπτικότητας, που δικαιολογούσε όχι
μόνο τη νεανική απαιδευσία αλλά και τη νεανική βία, ταυτόχρονα. Ο
πρόσφατος Δεκέμβρης του 2008 δεν μπορεί να ερμηνευθεί χωρίς αυτό το
πολιτισμικό και νοοτροπιακό υπόστρωμα.
«Να ακούσουμε τα παιδιά μας». Αυτό διατυμπανίζουν σε όλους τους τόνους, όσοι, κρυμμένοι πίσω από την ψευδεπίγραφη αυτοκριτική της γενιάς του Πολυτεχνείου, υμνούν τον δήθεν χειραφετητικό αυθορμητισμό των νέων. Σύμφωνοι. Να ακούσουμε τα παιδιά μας. Αυτό επιβάλλει άλλωστε ο ρόλος του γονιού, του δασκάλου, του συνομιλητή αλλά και του ενεργού πολίτη που δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από τα να μοιράζεται τη γοητεία αλλά συχνά και την πρόκληση του δυναμικού διαλόγου σε μια δημοκρατική δημόσια σφαίρα. Αλλά το «να ακούσουμε τα παιδιά μας» δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να εξηγήσουμε στα παιδιά μας πως η αγανάκτηση δεν οδηγεί υποχρεωτικά στη βία, πως η ιστορία είναι κάτι παραπάνω από τα τσιτάτα στις πορείες και, κυρίως, πως η δημοκρατία έχει κανόνες και ευθύνες.
Η πλούσια εμπειρία της ανανεωτικής αριστεράς –ό,τι πιο ευγενές, κατά τη γνώμη μου, γέννησε η «μακρά δεκαετία του ‘60» και η μεταπολίτευση– υπήρξε πάντοτε μια ασφαλής πολιτισμική κιβωτός σε αυτή τη διαδικασία αναγνώρισης της φωνής των νέων, και συχνά αποτέλεσε το ισχυρό αντίβαρο σε μια άλλη αριστερά, που ακόμη δεν φαίνεται να έχει απομακρυνθεί οριστικά από τον πειρασμό της βίας και της ανομίας, στο όνομα πάντα των δικαιωμάτων των νέων για μια καλύτερη ζωή. Ας δούμε όμως ποια είναι η κατάσταση σήμερα. Σχολεία και πανεπιστήμια βρίσκονται σε κατάληψη, μερικοί ευέξαπτοι πιτσιρικάδες παίζουν με τα σπίρτα ρίχνοντας προσανάμματα στους λογής -λογής «πυρήνες της φωτιάς», και κάποιοι ονειρεύονται ένα «ημερολόγιο ανατροπής» της κυβέρνησης από τις 17 Νοεμβρίου ως τις 6 Δεκεμβρίου. Από την άλλη μεριά, η κρίση και οι χειρισμοί της κυβέρνησης οδηγούν σε μια νέα «χαμένη γενιά»: υψηλή ανεργία, μετανάστευση, έλλειψη προσδοκίας, κοινωνικό μίσος. Το μείγμα είναι εκρηκτικό∙ ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πως η μεταμνημονιακή Ελλάδα προϋποθέτει μια νέα επανεκκίνηση που πρέπει να στηριχτεί στις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας.
Αντί για στεφάνια και καταλήψεις, αντί για συγνώμες και δακρύβρεχτα άρθρα, το παλιό σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» θα μπορούσε σήμερα να πάρει μια νέα διάσταση. Γνωρίζοντας ότι η παιδεία είναι η πιο σημαντική επένδυση στη μακρά διάρκεια για την ανάπτυξη μιας χώρας, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε επιτέλους για το πώς η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορεί να αποτελέσει στρατηγικό μοχλό για ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης. Αυτός είναι ένας διάλογος που πρέπει να ξεκινήσει άμεσα μακριά από τις ιδεοληψίες και τις εμμονές του μνημονιακού και αντιμνημονιακού στρατοπέδου. Όχι μόνο για να χαράξουμε την πολιτική της επόμενης μέρας αλλά κυρίως για να μη ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε. Ότι, δηλαδή, η ιστορική ραδιοφωνική εκπομπή του Πολυτεχνείου τέλειωσε με τον εθνικό ύμνο.
«Να ακούσουμε τα παιδιά μας». Αυτό διατυμπανίζουν σε όλους τους τόνους, όσοι, κρυμμένοι πίσω από την ψευδεπίγραφη αυτοκριτική της γενιάς του Πολυτεχνείου, υμνούν τον δήθεν χειραφετητικό αυθορμητισμό των νέων. Σύμφωνοι. Να ακούσουμε τα παιδιά μας. Αυτό επιβάλλει άλλωστε ο ρόλος του γονιού, του δασκάλου, του συνομιλητή αλλά και του ενεργού πολίτη που δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από τα να μοιράζεται τη γοητεία αλλά συχνά και την πρόκληση του δυναμικού διαλόγου σε μια δημοκρατική δημόσια σφαίρα. Αλλά το «να ακούσουμε τα παιδιά μας» δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να εξηγήσουμε στα παιδιά μας πως η αγανάκτηση δεν οδηγεί υποχρεωτικά στη βία, πως η ιστορία είναι κάτι παραπάνω από τα τσιτάτα στις πορείες και, κυρίως, πως η δημοκρατία έχει κανόνες και ευθύνες.
Η πλούσια εμπειρία της ανανεωτικής αριστεράς –ό,τι πιο ευγενές, κατά τη γνώμη μου, γέννησε η «μακρά δεκαετία του ‘60» και η μεταπολίτευση– υπήρξε πάντοτε μια ασφαλής πολιτισμική κιβωτός σε αυτή τη διαδικασία αναγνώρισης της φωνής των νέων, και συχνά αποτέλεσε το ισχυρό αντίβαρο σε μια άλλη αριστερά, που ακόμη δεν φαίνεται να έχει απομακρυνθεί οριστικά από τον πειρασμό της βίας και της ανομίας, στο όνομα πάντα των δικαιωμάτων των νέων για μια καλύτερη ζωή. Ας δούμε όμως ποια είναι η κατάσταση σήμερα. Σχολεία και πανεπιστήμια βρίσκονται σε κατάληψη, μερικοί ευέξαπτοι πιτσιρικάδες παίζουν με τα σπίρτα ρίχνοντας προσανάμματα στους λογής -λογής «πυρήνες της φωτιάς», και κάποιοι ονειρεύονται ένα «ημερολόγιο ανατροπής» της κυβέρνησης από τις 17 Νοεμβρίου ως τις 6 Δεκεμβρίου. Από την άλλη μεριά, η κρίση και οι χειρισμοί της κυβέρνησης οδηγούν σε μια νέα «χαμένη γενιά»: υψηλή ανεργία, μετανάστευση, έλλειψη προσδοκίας, κοινωνικό μίσος. Το μείγμα είναι εκρηκτικό∙ ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πως η μεταμνημονιακή Ελλάδα προϋποθέτει μια νέα επανεκκίνηση που πρέπει να στηριχτεί στις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας.
Αντί για στεφάνια και καταλήψεις, αντί για συγνώμες και δακρύβρεχτα άρθρα, το παλιό σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» θα μπορούσε σήμερα να πάρει μια νέα διάσταση. Γνωρίζοντας ότι η παιδεία είναι η πιο σημαντική επένδυση στη μακρά διάρκεια για την ανάπτυξη μιας χώρας, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε επιτέλους για το πώς η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορεί να αποτελέσει στρατηγικό μοχλό για ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης. Αυτός είναι ένας διάλογος που πρέπει να ξεκινήσει άμεσα μακριά από τις ιδεοληψίες και τις εμμονές του μνημονιακού και αντιμνημονιακού στρατοπέδου. Όχι μόνο για να χαράξουμε την πολιτική της επόμενης μέρας αλλά κυρίως για να μη ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε. Ότι, δηλαδή, η ιστορική ραδιοφωνική εκπομπή του Πολυτεχνείου τέλειωσε με τον εθνικό ύμνο.
Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Είναι μέλος της Κ.Ε. της ΔΗΜΑΡ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου