Του Γιώρου Παγουλάτου, Καθημερινή
Από νωρίς φάνηκε ότι η πορεία
εξόδου από τη φοβερή αυτή κρίση θα είναι, μεταξύ άλλων, μια διαρκής
αντιπαράθεση ανάμεσα στους καθ’ έξιν αισιόδοξους και στους κατ’
επάγγελμα καταστροφολόγους. Είναι ακόμα πολύ πρόωρο να αναγορευθεί
νικητής. Η χώρα δεν σωζόταν αν δεν γυρνούσαν τα «μάκρο», τα
συνολικά μεγέθη της οικονομίας: τα δύο τεράστια ελλείμματα έπρεπε να
εξαλειφθούν, ο πληθωρισμός να πέσει κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Με τη μείωση των παραπάνω, η χώρα πέτυχε το μίνιμουμ αναγκαίο: τη
δυνατότητα να συνεχίσει να υπάρχει στο ευρώ και τον χρόνο για να
διορθώσει όσα έπρεπε να διορθωθούν. Ομως για να περάσει στην ανάπτυξη, η
ελληνική οικονομία πρέπει να κερδίσει και τη μάχη των «μίκρο»: όλα όσα
διαμορφώνουν τη λειτουργία του κράτους και των επιμέρους κλάδων και
αγορών, επιδρούν στα κίνητρα και τις επιλογές επιχειρήσεων,
φορολογουμένων και καταναλωτών. Ολα όσα επηρεάζουν τις μυριάδες των
ατομικών αποφάσεων και ενεργειών, που κινούν μια οικονομία και της
επιτρέπουν να δημιουργεί εισοδήματα, ή την οδηγούν στη στασιμότητα, τη
φτώχεια και την ασφυξία. Η διαχείριση της κρίσης στην πρώτη φάση
χρειαζόταν κυρίως έναν δυνατό αντίχειρα – τον οποίο παρείχε η εξωτερική
πίεση. Στην παρούσα φάση θα χρειάζονται όλο και πιο επιδέξια δάχτυλα –
για τα οποία ποτέ δεν διακρίθηκε το ελληνικό κράτος.
Χωρίς να διορθωθούν τα μάκρο, τα μίκρο δεν είχαν καμία ελπίδα. Αλλά εάν δεν κερδηθεί η μάχη των μίκρο, τα μάκρο θα ξαναπάρουν τον κατήφορο.
Η προσαρμογή αφήνει μια διπλή κληρονομιά, θετική και αρνητική. Από τη μια, πλήθος μεταρρυθμίσεων έχουν γίνει, που αύριο-μεθαύριο θα διευκολύνουν την οικονομία να απογειωθεί. Οι συνέπειές τους δεν έχουν γίνει αισθητές όσο η οικονομία ήταν ακόμα σε καταστολή. Η απελευθέρωση των επαγγελμάτων, των υπηρεσιών, των μεταφορών, όπως τα φορτηγά, προς το παρόν έχει οδηγήσει σε ελάχιστες νέες άδειες και θέσεις εργασίας. Μόλις όμως η οικονομία περάσει στην ανοδική φάση του κύκλου, οι θετικές συνέπειες θα είναι πολλαπλασιαστικές. Η ευελιξία στην αγορά εργασίας θα επιτρέψει μεγαλύτερη ευκολία προσλήψεων στη φάση της ανάκαμψης.
Ομως παράλληλα εκδηλώνονται οι δραματικές σωρευτικές επιπτώσεις της ύφεσης: πολύτιμο παραγωγικό, κοινωνικό και ανθρώπινο κεφάλαιο έχει καεί. Εννιά στους δέκα ανέργους βρίσκονται χωρίς επίδομα ανεργίας. Οι επενδύσεις έχουν κατρακυλήσει, συνέπεια της πιστωτικής ασφυξίας και των δημοσιονομικών περικοπών. Το συνολικό ποσοστό απασχόλησης (ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 20-64 ετών με εργασία) έχει συρρικνωθεί στο 53%, έναντι 67% του 2008 – και 75% επίσημου ελάχιστου στόχου της Ε.Ε. για το 2020. Αυτό είναι μια τραγωδία για την αυριανή παραγωγική δυνατότητα της χώρας, και πρέπει όσο το δυνατόν ταχύτερα να αντιστραφεί.
Οι μάκρο στόχοι θα εξαρτηθούν και από την πρόοδο στα μίκρο. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι ισχυρή και διατηρήσιμη χωρίς μεγάλης έκτασης ενίσχυση των εξαγωγών και υποκατάσταση των εισαγωγών. Η ευρείας κλίμακας μετακίνηση πόρων (επιχειρήσεων, κεφαλαίων, θέσεων εργασίας) προς εξωστρεφείς κλάδους και δραστηριότητες προϋποθέτει πλήθος πρωτοβουλιών, παρεμβάσεων (και κυρίως αποπαρεμβάσεων), που θα διαμορφώσουν κίνητρα και επιλογές προς αυτή την κατεύθυνση. Καθόλου εύκολη υπόθεση: τα δάχτυλα του κράτους είναι ακόμα χοντρά και άτσαλα. Ορισμένοι από όσους το διαχειρίζονται έχουν και μακριά χέρια, και δάχτυλα που θέλουν να χώσουν στο μέλι.
Θα παράγει η Ελλάδα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ύψους 4,5% του ΑΕΠ για να απομειώνει το χρέος; Με την υπάρχουσα φορολογική διοίκηση (πάντως έτη φωτός καλύτερη από του 2009), όχι. Προχωρώντας τη μεταρρύθμιση, ναι. Μεταξύ 1994 και 2004 το Βέλγιο πέτυχε ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 4% ΑΕΠ, και το 1997-2003 τα πλεονάσματα κυμάνθηκαν μεταξύ 5,1% και 6,8%. Επομένως μπορεί να γίνει, και χωρίς να είσαι Νορβηγία! Αλλά χρειάζεται σοβαρά άλματα – κράτους και κυρίως πολιτικής βούλησης. Και βέβαια, κι ένα ευνοϊκό αναπτυξιακό περιβάλλον.
Θα επικρατήσουν οι αισιόδοξοι ή οι καταστροφολόγοι; Πολλά θα εξαρτηθούν από τη σταθερότητα στην τήρηση των δεσμεύσεων προς τους εταίρους, και τη βούληση της κυβέρνησης να επέμβει χειρουργικά σε όλα όσα καθηλώνουν την ελληνική οικονομία. Οι περιπέτειες της μεταρρυθμιστικής μάχης Ρέντσι στην Ιταλία υπενθυμίζουν ότι τίποτα δεν αντιστέκεται όσο ένα κράτος και πολιτικό σύστημα νοτιοευρωπαϊκού τύπου. Και τα ισχυρότερα εμπόδια βρίσκονται εντός του κράτους, όπως η αδυναμία μείωσης του παραλυτικού βάρους μιας βραδυκίνητης δικαιοσύνης. Ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα με ένα πολιτικό προσωπικό γερασμένο, που κουβαλάει εξαρτήσεις, και με την επιστράτευση των λαϊκιστών της γαλαρίας να ροκανίζει ήδη την κυβερνητική αξιοπιστία.
Οπως κατέληγε η πρόσφατη έρευνα των Financial Times για την Ελλάδα, το μεγαλύτερο στοίχημα τους επόμενους 12 μήνες δεν είναι εάν η Ελλάδα θα επιτύχει μια ελάφρυνση χρέους, ούτε εάν ο τουρισμός θα σύρει την ανάκαμψη, ούτε εάν η κυβέρνηση θα αποτρέψει τις πρόωρες εκλογές. Το μεγαλύτερο στοίχημα είναι εάν η πολιτική τάξη, το κρατικό προσωπικό, οι επιχειρηματίες και οι πολίτες θα διατηρήσουν ως αναντίστρεπτη την επώδυνη προσπάθεια δημιουργίας μια σύγχρονης (θα πρόσθετα: μιας κανονικής) ευρωπαϊκής χώρας.
Χωρίς να διορθωθούν τα μάκρο, τα μίκρο δεν είχαν καμία ελπίδα. Αλλά εάν δεν κερδηθεί η μάχη των μίκρο, τα μάκρο θα ξαναπάρουν τον κατήφορο.
Η προσαρμογή αφήνει μια διπλή κληρονομιά, θετική και αρνητική. Από τη μια, πλήθος μεταρρυθμίσεων έχουν γίνει, που αύριο-μεθαύριο θα διευκολύνουν την οικονομία να απογειωθεί. Οι συνέπειές τους δεν έχουν γίνει αισθητές όσο η οικονομία ήταν ακόμα σε καταστολή. Η απελευθέρωση των επαγγελμάτων, των υπηρεσιών, των μεταφορών, όπως τα φορτηγά, προς το παρόν έχει οδηγήσει σε ελάχιστες νέες άδειες και θέσεις εργασίας. Μόλις όμως η οικονομία περάσει στην ανοδική φάση του κύκλου, οι θετικές συνέπειες θα είναι πολλαπλασιαστικές. Η ευελιξία στην αγορά εργασίας θα επιτρέψει μεγαλύτερη ευκολία προσλήψεων στη φάση της ανάκαμψης.
Ομως παράλληλα εκδηλώνονται οι δραματικές σωρευτικές επιπτώσεις της ύφεσης: πολύτιμο παραγωγικό, κοινωνικό και ανθρώπινο κεφάλαιο έχει καεί. Εννιά στους δέκα ανέργους βρίσκονται χωρίς επίδομα ανεργίας. Οι επενδύσεις έχουν κατρακυλήσει, συνέπεια της πιστωτικής ασφυξίας και των δημοσιονομικών περικοπών. Το συνολικό ποσοστό απασχόλησης (ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 20-64 ετών με εργασία) έχει συρρικνωθεί στο 53%, έναντι 67% του 2008 – και 75% επίσημου ελάχιστου στόχου της Ε.Ε. για το 2020. Αυτό είναι μια τραγωδία για την αυριανή παραγωγική δυνατότητα της χώρας, και πρέπει όσο το δυνατόν ταχύτερα να αντιστραφεί.
Οι μάκρο στόχοι θα εξαρτηθούν και από την πρόοδο στα μίκρο. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι ισχυρή και διατηρήσιμη χωρίς μεγάλης έκτασης ενίσχυση των εξαγωγών και υποκατάσταση των εισαγωγών. Η ευρείας κλίμακας μετακίνηση πόρων (επιχειρήσεων, κεφαλαίων, θέσεων εργασίας) προς εξωστρεφείς κλάδους και δραστηριότητες προϋποθέτει πλήθος πρωτοβουλιών, παρεμβάσεων (και κυρίως αποπαρεμβάσεων), που θα διαμορφώσουν κίνητρα και επιλογές προς αυτή την κατεύθυνση. Καθόλου εύκολη υπόθεση: τα δάχτυλα του κράτους είναι ακόμα χοντρά και άτσαλα. Ορισμένοι από όσους το διαχειρίζονται έχουν και μακριά χέρια, και δάχτυλα που θέλουν να χώσουν στο μέλι.
Θα παράγει η Ελλάδα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ύψους 4,5% του ΑΕΠ για να απομειώνει το χρέος; Με την υπάρχουσα φορολογική διοίκηση (πάντως έτη φωτός καλύτερη από του 2009), όχι. Προχωρώντας τη μεταρρύθμιση, ναι. Μεταξύ 1994 και 2004 το Βέλγιο πέτυχε ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 4% ΑΕΠ, και το 1997-2003 τα πλεονάσματα κυμάνθηκαν μεταξύ 5,1% και 6,8%. Επομένως μπορεί να γίνει, και χωρίς να είσαι Νορβηγία! Αλλά χρειάζεται σοβαρά άλματα – κράτους και κυρίως πολιτικής βούλησης. Και βέβαια, κι ένα ευνοϊκό αναπτυξιακό περιβάλλον.
Θα επικρατήσουν οι αισιόδοξοι ή οι καταστροφολόγοι; Πολλά θα εξαρτηθούν από τη σταθερότητα στην τήρηση των δεσμεύσεων προς τους εταίρους, και τη βούληση της κυβέρνησης να επέμβει χειρουργικά σε όλα όσα καθηλώνουν την ελληνική οικονομία. Οι περιπέτειες της μεταρρυθμιστικής μάχης Ρέντσι στην Ιταλία υπενθυμίζουν ότι τίποτα δεν αντιστέκεται όσο ένα κράτος και πολιτικό σύστημα νοτιοευρωπαϊκού τύπου. Και τα ισχυρότερα εμπόδια βρίσκονται εντός του κράτους, όπως η αδυναμία μείωσης του παραλυτικού βάρους μιας βραδυκίνητης δικαιοσύνης. Ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα με ένα πολιτικό προσωπικό γερασμένο, που κουβαλάει εξαρτήσεις, και με την επιστράτευση των λαϊκιστών της γαλαρίας να ροκανίζει ήδη την κυβερνητική αξιοπιστία.
Οπως κατέληγε η πρόσφατη έρευνα των Financial Times για την Ελλάδα, το μεγαλύτερο στοίχημα τους επόμενους 12 μήνες δεν είναι εάν η Ελλάδα θα επιτύχει μια ελάφρυνση χρέους, ούτε εάν ο τουρισμός θα σύρει την ανάκαμψη, ούτε εάν η κυβέρνηση θα αποτρέψει τις πρόωρες εκλογές. Το μεγαλύτερο στοίχημα είναι εάν η πολιτική τάξη, το κρατικό προσωπικό, οι επιχειρηματίες και οι πολίτες θα διατηρήσουν ως αναντίστρεπτη την επώδυνη προσπάθεια δημιουργίας μια σύγχρονης (θα πρόσθετα: μιας κανονικής) ευρωπαϊκής χώρας.
Ο Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου