Του Βαγγέλη Xατζηβασιλείου, the book's journal, τχ. 4
Απαλλαγμένοι από το οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο βίωμα, οι νεότεροι συγγραφείς θα μάθουν μισόν και πλέον αιώνα μετά τη λήξη του Εμφυλίου να τον σκέφτονται όχι ως ζεστό και ξέχειλο αίμα, αλλά ως μνημειωμένη και εν πολλοίς ανερμήνευτη Ιστορία, επιστρέφοντας στη σιβυλλική εποχή του προκειμένου να ανακινήσουν άγνωστες, μονόδρομα φωτισμένες ή και εντελώς αποσιωπημένες όψεις της. Η Δούκα συγκαταλέγεται στους συγγραφείς αυτούς.
Τι περίεργο και αναπάντεχο, στα όρια του ακατανόητου, συμβαίνει στα Χανιά κατά τη διάρκεια του τερματισμού του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου; Γιατί ενώ τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής αρχίζουν να αποσύρονται από την Ελλάδα ήδη από τον Οκτώβριο του 1944 και η Γερμανία παραδίδεται στους Συμμάχους τον Απρίλιο του 1945, οι Γερμανοί παραμένουν στα Χανιά κυρίαρχοι για ένα δίμηνο ακόμη; Ποιος τους διατηρεί στη θέση τους και πώς νομιμοποιούν την ισχύ τους; Αυτά είναι τα ερωτήματα γύρω από το οποίο στρέφεται το καινούργιο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα, που τιτλοφορείται Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ και αποτελεί ένα είδος συνέχειας του Αθώοι και φταίχτες, της προτελευταίας μυθιστορηματικής δουλειάς της, σχηματίζοντας μαζί της τους δύο πρώτους τόμους μιας εν εξελίξει τριλογίας.
Μάρω Δούκα, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, Πατάκη, Αθήνα 2010, σελ. 567
Η απάντηση στο ερώτημα δίνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες: οι Άγγλοι επιτρέπουν την παραμονή των Γερμανών στα Χανιά για να κρατήσουν μακριά τους κομμουνιστές και να προετοιμάσουν με ασφάλεια τη μετάβαση στο καθεστώς της εθνικοφροσύνης. Η απάντηση, παρ’ όλα αυτά, δεν θα δοθεί μία, αλλά πολλές φορές, σε όλο το ανάπτυγμα του μυθιστορήματος, για να απορυθμιστεί ένας διαδεδομένος ιστορικός μύθος και να φανεί πως η βενιζελική Κρήτη δεν υστέρησε κατά το παραμικρό στο φούντωμα της φωτιάς του Εμφυλίου, ο οποίος ξεπήδησε μέσα από την κοινή αντίσταση στους ναζί, όταν ο ΕΛΑΣ και οι πολιτικοί του αντίπαλοι άρχισαν βαθμιαία να διαχωρίζουν τις δυνάμεις τους (δυνάμεις που δεν έπεσαν ποτέ η μια στην αγκαλιά της άλλης), ακονίζοντας τα ξίφη τους για το παιχνίδι της εξουσίας στη μεταπολεμική σκηνή, υπό το άγρυπνο βλέμμα του βρετανικού παράγοντα.
Η Eννοια του δικαiου
Ποιος μπορεί να διεκδικήσει το δίκιο σ’ αυτή την πρόωρη σύγκρουση; Η Δούκα θα το πει απερίφραστα: οι ασύμμετρα κυνηγημένοι και αγρίως καταποντισμένοι αριστεροί – όχι οι άνθρωποι των μηχανισμών του ΚΚΕ, αλλά ο λαός και η φυσική ηγεσία της Αριστεράς, όλοι εκείνοι που θα αφιερώσουν την καρδιά και τη ζωή τους στην ιδέα της αλλαγής του κόσμου, για να δουν το όραμά τους να γίνεται στάχτη αμέσως μετά το πέρας του πολέμου, οδηγημένοι στον θάνατο από τη συμπαιγνία κράτους, εθνικού στρατού, δωσιλόγων και πρακτόρων και συνάμα προδομένοι από τις επιλογές των σοβιετικών και των ελλήνων τοποτηρητών τους. Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, θα επαναλάβει κατά κόρον η συγγραφέας, κι όσο πιο ζόρικο είναι τόσο περισσότερο συνορεύει (λιμεριάζει) με το άδικο. Οι αριστεροί θα τραβήξουν όλο το δίκιο της ανθρωπότητας με το μέρος τους και την ίδια ώρα θα αδικηθούν κατά ασύστολο τρόπο από όλους – οικείους, ουδέτερους και ξένους.
Θα έλεγα πως σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο το μυθιστόρημα της Δούκα δεν είναι ένα μυθιστόρημα για το δίκιο και το άδικο των αριστερών στην πολιτική και τη στρατιωτική σκακιέρα, αλλά για την ολοσχερή ήττα της Αριστεράς στο ιδεολογικό και το συνειδησιακό πεδίο. Πρόκειται για μια μυθιστορηματική αλήθεια που δεν επιβάλλει το σχήμα της στα πράγματα μέσω των εξελίξεων της πλοκής και του μύθου (κάτι που θα μπορούσε να περιορίσει τη θερμότητα και την πειθώ της), αλλά χτίζεται ως μια πολλαπλά ραγισμένη και διασπασμένη υποκειμενικότητα, με ένα φύσει και θέσει έκκεντρο ή διαταραγμένο βλέμμα (κάτι που προσδίδει ολοζώντανη υπόσταση στον λόγο της). Η αλήθεια στο Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ είναι η αλήθεια ενός διχασμένου, ασταθούς και σαφώς ολιγόπιστου προσώπου: του Γιώργη Κριαρά, του οποίου τις χρονογραφικές σημειώσεις ανασκαλεύει η εγγονή του Βιργινία Παγώνη, φοιτήτρια Ιατρικής, που αφήνει τα Εξάρχεια, όπου κι έχει εμπλακεί με διάφορες αντιεξουσιαστικές ομάδες, για να επανακάμψει στον τόπο της γέννησής της, τα Χανιά, και να ξεδιπλώσει από την αρχή τη νεότερη ιστορία του. Η οικογένεια των Κριαράδων έχει τις ρίζες της στο Αθώοι και φταίχτες. Εκεί συναντάμε για πρώτη φορά τόσο τη Βιργινία και τον παππού της όσο και τη μάνα και τον θείο της, την Ελεονόρα και τον Πανάρη Κριαρά. Εκεί βλέπουμε επίσης για πρώτη φορά την ιδιοσυστασία των οικογενειακών χαρακτήρων: την έντονη δυσφορία την οποία αναπτύσσει η Βιργινία για τους γονείς της, με αποτέλεσμα ένα είδος συγκρατημένης κατάθλιψης, τις ιστοριοδιφικές εμμονές του Πανάρη, που βοηθούν τώρα τη Βιργινία στην πλαισίωση των σημειώσεων του παππού με ποικίλα τεκμηριωτικά υλικά, όπως και τον κυνισμό της Ελεονόρας, που εξακολουθεί να δαιμονίζει την κόρη της με την αντιφατική προσωπικότητά της.
Η συλλογικh απωλεια ως προσωπικo δρaμα
Τι ακριβώς, όμως, είναι ο παππούς Γιώργης Κριαράς; Μα, ένας αφανής αριστερός, που εντάσσεται στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, φοβάται και για την παραμικρή του κίνηση, συμβουλεύει πάντα σύνεση και μετριοπάθεια, αρνείται με τον υπολογιστικό ρεαλισμό του να υιοθετήσει το κομμουνιστικό κοσμοείδωλο και καταλήγει σ’ έναν γάμο συμφέροντος και σ’ ένα αστικό βουλευτιλίκι δευτέρας διαλογής. Αδειασμένος από τα πάντα ο Κριαράς, κατορθώνει στο τέλος να μην αδειάσει και τα συναισθήματά του, που ταυτίζονται με την αμέριστη αγάπη του για τρεις φίλους οι οποίοι θα προσφερθούν εξ ολοκλήρου στον αγώνα: τον Βαγγέλη Κτιστάκη, τον Μανιό και τον Μανώλη Πιμπλή. Η ήττα της Αριστεράς είναι για τον παππού της Βιργινίας οι εξανδραποδισμένοι φίλοι του: με αυτήν την ήττα συμπάσχουν οι σημειώσεις του, αυτήν την ήττα θρηνεί και το χρονικό που συντάσσει η Βιργινία δια της αντιγραφής τους.
Κοιτάζοντας αναδρομικά τον σπαταλημένο βίο του, ο παππούς έχει να κεφαλαιοποιήσει μόνο την αλήθεια της ήττας των αγαπημένων του και του εαυτού του. Παρακολουθώντας μέσα από την αντιγραφή της τα χαμένα χρόνια του παππού, η Βιργινία έχει να κεφαλαιοποιήσει μόνο την αλήθεια του δικού της έκπτωτου εαυτού από τη σύγχρονη πραγματικότητα (μια πραγματικότητα που την έχει ρίξει στα κράσπεδα των Εξαρχείων). Παρόν και παρελθόν γίνονται ένα, η οπτική γωνία του παππού συγχωνεύεται με την οπτική γωνία της Βιργινίας, για να συγκροτήσουν μια σαφώς μεροληπτική, αλλά συναισθηματικά πλήρως δικαιωμένη μυθιστορηματική αλήθεια: την αλήθεια της διπλής τους υποκειμενικότητας, σ’ ένα χρονικό βραδείας εξωτερικής, αλλά και εσωτερικής καύσεως (από τη μια η εξαντλητική καταγραφή και αντιγραφή των πολιτικών και των πολεμικών γεγονότων, από την άλλη οι πολυβασανισμένες και μονίμως αγχωμένες συνειδήσεις του Γιώργη Κριαρά και της Βιργινίας).
Η τεχνικη του χρονικου
Το χρονικό έχει αποτελέσει προσφυές εύρημα της Δούκα και στα τρία ιστορικά της μυθιστορήματα: στο Ένας σκούφος από πορφύρα (1995), με παραπομπές στους βυζαντινούς χρονικογράφους (από Άννα Κομνηνή μέχρι Σκυλίτζη, Ζωναρά και Κεδρηνό), για εικονογραφήσει έναν καιρό μετάβασης και συρρίκνωσης, που παραπέμπει στο ιλιγγιώδες κενό τού σήμερα, στο Αθώοι και φταίχτες (2004), με παραπομπές στο ερευνητικό ρεπορτάζ (στον ρόλο του ρεπόρτερ ο τουρκοκρητικής καταγωγής Αρίφ Καούρης, που συγγενεύει με τον Πανάρη και την Ελεονόρα από την πλευρά της αδελφής τού πατέρα του και αναλαμβάνει να αποδελτιώσει τα μουσουλμανικά μνημεία της Κρήτης), για να συνενώσει τις τύχες των πρωταγωνιστών με το νήμα τής πικρά κερδισμένης μνήμης τους, σε μια σύνθεση όπου ο τουρκοκρητικός άλλος γίνεται αναπόφευκτα μέρος και εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της ελληνοκρητικής ταυτότητας.
Αν στο Ένας σκούφος από πορφύρα και στο Αθώοι και φταίχτες το χρονικό τείνει περισσότερο προς την αφηγηματική και συνθετική πύκνωση του ιστορικού μυθιστορήματος, λειτουργώντας πρωτίστως ως υποβολέας και κινητήρας της σκηνοθεσίας, στο Δίκιο είναι ζόρικο πολύ θυμίζει μάλλον την αυθεντική μορφή του (μορφή προς την οποία οδεύει κατά τόπους και το Αθώοι και φταίχτες): παρουσιάζει μιαν ακολουθία τοπικών συμβάντων, υιοθετώντας τη φόρμα τής λεπτομερούς και χωρίς αξιολογικές προτεραιότητες έκθεσης (οι δίκην καταλόγου συρράξεις μεταξύ Ελλήνων, Άγγλων και Γερμανών από το 1941 μέχρι το 1945 στη Δυτική Κρήτη), βασισμένης σε πλήθος γραπτές και προφορικές πηγές (δημοσιεύματα του Τύπου, ανακοινώσεις, διακηρύξεις, επιστολές, τηλεγραφήματα και σύγχρονα ιστορικά πονήματα μαζί με όσα μεταφέρει ως ακούσματα στη διήγησή του ο παππούς), για να μπει στον νέο μυθιστορηματικό γύρο για τον Εμφύλιο, έναν γύρο που άνοιξαν οι νεότερες συγγραφικές γενιές κατά την τελευταία δεκαπενταετία, με αφετηρία την Ορθοκωστά (1994) του Θανάση Βαλτινού.
Η αληθεια του Εμφυλιου
Απαλλαγμένοι από το οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο βίωμα (ο Βαλτινός είναι ο τελευταίος που υπάγεται σε μια τέτοια κατηγορία), οι νεότεροι συγγραφείς θα μάθουν μισόν και πλέον αιώνα μετά τη λήξη του Εμφυλίου να τον σκέφτονται όχι ως ζεστό και ξέχειλο αίμα, αλλά ως μνημειωμένη και εν πολλοίς ανερμήνευτη Ιστορία, επιστρέφοντας στη σιβυλλική εποχή του προκειμένου να ανακινήσουν άγνωστες, μονόδρομα φωτισμένες ή και εντελώς αποσιωπημένες όψεις της. Αυτή είναι και η περίπτωση της Δούκα, η οποία, όμως, αντί να σπεύσει να υπερβεί, όπως πολλοί άλλοι, την έννοια της αλήθειας, περνώντας σ’ ένα πολυεπίπεδο, πολυφωνικό και εμφανώς μεταϊστορικό και μεταϊδεολογικό επίπεδο, προτιμά να αναδείξει μιαν αλήθεια τύπου Βαλτινού, για να διατρέξει ανάποδα τη διαδρομή που χάραξε εκείνος. Αν ο Βαλτινός στην Ορθοκωστά φτάνει διαμέσου των υποκειμενικοτήτων του (των προφορικών καταθέσεων των ανώνυμων μαρτύρων του) στην αλήθεια της νικήτριας παράταξης του Εμφυλίου, η Δούκα στο Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ οδηγείται μέσω της διπλής υποκειμενικότητας της Βιργινίας και του παππού της στην αλήθεια των ηττημένων: στην περικύκλωσή τους από την εθνικοφροσύνη, τους ξένους κυρίαρχους και τον δωσιλογισμό και στον σχηματισμό μιας πορείας της οποίας το σοβαρότερο και το δραματικότερο κόστος θα αποδειχτεί η εκ των ένδον ερήμωση και αποψίλωση.
Το ρολόι θα αλλάξει ξανά τους δείκτες του: από το σπάσιμο του μονοπωλίου της μεταπολιτευτικής αλήθειας της Αριστεράς, με την υπεροχή της πολιτικής ηθικής της, στην αλήθεια των εμφυλιακών νικητών, με τον τονισμό των αδιάγνωστων ρηγμάτων τους, και από κει ξανά στην αλήθεια των χαμένων, με την εσωτερική κατάθεση των όπλων, την άρνηση κάθε υπεροχής και το συνακόλουθο πολιτικό, ιδεολογικό, ηθικό και ψυχικό ρημαδιό. Μια τέτοια αλήθεια, ωστόσο, δεν προδίδει παρά έναν προχωρημένο λογοτεχνικό στοχασμό, που θέλει να αναψηλαφήσει το τραύμα του Εμφυλίου χωρίς να ρίξει αλάτι στις πληγές του – να ξανακάνει ιστορία χωρίς εν τέλει να δικαιώσει κανέναν. Γιατί το δίκιο είναι ζόρικο πολύ και στη ζυγαριά του μπορεί ανά πάσα στιγμή να προστεθούν τα πιο απρόσμενα βαρίδια. Αλλά αυτά τα βαρίδια δεν ψάχνει πάντα η λογοτεχνία που δεν κοιμάται τον ύπνο του δικαίου;
- Από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου