Του Μιχάλη Τσιντσίνη, ΝΕΑ, 17.11.12
Όταν έχει ήλιο, το Μπουένος Αϊρες σε υποδέχεται αγέρωχο. Mε την αυτοπεποίθηση της μεγάλης μητρόπολης, σε κοιτά αφ’ υψηλού από τα νεοκλασικά του μέγαρα – τα μνημεία του παλαιού του μεγαλείου. Οταν της λείπει το φως, η πόλη πεισματώνει. Σου δείχνει μόνο τη δυστυχία και τη βρωμιά – τις συστάδες των αστέγων στους σταθμούς και τα πάρκα, τους λόφους των σκουπιδιών στις γωνίες των δρόμων. Η Αργεντινή αλλάζει με τον καιρό. Κάποτε πλούτισε, κάποτε χρεοκόπησε. Τώρα – μετά την απόφαση του αμερικανικού δικαστηρίου την περασμένη Πέμπτη – κινδυνεύει ξανά να χρεοκοπήσει. Η έβδομη πλουσιότερη χώρα των αρχών του προηγούμενου αιώνα σήμερα δεν μπορεί ούτε τα πολεμικά της πλοία να προστατεύσει από τους πιστωτές της. Η άλλοτε ρωμαλέα οικονομία, σήμερα καρκινοβατεί με έναν πληθωρισμό που καλπάζει πάνω από το 20%. Δεν χρειάζεται όμως να μελετήσει κανείς τους οικονομικούς δείκτες. Τα τραύματα φαίνονται ανοιχτά και στην πόλη. Στα φαγωμένα γλυπτά των παλιών πολυκατοικιών.
Στις γυμνές βιτρίνες της Κάλε Φλόριντα που πωλούν μόνο ντόπια δερμάτινα για τους τουρίστες. Στα τριμμένα σακάκια των γερόντων που με την αρχοντιά τους μαρτυρούν τι συντελέστηκε εδώ. Μια ιστορική ήττα. Μια εμπειρία που δεν έχει ζήσει καμία γενιά στην Ευρώπη: η ανάσχεση της προόδου. Η αναδίπλωση από την ανοιχτή, κοσμοπολίτικη κοινωνία στο περίκλειστο έθνος.
Απ’ όλα τα σημάδια που σου δείχνει η Αργεντινή, το πιο οδυνηρό δεν είναι ο χαμένος πλούτος. Είναι οι τριαντάρηδες που μιλούν χειρότερα αγγλικά από τους γονείς τους. Είναι τα εγγόνια που μοιάζουν να έχουν έρθει πρόσφυγες στη χώρα των παππούδων τους.
Αυτό σου μαθαίνει η Αργεντινή: η χρεοκοπία δεν μετριέται σε χαμένο χρήμα. Μετριέται σε χαμένες γενιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου