Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, www.metarithmisi.gr
Το κείμενο που ακολουθεί περιέχει αποσπάσματα από τον πρόλογο του βιβλίου μου «Εξτρεμισμός και πολιτική βία στην Ελλάδα – το Big Bang της », που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Επίκεντρο.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που πολύ θα ήθελα να μην είχα γράψει. Πρόκειται για ένα θέμα που πολύ θα ήθελα να μην υπήρχε στην Ελλάδα και να μην είχα ασχοληθεί μαζί του. Δυστυχώς όμως, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, άλλη είναι η επιθυμία μας και άλλη η πραγματικότητα. Άρχισα να ασχολούμαι συστηματικά με το θέμα του εξτρεμισμού[1] και της πολιτικής βίας από τα πρώτα στάδια της ελληνικής κρίσης, πριν από 4 περίπου χρόνια. Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ παρατηρώντας στην ανθρώπινη μικροκλίμακα το πώς μεταλλάσσονταν ορισμένοι φίλοι και γνωστοί. Φαινόμενα που μου φαίνονταν πολύ σημαντικά, όπως η βία στα πανεπιστήμια ή οι επιθέσεις και οι προπηλακισμοί εναντίον πολιτικών και διανοουμένων, σ’ αυτούς ήταν από αδιάφορα έως ευπρόσδεκτα. Υποστήριζα, και συνεχίζω να πιστεύω, ότι η επιδοκιμασία της πολιτικής βίας είναι συνώνυμη με την άρνηση της ίδιας της υπόστασης της δημοκρατίας. Όταν έλεγα σε συζητήσεις ότι φοβάμαι πως επωάζεται το αυγό του φιδιού, ελάχιστοι συμμερίζονταν τις ανησυχίες μου. Πολύ περισσότερο που δεν εθελοτυφλούσα εντοπίζοντας τα φαινόμενα πολιτικής βίας μόνο στο ένα άκρο, το «κακό». Ώσπου ήλθε το καλοκαίρι του 2011 και το κίνημα των αγανακτισμένων. Εκεί, συγκροτήθηκε σε σώμα το φαινόμενο του φαιοκόκκινου πολιτικού εξτρεμισμού[2]. Η πάνω και η κάτω πλατεία, η αριστερή και η δεξιά κατά τη συμβατική τυπολογία, συνυπήρξαν και μοιράστηκαν μεγάλο αριθμό κοινών συνθημάτων με πλέον εμβληματικό το «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή».
Παράλληλα συνέβαιναν, σχεδόν καθημερινά, φαινόμενα που σε άλλες χώρες θα είχαν προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και παρέμβαση των αρμόδιων αρχών. Οι συνεχείς προπηλακισμοί πολιτικών και διανοουμένων θεωρούνταν ένα είδος «κανονικότητας». Στην Ελλάδα της κρίσης το να γρονθοκοπείται ένας καθηγητής πανεπιστημίου για τις απόψεις του, όπως συνέβη με το Νίκο Μαραντζίδη, επιδοκιμάζεται από πολλούς[3]. Το να προπηλακίζεται ένας καθηγητής πανεπιστημίου από τους φοιτητές του, επειδή θέλησε να αξιολογηθεί το τμήμα στο οποίο διδάσκει, θεωρείται σχεδόν φυσιολογικό. Αξίζει να δούμε πώς περιγράφει αυτή την εμπειρία ο καθηγητής Βασίλης Κ. Γούναρης: «Γύρω μου σχηματίσθηκε ένα ημικύκλιο με άγριες διαθέσεις […] Ακολούθησαν 15 λεπτά φραστικών προσβολών, προκλήσεων, προπηλακισμών, εξευτελισμού μου σε κάθε επίπεδο από ωρυόμενα άτομα, τα οποία χτυπούσαν μπουνιές στην πόρτα δίπλα στο πρόσωπό μου, απειλώντας με να μεριάσω. Απλώς έκλεισα τα μάτια και περίμενα […] Δεν ξέρω πλέον τι μπορώ να περιμένω από έναν χώρο εργασίας, όπου η βία ασκείται τόσο συστηματικά, τόσο ωμά και τόσο απροκάλυπτα»[4]. Το τι θα μπορούσε να συμβεί, σε μια παρόμοια περίπτωση, περιγράφει ο κοσμήτορας Θετικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο Αθηνών, Κωνσταντίνος Βαρώτσος, σε επιστολή του προς τον πρύτανη του πανεπιστημίου Θεοδόσιο Πελεγρίνη: «Στον χώρο της Γραμματείας ο πρόεδρος του Τμήματος Γ. Τόμπρας δέχτηκε επίσκεψη ομάδας φοιτητών, μέλη κατά δήλωσή τους του Δ.Σ. των φοιτητών, με απαίτηση να συναινέσει στο κλείσιμο του Τμήματος, αύριο Πέμπτη. Στην άρνησή του, δέχτηκε αρχικά φραστική επίθεση, όπως και η παρευρισκόμενη επίκουρη καθηγήτρια Ν. Σαουλίδου, και στη συνέχεια και σωματική, με αλλεπάλληλες σπρωξιές, χτυπήματα και απειλές για την προσωπική του και οικογενειακή του ασφάλεια και συγκεκριμένα: “Θα βρω πού μένεις ρε και θα σε κάψω”, “θα κάνουμε κατάληψη, θα σε κλείσουμε σε υπόγειο και θα σε βασανίσουμε ρε...” για τα οποία προτίθεται να κάνει μήνυση κατά αγνώστων»[5].
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί καμία εντύπωση ότι σε πανεπιστημιακό τμήμα αφαιρέθηκε από το πρόγραμμα σπουδών το μάθημα για την πολιτική βία λόγω διαφωνίας του φοιτητικού συλλόγου[6].
Η αντιδημοκρατία
Ένα νέο υβρίδιο ιδεολογικών πεποιθήσεων είχε δημιουργηθεί. Η αντιδημοκρατία. Αριστεροί και δεξιοί συμφωνούσαν ότι για όλα τα δεινά του τόπου φταίει το δημοκρατικό πολίτευμα. Διαφωνούσαν βέβαια στο τι θα την αντικαταστήσει, αφού οι μεν υποστήριζαν κάτι αμεσοδημοκρατικές ουτοπίες και οι δε το πολίτευμα της φυλετικής καθαρότητας. Θερμοκοιτίδες βίας και ανομίας εμφανίστηκαν και εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, «στην Ελλάδα των Μνημονίων, πέρα από τις τρομοκρατικές οργανώσεις –θλιβερές απομιμήσεις της 17Ν–, υποστηρικτές της βίας βρίσκει κανείς και στο ένα και στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν δίχως άλλο οι μελανοχίτωνες της Χρυσής Αυγής. Ανήκουν όμως ακόμα και πολλοί “αντιεξουσιαστές”, καθώς και ορισμένες συνιστώσες (μειοψηφικές θέλω να πιστεύω) του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που τα μέλη τους δεν φαίνονται έτοιμα να ξεχάσουν κάποιες παλαιότερες συνήθειές τους»[7].
Σε αυτό το υπόβαθρο, σε αυτό το εύφορο έδαφος, σε αυτό το θερμοκήπιο, ήλθε και ρίζωσε το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής. Ένα ακραίο, φιλοφασιστικό, εξτρεμιστικό κόμμα, που από περιθωριακό γκρουπούσκουλο είδε την επιρροή του να εκτινάσσεται με την ψήφο πάνω από 440.000 υποστηρικτών στις εκλογές του 2012, ενώ στις ευρωεκλογές του 2014 ήταν τρίτο κόμμα με πάνω από 535.000 ψήφους.
Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτές οι ακραίες απόψεις είχαν αρχίσει να έχουν σημαντική λαϊκή υποστήριξη. Σε δημοσκόπηση που έγινε τον Ιούλιο του 2011 ένας στους δύο κατοίκους αυτής της χώρας ενέκρινε τους προπηλακισμούς εναντίον πολιτικών προσώπων, δηλαδή υποστήριζε την πολιτική βία[8]. Σε μια άλλη δημοσκόπηση, ένας στους πέντε ερωτηθέντες –ποσοστό 20%– θεωρεί πως οι πολιτικές δολοφονίες και οι τρομοκρατικές επιθέσεις «έχουν κάποια κοινωνική και ηθική δικαιολογία»[9].
Και σε άλλες χώρες έχουν παρατηρηθεί παρόμοια φαινόμενα. Σε καμία όμως, με εξαίρεση ίσως την Ουγγαρία, στο εύρος και στην έκταση που παρατηρούνται στην Ελλάδα. Ο ευρωσκεπτικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς που κατεγράφησαν στις ευρωεκλογές του 2014 είναι μεν ανησυχητικά φαινόμενα, αλλά δεν είναι ικανά να ανατρέψουν την αριθμητική και πολιτική κυριαρχία των φιλοευρωπαϊκών κομματικών οικογενειών στο ευρωκοινοβούλιο. Αντίθετα στην Ελλάδα οι λαϊκιστικές και εξτρεμιστικές απόψεις μοιάζουν να είναι πλειοψηφικές.
Απλοϊκές και σύνθετες ερμηνείες
Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά στην Ελλάδα της κρίσης; Η εύκολη απάντηση που δίνεται από πολλούς είναι ότι φταίει η κρίση. Απάντηση εμφανώς λανθασμένη και ιδεοληπτική. Εάν έφταιγε η κρίση τότε γιατί παρόμοια φαινόμενα πολιτικής βίας, κοινωνικής αποδοχής της και φαιοκόκκινου εξτρεμισμού δεν παρατηρούνται σε καμία άλλη χώρα σε κρίση, όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Κύπρος, η Ιταλία, η Ισπανία; Μια τέτοια εξήγηση έχει βαθιές ιδεολογικές ρίζες σε έναν πρωτόγονο μαρξιστικό οικονομισμό που υποστηρίζει ότι ιδέες, νοοτροπίες και συμπεριφορές (το «εποικοδόμημα») είναι άμεσα εξαρτημένες από την οικονομική βάση. Όμως, όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια ανακαλύπτουμε ότι δεν υπάρχει μια τέτοια σχέση εξάρτησης, ακόμα και «σε τελευταία ανάλυση», όπως υποστήριζε ένα τμήμα της μη δογματικής Αριστεράς. Αντίθετα, υπάρχει μια σχέση διαρκούς αλληλεπίδρασης με αυτονόμηση των δύο επιπέδων. Σε αυτή την παλαιά διαμάχη ο Μαξ Βέμπερ μοιάζει να παίρνει την εκδίκησή του από τον Κάρολο Μαρξ.
Το ερώτημα λοιπόν παραμένει. Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά στην Ελλάδα της κρίσης; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Πρόκειται για μια εξίσωση με πολλές παραμέτρους. Κάποιες υποθέσεις εργασίας προσπαθεί να περιγράψει το παρόν βιβλίο, ξεκινώντας από τη βασική παραδοχή ότι τα αίτια του φαινομένου πρέπει να αναζητηθούν στο πολιτισμικό φορτίο αυτής της χώρας, την κουλτούρα της, την ιστορία της, τις ιδέες και τις νοοτροπίες που καθορίζουν τις συμπεριφορές όλων μας. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα μετα-υλιστικό φαινόμενο.
Κεντρική θέση του βιβλίο αυτού είναι ότι οι ρίζες του φαινομένου πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο που δομήθηκε το πολιτικό σύστημα της χώρας από το 1974 και μετά. Βασισμένο σε μια συγκρουσιακή λογική και σε μια εργαλειακή σχέση με τη δημοκρατία διαμόρφωσε την «καταστροφική ιδεολογία της μεταπολίτευσης». Δημιουργήθηκε έτσι το εύφορο έδαφος για τα φαινόμενα πολιτικής βίας και τον αριστεροδέξιο εξτρεμισμό. Σταδιακά μορφοποιήθηκε το υβρίδιο του εθνικολαϊκισμού[10] που διέλυσε και αποσάρθρωσε τη διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ένα εκρηκτικό μείγμα, ένα είδος κοκτέιλ μολότοφ, απουσίας κοινωνικού συμβολαίου, προνεωτερικότητας και λαϊκισμού, που εξετάζεται αναλυτικά στα κείμενα που ακολουθούν.
Άλλοι συγγραφείς έχουν αναζητήσει τα αίτια του προβλήματος σε μακρότερο ιστορικό χρόνο. Ο Δημήτρης Ψυχογιός σε ένα εξαιρετικό δοκίμιό του[11] εντοπίζει την κουλτούρα της βίας ως διαχρονικό, οργανικό, ηγεμονικό στοιχείο στην ιδεολογική αφήγηση αρχόντων και αρχομένων, Δεξιάς και Αριστεράς, εμφωλευμένο στο εκπαιδευτικό σύστημα[12]. Γι’ αυτό και ευδοκίμησε. Η Δεξιά ύμνησε την πολεμική αρετή των Ελλήνων και η Αριστερά το διαχρονικό αντιστασιακό ήθος του ελληνισμού. Το εκπαιδευτικό σύστημα με τις ηρωικές ιστορικές αφηγήσεις του διέδωσε και εμπέδωσε αυτές τις αντιλήψεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των «ηρώων» του 1821 της κυρίαρχης ιστορικής αφήγησης ήταν στρατιωτικοί και όχι πολιτικοί[13].
Ο Στέλιος Ράμφος, στα τελευταία βιβλία του[14], ιχνηλατεί τις ρίζες του προβλήματος ακόμα βαθύτερα, στον τρόπο που συγκροτήθηκε το ελληνικό εθνικό κράτος, στις προνεωτερικές θεσμικές αντιστάσεις και στις νοοτροπίες ανώριμου και κακομαθημένου παιδιού που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της εχθρικής στάσης των πολιτών απέναντι στο κράτος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη συγκρότηση μιας φοβικής εθνικής ταυτότητας[15].
Τρία νέα φαινόμενα: Λαϊκισμός, Ριζοσπαστισμός,
Εξτρεμισμός
Όσα προαναφέρθηκαν, συγκροτούν ένα «σώμα» κοινωνικής ζήτησης για ακραίες, μη δημοκρατικές πολιτικές προτάσεις. Εδώ είναι που η κρίση έπαιξε τον δικό της ρόλο. Νεόκοποι δημαγωγοί, διψασμένοι για εξουσία, προσέφεραν μαγικές λύσεις σε ένα παραζαλισμένο κοινωνικό σώμα. Η πολιτική προσφορά ανταποκρίθηκε στην κοινωνική ζήτηση. Ένα σύνολο βίαιης ρητορείας, έγινε ηγεμονική αφήγηση.
Τα κόμματα εξουσίας, σαστισμένα από το εύρος της κρίσης και ιδεολογικά απροετοίμαστα για τις οδυνηρές πολιτικές τους επιλογές, έχασαν κατά κράτος τη μάχη των ιδεών. Ο μέσος άνθρωπος έγινε βορά στα θηρία τριών διακριτών, αλλά και αλληλοσυμπλεκόμενων, πολιτικών ιδεολογιών: του αντισυστημικού λαϊκισμού, του αριστεροδέξιου ριζοσπαστισμού και του φαιοκόκκινου εξτρεμισμού.
Ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής τους είναι η επινόηση εχθρών. Κατασκευάζοντας εχθρούς (το Μνημόνιο, το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, τη Γερμανία, τη Μέρκελ, την Ευρωπαϊκή Ένωση κ.ο.κ.), προσφέρουν μια πολύ βολική και εύπεπτη συνταγή. Κάποιοι άλλοι είναι υπεύθυνοι για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. «Εμείς» είμαστε τα αθώα θύματα. Άρα έχουμε δίκιο με όποιον τρόπο και να αντιδρούμε. Βίαια, αντιδημοκρατικά, δεν έχει σημασία. Πάντοτε υπάρχει η καλή βία, η δική μας, και η κακή βία, των άλλων.
Ευχαριστίες
Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται σ’ έναν άνθρωπο που σφράγισε τη διανοητική μου διαμόρφωση, τον Λεωνίδα Κύρκο. Παρότι η ιστορική παράδοση από την οποία προερχόταν είχε ως συστατικό της στοιχείο την πολιτική βία ως αναπόφευκτο «μέσο πάλης», ο ίδιος, αναθεωρώντας τολμηρά και γενναία τις βεβαιότητες των νεανικών του χρόνων, δεν δίστασε το 2008, μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, να στηλιτεύσει τις πρακτικές πολιτικής βίας και να προειδοποιήσει για τα μελλούμενα, δηλώνοντας ότι «οι τάχατες αντιεξουσιαστές, οι τάχατες αναρχικοί, οι κουκουλοφόροι, οι ποικιλώνυμοι δειλοί ταραχοποιοί και κάποιοι ανώριμοι νεαροί που κάνουν σύγχυση ανάμεσα στα επαναστατικά γεγονότα και σε ευκαιρίες για πλιάτσικο, και κάποιοι άλλοι που αρέσκονται να παίζουν τους κλέφτες και αστυνόμους, ήταν οι ήρωες αυτών των ταραχών που βύθισαν στην απόγνωση εκατοντάδες καταστηματάρχες και χιλιάδες εργαζομένους, που έχασαν τις δουλειές τους και το γλίσχρο μεροκάματο. Όλους αυτούς που τους κατηγορώ στο όνομα της ιστορίας του εργατικού κινήματος, τους ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ να επικαλούνται το όνομα της Αριστεράς. Δεν έχουν, ούτε μπορούσαν να έχουν καμία σχέση μαζί της. Και τους κατηγορώ ακόμα μία φορά σαν προβοκάτορες, εχθρούς της Δημοκρατίας. Και τους καλώ, αν έχουν κουκούτσι μυαλό και αίσθημα ευθύνης, να εγκαταλείψουν τις άθλιες μεθόδους τους και να εξαφανιστούν από τη δημόσια ζωή»[16].
Δυστυχώς, δεν εισακούστηκε…
[1]
Η ελληνική βιβλιογραφία για τον πολιτικό εξτρεμισμό είναι ιδιαίτερα
ισχνή. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το Ralf Melzer, Sebastian Serafin (επιμ.) Ο
δεξιός εξτρεμισμός στην Ευρώπη, Πόλις, 2014. Από τη διεθνή βιβλιογραφία
ξεχωρίζουν Cas Mudde (επιμ.), Political Extremism (4 Volume Set), SAGE, 2014,
William M. Downs, Political Extremism in Democracies, Combating
intolerance, Palgrave Macmillan, 2012 (πρόκειται να κυκλοφορήσει στα
ελληνικά από τις εκδόσεις Επίκεντρο), Paul Lucardie, Democratic
Extremism in Theory and Practice, All power to the People, Routledge,
2014 και Manus Midlarski, Origins of Political Extremism, Cambridge
University Press, 2011.
[2] Δες Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο
αριστερός εθνικολαϊκισμός 2008-2013 – Από την «εξέγερση» του Δεκέμβρη,
τους «Αγανακτισμένους» και τις εκλογές του 2012 μέχρι το νέο Κυπριακό
ζήτημα, Επίκεντρο, 2013.
[3]Δες Ηλίας Κανέλλης, «Ο Νίκος Μαραντζίδης, η βία, η Αριστερά και η δημοκρατία», στην ηλεκτρονική σελίδα του The Books’ Journal, http://booksjournal.gr/slideshow/item/447 (ανάκτηση 3 Ιουλίου 2014).
[4] Δες Ηλίας Κανέλλης, “Βασίλης Γούναρης: Ο επίμονος ερευνητής της Μακεδονίας”, ΤΑ ΝΈΑ, 15 Φεβρουαρίου 2014.
[5] Πάσχος Μανδραβέλης, «Η πανεπιστημιακή ζωή συνεχίζεται», Η Καθημερινή, 21 Ιουνίου 2014.
[6] Τριαντάφυλλος Καρατράντος, «Βία, ιδέες και Πανεπιστήμιο», στην ηλεκτρονική σελίδα του The Books’ Journal, http://booksjournal.gr/slideshow/item/450 (ανάκτηση 3 Ιουλίου 2014).
[7] Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Ποια Δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση; - Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματός τους, Πόλις, 2013, σελ. 29-30.
[8] Δημοσκόπηση της Kαπα Research που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής,
στις 10 Ιουλίου 2011. Πιο συγκεκριμένα, ένα ποσοστό 49,6% αναφέρει ότι
εγκρίνει τα επεισόδια σε βάρος βουλευτών, ενώ ποσοστό 40,5% τα
αποδοκιμάζει.
[9]
Δημοσκόπηση της Metron Analysis,
http://www.thetoc.gr/politiki/article/dimo
kopisi-proedriki-dimokratia---oxi-sto-bonus-twn-50-edrwn (ανάκτηση 10
Ιουνίου 2014).
[10] Pierre-André Taguieff, Ο νέος εθνικολαϊκισμός, Επίκεντρο, 2013.
[11] Δημήτρης Ψυχογιός, Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία, Επίκεντρο, 2013.
[12] Για τη διάδοση του εθνικισμού μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, Άννα Φραγκουδάκη, Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς, Αλεξάνδρεια 2013.
[13] Εξαιρετική περιγραφή στο Βασίλης Κ. Γούναρης (επιμ.), Ήρωες των Ελλήνων, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 2014.
[14] Στέλιος Ράμφος, Ο «άλλος» του καθρέφτη – Ψυχογραφία της αγωνίας μας, Αρμός, 2012 και Η λογική της παράνοιας, Αρμός, 2011.
[15] Θάνος Βερέμης (επιμ.), Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα, ΜΙΕΤ 2003.
[16] Δες Κωνσταντίνος Ζούλας, «Αμηχανία στον Περισσό, παγωμάρα στον ΣΥΝ», Η Καθημερινή, 14 Δεκεμβρίου 2008.
* Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος είναι συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Εξτρεμισμός και πολιτική βία στην Ελλάδα – το Big Bang της Χρυσής Αυγής»,εκδόσεις Επίκεντρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου