Του Ιμάνουελ Βάλερσταϊν*, http://www.iwallerstein.com, Αυγή, 19.8.12
Οι περισσότεροι πολιτικοί και ειδήμονες έχουν συμφέρον να υπόσχονται πως έρχονται καλύτερες εποχές εφόσον ακολουθηθούν οι συμβουλές τις οποίες προτείνουν. Οι τρέχουσες παγκόσμιες οικονομικές δυσκολίες δεν αποτελούν εξαίρεση σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη συμπεριφορά. Είτε η συζήτηση επικεντρώνεται στις ΗΠΑ είτε στο κλιμακούμενο κόστος δανεισμού στην Ευρώπη είτε στους ξαφνικά φθίνοντες δείκτες ανάπττυξης στην Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία οι εκφράσεις μιας συγκρατημένης αισιοδοξίας βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Αλλά αν η αισιοδοξία αυτή δεν είναι δικαιολογημένη; Πού και πού, λίγη ειλικρίνεια κάνει την εμφάνισή της. Στις 7 Αυγούστου ο Άντριου Ρος Σόρκιν έγραψε ένα άρθρο στους "New York Times" στο οποίο πρόσφερε μια "πιο ευθεία εξήγηση του γιατί οι επενδυτές εγκατέλειψαν το χρηματιστήριο: ήταν μια ζημιογόνα τοποθέτηση. Μια ολόκληρη γενιά επενδυτών δεν έχει βγάλει φράγκο". Στις 10 Αυγούστου, ο Τζέιμς Μάκιντος έγραψε κάτι αντίστοιχο στους "Financial Times": "Οι οικονομολόγοι αρχίζουν να αποδέχονται πως η Μεγάλη Ύφεση έχει βλάψει μόνιμα την ανάπτυξη... Οι επενδυτές είναι πιο απαισιόδοξοι".
Και για να μπει το κερασάκι, στις 14 Αυγούστου οι "New York Times" δημοσίευσαν ένα θέμα για το αυξανόμενο κόστος των βραχυχρόνιων συναλλαγών και στο άρθρο μπορούσε να διαβάσει κανείς: "Οι επενδυτές έχουν επίσης τεθεί εκτός μιας αγοράς που δεν έχει σχεδόν καθόλου αποδόσεις την προηγούμενη δεκαετία λόγω της φούσκας των ακινήτων και της αστάθειας στην παγκόσμια οικονομία".
Εν μέσω όλων των παρατηρήσεων ότι εξωπραγματικά χρήματα μπαίνουν στις τσέπες λίγων, πώς είναι δυνατόν το χρηματιστήριο να είναι ζημιογόνο; Για μεγάλο διάστημα η βασική σοφία σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις ήταν πως, μακροπρόθεσμα, η απόδοση των μετοχών, προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό, ήταν υψηλή και ειδικότερα υψηλότερη από τα ομόλογα.
Αυτή υποτίθεται πως ήταν η αμοιβή για την ανάληψη του ρίσκου από τη μεγαλύτερη βραχυπρόθεσμη ή μεσοπρόθεσμη μεταβλητότητα των μετοχών. Οι υπολογισμοί διαφέρουν ωστόσο: γενικά μιλώντας, η απόδοση των μετοχών τον περασμένο αιώνα ήταν σημαντικά υψηλότερη από αυτή των ομολόγων, αν υποθέσουμε βέβαια πως τις κρατούσε κανείς για κάποιο διάστημα.
Αυτό που προσέχει κανείς λιγότερο είναι πως το επίπεδο των κερδών από τις μετοχές στη διάρκεια του αιώνα είναι λίγο - πολύ ίσο με το διπλάσιο της αύξησης του ΑΕΠ -γεγονός το οποίο έχει οδηγήσει πολλούς αναλυτές να το βαφτίσουν "αεροπλανάκι". Αποδεικνύεται λοιπόν πως σε μεγάλο βαθμό αυτή η υπέροχη απόδοση των μετοχών έλαβε χώρα την περίοδο από τις αρχές της δεκαετίας του '70 -την εποχή που βαφτίστηκε παγκοσμιοποίηση, νεοφιλελευθερισμός και / ή χρηματιστηριοποίηση.
Τι συνέβαινε όμως πραγματικά στη διάρκεια αυτής της περιόδου; Θα πρέπει να ξεκινήσουμε σημειώνοντας πως η περίοδος μετά τη δεκαετία του '70 διαδέχθηκε την περίοδο της μεγαλύτερης (μακράν) επέκτασης στην παραγωγή, την παραγωγικότητα και παγκόσμια υπεραξία στην ιστορία της καπιταλιστικής παγκόσμιας οικονομίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι Γάλλοι αποκαλούν αυτήν την περίοδο ως "τα τριάντα ένδοξα χρόνια" (1943-1973).
Στην αναλυτική μου γλώσσα, αυτή είναι η κατά Κοντράτιεφ φάση Α και πράγματι όσοι είχαν μετοχές σ' αυτήν την περίδο τα πήγαν εξαιρετικά. Όπως άλλωστε και οι παραγωγοί, οι εργάτες και οι κυβερνήσεις σε επίπεδο εισοδήματος. Έμοιαζε σαν να δίνει μια νέα ώθηση στον καπιταλισμό ως παγκόσμιο σύστημα που ήρθε μετά τη Μεγάλη Ύφεση και τον μαζικά καταστροφικό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δυστυχώς αυτές οι καλές εποχές δεν συνέχίστηκαν, δεν μπορούσαν να συνεχιστούν επ' αόριστον. Πρώτον, η επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας θεμελιώθηκε στη βάση κάποιων οιονεί μονοπωλίων των λεγόμενων κορυφαίων βιομηχανιών, που κράτησαν όσο κράτησαν μέχρι να υπονομευθούν από τους ανταγωνιστές, οι οποίοι τελικά κατάφεραν να μπουν στην παγκόσμια αγορά. Η αύξηση του ανταγωνισμού μείωσε τις τιμές (η αρετή του), αλλά και την κερδοφορία (το μειονέκτημα).
Η παγκόσμια οικονομία μπήκε σε μια φάση μακράς στασιμότητας για τα επόμενα 30 με 40 άδοξα χρόνια (1970-2012+). Αυτή η περίοδος στιγματίστηκε από αυξανόμενα χρέη (λίγο - πολύ όλων), αυξανόμενη ανεργία παγκοσμίως και αυξανόμενη υποχώρηση για πολλούς, ίσως τους περισσότερους, επενδυτές από το χρηματιστήριο που επέλεγαν την ασφάλεια των ομολόγων, κυρίως αυτών του Αμερικανικού Δημοσίου (U.S. Treasury Bonds).
Tα ομόλογα του Δημοσίου των ΗΠΑ υπήρξαν φυσικά ασφαλή ή ασφαλέστερα, αλλά όχι ιδιαίτερα κερδοφόρα, εκτός από μία μικρότερη ομάδα τραπεζών και hedge funds που χειραγωγούσαν τις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές διεργασίες -χωρίς να παράγουν καμία αξία. Αυτό μας έφερε στην κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα: σε έναν κόσμο εξαιρετικά πολωμένο, με τους πραγματικούς μισθούς να έχουν μειωθεί σημαντικά από τα ύψη όπου βρίσκονταν το 1970 (αλλά παραμένουν ακόμη υψηλότεροι από τα χαμηλά επίπεδα του 1940) και με το κυβερνητικό εισόδημα να έχει πάρει επίσης την κατιούσα.
Η μια "κρίση" χρέους μετά την άλλη εξαθλίωσε το ένα τμήμα του παγκόσμιου συστήματος μετά το άλλο. Ως αποτέλεσμα η λεγόμενη ενεργός ζήτηση στερεύει παγκοσμίως και σε αυτό ακριβώς αναφέρεται ο Σόρκιν όταν μιλά για μια αγορά η οποία δεν είναι πλέον ελκυστική ως πηγή κέρδους με το οποίο θα συσσωρευτεί κεφάλαιο.
Θα μπορούσατε να πείτε πως τουλάχιστον υπάρχουν οι λεγόμενες αναδυόμενες χώρες, οι οποίες τα πάνε καλύτερα την ώρα που οι ΗΠΑ και η Δυτική Ευρώπη έμοιαζαν να έχουν ολοένα μεγαλύτερους μπελάδες. Η λίστα είναι μεγάλη και συνεχόμενη. Περιλαμβάνει πρώτα την Ιαπωνία, μετά τη Βόρεια Κορέα και την Ταϊβάν, στη συνέχεια τη νότια Ευρώπη και την Ιρλανδία, μετά τις BRICS (κυρίως την Κίνα, την Ινδία και την Βραζιλία), μετά την Τουρκία και την Ινδονησία και τώρα (πολλοί ισχυρίζονται) διάφορες αφρικανικές χώρες. Το πρόβλημα είναι πως οι περισσότερες από αυτές αποδεικνύεται πως τα 'χουν πάει καλά μόνο προσωρινά και έπειτα με τη σειρά τους μπλέκουν σε "μπελάδες".
Ο πυρήνας του διλήμματος είναι αυτός των ριζικών αντιφάσεων του συστήματος. Αυτό που μεγιστοποιεί το εισόδημα για τους πιο αποτελεσματικούς παίκτες βραχυπρόθεσμα (αυξημένα περιθώρια κέρδους) απομυζά τους αγοραστές μακροπρόθεσμα. Την ώρα που ολοένα περισσότεροι άνθρωποι και ζώνες είναι πλήρως δεσμευμένες στην παγκόσμια οικονομία, το περιθώριο για "προσαρμογές" ή "ανανέωση" γίνεται μικρότερο και οι επιλογές για τους επενδυτές, τους καταναλωτές και τις κυβερνήσεις γίνονται ολοένα πιο ανέφικτες.
Θυμηθείτε πως το ο ρυθμός απόδοσης τον περασμένο αιώνα ήταν διπλάσιος από την αύξηση στο ΑΕΠ. Γίνεται κάτι τέτοιο να επαναληφθεί ακόμη μία φορά; Eίναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς -φαίνεται πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει μόνο για εμένα, αλλά και για τους περισσότερους δυνητικούς επενδυτές στην αγορά. Κάτι τέτοιο δημιουργεί τον περιορισμό που βλέπουμε κάθε μέρα στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και σύντομα στις "αναδυόμενες οικονομίες". Το επίπεδο του χρέους παραείναι υψηλό για να είναι διατηρήσιμο.
Οπότε από τη μια υπάρχει ένα ισχυρό πολιτικό αίτημα για "λιτότητα". Λιτότητα όμως σημαίνει περικοπή των ήδη υπαρχουσών παροχών (όπως είναι για παράδειγμα οι συντάξεις, το σύστημα υγείας, οι εκπαιδευτικές δαπάνες) στην πράξη, καθώς και περικοπή του ρόλου των κυβερνήσεων οι οποίες εγγυώνται τις παροχές αυτές. Και αν οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν λιγότερα, προφανώς ξοδεύουν και λιγότερα, ενώ οι άνθρωποι που πουλάνε βρίσκουν λιγότερους αγοραστές -και κάτι τέτοιο μεταφράζεται σε χαμηλότερη λειτουργική ζήτηση. Έτσι η παραγωγή παραμένει λιγότερο κερδοφόρα (αποδόσεις από τις μετοχές) και οι κυβερνήσεις παραμένουν φτωχότερες.
Είναι ένας φαύλος κύκλος και δεν υπάρχει ευκόλος ή αποδεκτός τρόπος διαφυγής. Αυτό μπορεί τελικά να σημαίνει πως δεν υφίσταται τρόπος διαφυγής. Είναι κάτι που κάποιοι από εμάς ονομάζαμε δομική κρίση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Οδηγεί σε χαοτικές (και σφοδρές) μεταπτώσεις, την ώρα που το σύστημα διακλαδώνεται, και βρισκόμαστε μπλεγμένοι σε μια μακριά και άγρια πάλη για το τι είδους σύστημα θα πρέπει να διαδεχθεί αυτό στο οποίο βρισκόμαστε.
Οι πολιτικοί και οι ειδήμονες προτιμούν να μην αντιμετωπίζουν αυτήν την πραγματικότητα και τις επιλογές που επιβάλλουν. Ακόμη και ένας ρεαλιστής, όπως ο κ. Σόρκιν, καταλήγει την ανάλυσή του εκφράζοντας την ελπίδα πως η οικονομία θα δεχθεί "μια τονωτική ένεση" και πως ο κόσμος θα έχει "εμπιστοσύνη στη μακροπρόθεσμη προοπτική". Αν νομίζετε πως κάτι τέτοιο θα είναι αρκετό, είστε μάλλον εύπιστοι.
Μετάφραση: Aναστασία Γιάμαλη
* Το κείμενο είναι από το ιστολόγιο του έγκριτου Αμερικανού κοινωνιολόγου Ιμάνουελ Βαλερσταϊν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου