Του Τάσου Τσακίρογλου, Εφημερίδα των Συντακτών
Στο νέο του βιβλίο «Η
κοινωνία των ίσων» (Εκδόσεις Πόλις) ο σπουδαίος Γάλλος κοινωνιολόγος
Πιέρ Ροζανβαλόν, στην ανάλυσή του για την κρίση που περνά η έννοια της
ισότητας, περιγράφει το περίφημο «παράδοξο του Bossuet». Αυτό, όπως
λέει, συνίσταται στο γεγονός ότι στις μέρες μας «έχουμε μια γενική
απόρριψη της σημερινής μορφής της κοινωνίας, η οποία συνυπάρχει με μια
μορφή αποδοχής των μηχανισμών που την παράγουν». Εκφραση αυτού του παράδοξου είναι πως, ενώ η
συντριπτική πλειονότητα καταγγέλλει τις ανισότητες (υπερβολικά μπόνους,
υπέρογκες αμοιβές, φοροαπαλλαγές κ.λπ.), ταυτόχρονα υπάρχει μια μορφή
σιωπηρής ανοχής απέναντί τους. Στην ουσία, όπως λέει ο Ροζανβαλόν, «οι
άνθρωποι αποκηρύσσουν γενικά αυτό στο οποίο συγκατατίθενται ειδικά». Ενα άλλο παράδοξο επισημαίνει ο σημαντικός Βρετανός
καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Κόλιν Κράουτς, στο δικό του τελευταίο
βιβλίο, υπό τον τίτλο «Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού»
(Εκδόσεις Εκκρεμές). Διαπιστώνει πως ενώ η πρόσφατη χρηματοπιστωτική
κρίση, που ξεκίνησε το 2008, απέδειξε τη φενάκη της ικανότητας των
λεγόμενων αγορών να αυτορρυθμίζονται και να προάγουν το κοινό καλό, η
κυριαρχία των ιδεών του νεοφιλελευθερισμού συνεχίζεται και κρατά
αιχμάλωτες τις συνειδήσεις. Αποδίδει δε αυτό το φαινομενικά παράδοξο στην
απόκρυψη του γεγονότος ότι στη μάχη μεταξύ των κρατών και των αγορών
υπάρχει και ένας (αφανής) παίκτης, οι «εταιρείες-γίγαντες», μεταξύ των
οποίων και οι χρηματοπιστωτικές, οι οποίες έχουν καθυποτάξει τόσο τις
αγορές όσο και τα κράτη και μπορούν να «ψωνίζουν καθεστώς» αναλόγως των
συμφερόντων τους, διαβρώνοντας έτσι κάθε έννοια δημοκρατίας.
Επί της ουσίας αυτά τα δύο παράδοξα δημιουργούν το
καθεστώς κοινωνικής σχιζοφρένειας που βιώνουμε σήμερα και το οποίο
χρήζει θεωρητικής, πολιτικής, αλλά και ψυχαναλυτικής μελέτης. Ο βαθύς
διχασμός του καθενός μας ανάμεσα σ’ αυτό που είμαστε (ή μας έχει κάνει η
κοινωνία των αγορών) και σ’ αυτό που θέλουμε ή φανταζόμαστε ότι είμαστε
ή, πολύ περισσότερο, σ’ αυτό που μπορούμε να γίνουμε, μας εγκλωβίζει σε
μια κατάσταση παθητικότητας και απραξίας που εξυπηρετεί με τον καλύτερο
τρόπο την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Η όποια Αριστερά ευαγγελίζεται την αλλαγή θα πρέπει
να ασχοληθεί σοβαρά με τα προβλήματα αυτά, στα οποία, όπως δείχνει και η
καθημερινή εμπειρία, δεν διαθέτει ανοσία. Η σιωπηρή αποδοχή πολλών
πλευρών ενός άρρωστου συστήματος και η πρόσδεση σε νοοτροπίες και
συμπεριφορές που παραπέμπουν σε καθεστώτα ιεραρχίας, υποταγής,
εκμετάλλευσης και ετερονομίας δεν είναι προνόμιο των «άλλων», αλλά
βρίσκονται καλά κρυμμένα και στον δικό της πυρήνα.
Ενα πολιτικό πρόγραμμα (εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει
τέτοιο) δεν αποτελεί παρά την πυξίδα που οδηγεί στην Ουτοπία, στη Γη της
Επαγγελίας ή στον επιθυμητό πολιτικό προορισμό. Ωστόσο, «πρώτη ύλη»
αποτελούν οι άνθρωποι και όσο αυτοί αντιμετωπίζονται στο επίπεδο της
«διαχείρισης πραγμάτων», δηλαδή γραφειοκρατικά και διοικητικά, ο
προορισμός αυτός θα θολώνει και θα απομακρύνεται.
Πρέπει να απαντήσουμε στο γιατί ένα σημαντικό μέρος
της κοινωνίας κλείνει τα μάτια, βουλώνει τ’ αυτιά και σφυρίζει αδιάφορα
όταν έρχεται η ώρα της πράξης. Τα παράδοξα, ακόμα και εάν τα
κατονομάσουμε (του Bossuet κ.λπ.), δεν ερμηνεύονται και δεν
ξεπερνιούνται. Η άρση τους προϋποθέτει μελέτη, ερμηνεία και ανάληψη
πρωτοβουλιών. Και κυρίως, ειλικρίνεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου