Του Σπύρου Ασδραχά, Αυγή, 27.3.11, ΕΝΘΕΜΑΤΑ,
Καθώς πλησίαζε η επέτειος της 25ης Μαρτίου, σκεφτήκαμε να απευθυνθούμε σε ορισμένους από τους πλέον ειδικούς, φίλους και συνεργάτες των «Ενθεμάτων». Ο Σπύρος Ι. Ασδραχάς, ο Νίκος Θεοτοκάς, ο Νίκος Κοταρίδης και ο Διονύσης Τζάκης ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στο κάλεσμά μας. Βρεθήκαμε έτσι, πριν λίγες μέρες, στο φιλόξενο σπίτι του Νίκου Θεοτοκά, στη Νέα Σμύρνη, όπου οι συνομιλητές μας συζήτησαν, για ώρες, γύρω από το στρωμένο τραπέζι και συνοδεία του απαραίτητου οίνου, σχετικά με τις προϋποθέσεις, την προετοιμασία και τον χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821. Καθώς για όσα ειπώθηκαν δεν επαρκούσε ο δεδομένος χώρος των «Ενθεμάτων» και κρίναμε ότι θα ήταν κρίμα να ακολουθήσουμε την οδό των δραστικών περικοπών, προτιμήσαμε το σύνολο της συζήτησης να κυκλοφορήσει σε αυτοτελές τευχίδιο, το επόμενο διάστημα. Ως μικρή πρόγευση του όλου, δημοσιεύουμε σήμερα κομμάτια από την παρέμβαση του Σπύρου Ι. Ασδραχά, με την επισήμανση ότι, παρά τις προσθήκες του συγγραφέα, έχει διατηρηθεί ο προφορικός χαρακτήρας του λόγου.
Στρ. Μπ.
Προϋποθέσεις της Επανάστασης του 1821
Επιμένω στην έννοια της κατάκτησης. Μόνο παρερμηνείες ή χρησιμοθηρίες υποβαθμίζουν, στην πρόσφατη ιστοριογραφία, την έννοια αυτή. Η κατάκτηση έχει τα χαρακτηριστικά της. Συνεπέφερε ωσμώσεις, εισχωρήσεις των κατακτημένων στο σύστημα των κατακτητών, δημιούργησε συνδετικούς κρίκους, αλλά και ανταρσίες. Ο Σάθας διατύπωσε ένα ερμηνευτικό σχήμα, που το ξαναβρίσκουμε στον Μακρυγιάννη, ότι ευθύς με την άλωση της Κωνσταντινούπολης αρχίζει η «αντίσταση» στην κατάκτηση. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα.
Η έννοια της κατάκτησης και η σημασία της
Πριν προχωρήσουμε, ας υπενθυμίσουμε ότι μια κατάκτηση δεν μπορεί να εδραιωθεί εάν οι κατακτημένοι δεν έχουν δομή ή δομές. Η κατάκτηση της Αμερικής προσέκρουε στους indios bravos· αυτούς δεν μπορούσαν να τους ελέγξουν. Η κατακτημένη κοινωνία, στη δική μας περίπτωση, είχε τις δομές της, και ως εκ τούτου μπορούσε να επικαθίσει σε αυτήν η οθωμανική κατάκτηση.
Η κατάκτηση, χονδρικά, διανύει δύο φάσεις: τη φάση της οθωμανικής επέκτασης και τη φάση που έπεται της αποτυχίας της Βιέννης. Στην πρώτη φάση είναι έξεργος ο λεηλατικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη δεύτερη φάση, ο λεηλατικός αυτός χαρακτήρας κατά κάποιον τρόπο εσωτερικεύεται, με τους φόρους. Ωστόσο δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ο φόρος το στοιχείο που επιδείνωνε την εκμετάλλευση· είναι το γεγονός ότι αλλάζει ο τύπος των προσόδων, συγκεκριμένα ότι πυκνώνεται ένας τύπος προσόδων, χρειάζεται συνεπώς να μελετήσουμε την εξέλιξη και διόγκωση των γαιοπροσόδων σε σχέση με τις φορολογικές προσόδους.
Βλέποντας το ζήτημα εκ των υστέρων, εκεί όπου έχουμε καταγραφές, προκύπτουν ορισμένα προφανή πράγματα: η κατακτητική κοινωνία ιδιοποιείται την οικονομία μέσω της δημιουργίας οιονεί ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία προϋπήρχε, αλλά διογκώνεται. Αν καταμετρήσουμε τον οθωμανικό πληθυσμό και την κατοχή γαιών, και μάλιστα των καλύτερων γαιών, θα δούμε ότι υπάρχει μια δυσαναλογία: η αριθμητικώς μικρότερη κοινωνία κατέχει τις περισσότερες γαίες -- αυτό είναι το αποτέλεσμα των μετρήσεων που μπορεί να γίνουν επί τη βάσει των πρώτων στατιστικών που έχουμε μετά την Επανάσταση του 1821. Και αν κάνουμε και άλλες διακρίσεις, θα δούμε ότι οι αρδευόμενες γαίες κατέχονται πρωτίστως από τους Οθωμανούς, τους μουσουλμάνους. Καλλιεργούνται με διαφόρων τύπων διανεμητικά συστήματα, κυρίως από τους κατεχόμενους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και οι κατακτητές δεν είναι άμεσοι καλλιεργητές. Στην ουσία, η γαιοκτησία αυτού του τύπου είναι αποτέλεσμα ιδιοποιήσεων μέσω της καταχρέωσης των χωρικών που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις και να μετέχουν στην αγορά, υποκείμενοι, στο μέτρο όπου μετέχουν, σε μια άνιση ανταλλαγή.
Είναι εμφανές ότι αν η κατάκτηση συνεπαγόταν τον εξισλαμισμό των κατακτημένων θα οδηγούσε σε μια σημαντικότατη μείωση των δημοσίων οικονομικών, αφού θα σήμαινε την κατάργηση του κεφαλικού φόρου. Ο Barkan έχει κάνει κάποιους σχετικούς υπολογισμούς, που δείχνουν ότι ο κεφαλικός φόρος είναι ένα από τα βασικότερα έσοδα. Έτσι, μονάχα φανατικοί μουσουλμάνοι επιθυμούσαν έναν γενικευμένο εξισλαμισμό.
Η εξωτερική διαλεκτική
Προχωρώντας στους εξωτερικούς όρους, στην εξωτερική διαλεκτική, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι υπήρχαν διάφορα σχέδια διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέσα στους διεκδικητές, τους διαδόχους, από κάποιο σημείο και ύστερα, εμφανίζονται και οι Ρώσοι· ας υπενθυμίσουμε ότι τους λαμβάνει σοβαρά υπόψη η Δυτική Ευρώπη. Δημιουργούνται διάφορα σχέδια για την απόσπαση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία του ελληνικού χώρου -- παρεμπιπτόντως, το ορολογικό πρόβλημα είναι δύσκολο: και για τους Δυτικούς και για τους Ρώσους δεν υπήρχε το «ελληνικός», αλλά υπήρχε τα Grecia, Greco, grec και τα ομόηχα σλαβικά.
Τα σχέδια ήταν πολλά: και γαλλικά, και ρωσικά, για τη δημιουργίας μιας ανεξάρτητης εδαφικότητας, η οποία, υπό τους όρους της εποχής, θα έπρεπε να τελεί υπό την προστασία μιας Δυνάμεως. Καθώς οι Δυνάμεις ήταν αντιθετικές, θα έπρεπε να βρεθεί ένας modus viventi, μια συναίνεση. Άρα, η ιδέα της εδαφικότητας υπήρχε· το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό έφτανε στους κατεχόμενους και αν έχουμε ενδείξεις που μας λένε ότι έφτανε. Και οι ενδείξεις δεν απουσιάζουν. Είναι περισσότερες, εν προκειμένω, για τη Βενετία λόγω της κατοχής φεουδαλικού τύπου των κτήσεων, ενώ είναι εμμεσότερες για την Ισπανία. Στον 18ο αιώνα υπάρχουν και γαλλικά σχέδια, όχι για την απελευθέρωση, αλλά για τη διείσδυση γαλλικών συμφερόντων μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, διείσδυση η οποία οδηγούσε σε οιονεί κυριότητα υπό την επικυριαρχία των πασάδων κάποιων περιοχών που παρουσίαζαν ενδιαφέρον, όπως η Άρτα και η περιοχή της για το γαλλικό εμπόριο.
Το μέγιστο όμως σχέδιο ήταν εκείνο της Μεγάλης Αικατερίνης, με τους πολέμους που εξαπέλυσε και στην υπηρεσία του οποίου μπήκαν πολλές ελληνικές δυνάμεις του εσωτερικού και του εξωτερικού, χωρίς όλες τους να είναι ταυτόσημες, αλλά με κοινό παρονομαστή την εξέγερση. Ας υπομνησθεί ότι οι εκτός της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ομόδοξοι βρήκαν σ’ αυτή θεσμοθετημένη δεξίωση και ποικίλους ρόλους.
Η αρχή των εθνοτήτων
Το 1789 εξαπολύει την αρχή των εθνοτήτων. «Όλα τα έθνη πολεμούν και στους τυράννους των ορμούν κλπ. Ο Ρήγας Φεραίος, βεβαίως, είναι προϊόν του 1789, και οι ελπίδες του στηρίζονται στους Ναπολεόντειους Πολέμους. Γιατί το 1789 σε εμάς έφτασε μέσω των Ναπολεοντείων Πολέμων, και όχι κατευθείαν, όσο κι αν η Γαλλική Επανάσταση απασχόλησε τα πνεύματα της εποχής, με προεξάρχοντα τον Κοραή.
Το ερώτημα είναι πώς εσωτερικεύεται η αρχή των εθνοτήτων. Η συνήθης απάντηση είναι ότι υπάρχουν οι στοχαστές, οι λόγιοι, που είναι προϊόντα του Διαφωτισμού, οι οποίοι δίνουν το ιδεολογικό στίγμα της μελλοντικής εξέγερσης. Η διαπίστωση είναι σωστή, μόνο που θα πρέπει να δούμε ποια ήταν τα αντίστοιχα ιδεολογικά σχήματα τα οποία υπήρξαν στο παρελθόν.
Όταν δούμε την Επανάσταση του 1821, θα διαπιστώσουμε ότι είναι μια δημοκρατική επανάσταση. Ας διευκρινίσουμε κάτι: όταν ο Ρήγας Φεραίος μιλάει για Έλληνες δεν εννοεί τους σύγχρονους Έλληνες, εννοεί τους αρχαίους Έλληνες. Η République Française θα παρατεθεί δίπλα στην Republique Grecque, Grecque ancienne. Υπήρξαν Βαλκάνιοι που είπαν ναι, εμείς αυτό το αναγνωρίζουμε. Και το «ελληνικός» δεν παρέπεμπε σε αυτό που παραπέμπει σήμερα, στο γραικικό, αλλά στην αρχαιότητα, που ο Ανάχαρσις την είχε αναδείξει. Αλλιώς δεν εξηγείται αυτή η αντίφαση που υπάρχει στο πολίτευμα του Ρήγα αναφορικά με την ενίσχυση των εθνικών γλωσσών και με τις διοικητικές ιδιομορφίες. Και οι ίδιοι οι Τούρκοι ως προς τους αρχαίους Έλληνες, τους Γιουνάν, δεν είχαν απολύτως καμία αντιπαλότητα. Και τον 18o αιώνα, ο Tούρκος αξιωματούχος του Μοριά, ο Πενάχ Εφέντης τους λέει Γιουνάν. Η χρήση του Γιουνάν, σύμφωνα με την οθωμανική γεωγραφία του 16ο αιώνα, παραπέμπει στη δυτική πτέρυγα της Αυτοκρατορίας, όχι στο έθνος Έλληνες. Και όταν λένε Γιουνάν δεν εννοούν μόνο τους ελληνόφωνους. Υπάρχει μια ρήτρα σε έναν κανουναμέ, που δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «Γιουνάν» αλλά «Ρουμ»· και αυτοί οι Ρουμ πρέπει να καταβάλουν τον φόρο τους στο Ίλιντεν. Βουλγάρικη είναι η λέξη, επειδή όμως είναι ορθόδοξοι, τους θεωρεί ρουμ.
Η Επανάσταση του 1821, λοιπόν, δεν μπορούσε παρά να είναι εθνική, και ως εθνική, τη δεδομένη στιγμή, δεν μπορούσε παρά να είναι δημοκρατική, να φτιάξει Συντάγματα. Το ερώτημα είναι: Υπάρχουν υποδοχές, ώστε να φτιαχτούν Συντάγματα; Οι υποδοχές υπήρχαν, γιατί τα κοινοτικά συστήματα ενείχαν υποτυπωδώς την έννοια του καταστατικού χάρτη, που έπαιρνε μάλιστα και γραπτή μορφή, μόνο που δεν ήταν, βέβαια, Συντάγματα. Αφήνω στην άκρη το παράδειγμα της Επτανήσου Πολιτείας, γιατί θα μας πήγαινε μακριά, αλλά χρειάζεται να το θυμόμαστε, και μάλιστα το Σύνταγμά του, έναν καταστατικό χάρτη που δεν είναι βέβαια αυτό που εννοούμε σήμερα με τη λέξη «Σύνταγμα». Αντιθέτως, θα πρέπει να υπομνήσουμε την περίοδο των δημοκρατικών Γάλλων κατά την οποία οι δημοκρατικότεροι τοπικοί συντελεστές προσέβλεπαν σε μια επέκταση αυτής της αυτονομίας προς τον τουρκοκρατούμενο χώρο· λόγοι όμως κρατικής πολιτικής δεν τους επέτρεπαν να το πουν μεγαλοφώνως. Το έλεγαν υπορρήτως. Το ξέρουμε από τους λόγους που εκφωνούνταν στην Πατριωτική Εταιρεία της Κέρκυρας.
Οι οικονομικοί όροι
Χωρίς την επίγνωση όλων αυτών, και κυρίως των μηχανισμών που υπόκεινται σε αυτές τις διαδικασίες, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε μια σωστή αποτίμηση του 1821 και θα μέναμε σε κάποια σχήματα, όπως λ.χ. στον πόθο της ελευθερίας, που αποτέλεσε και το έδεσμα της εθνικής ρητορείας, ή στο ότι ανδρώθηκε μια τάξη η οποία μπορούσε να κάνει επανάσταση, η αστική τάξη.
Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το δεύτερο σχήμα. Έχουμε τους εμπόρους των μεγάλων αποστάσεων, τους βιοτέχνες, ανθρώπους της εσωτερικής αγοράς -- και αναρωτιέμαι αν όλα αυτά αποτελούν μια αστική τάξη και, κυρίως, αν οι οικονομικοί όροι αυτής της αστικής τάξης οδηγούσαν στην Επανάσταση. Η δική μου απάντηση είναι ότι αυτοί οι οικονομικοί όροι δεν οδηγούσαν στην επανάσταση· οι έμποροι δεν είχαν κανέναν λόγο να έχουν ανεξάρτητο κράτος, η οικονομική δυναμική δεν οδηγούσε στην επανάσταση, διότι οι έμποροι αυτοί επωφελούνταν από το υφιστάμενο σύστημα, στη δικαιοπραξία του οποίου είχαν βρει τα δικά τους αντίδοτα, δεν είχαν λόγους να θέλουν την αλλαγή του.
Δεν έχουμε, όμως, καμιά επιδείνωση της φορολογίας. Ο 17oς αιώνας είναι ένας αιώνας ελλειμματικός από την άποψη των δημοσίων εσόδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εξηγήσεις έχουν δοθεί: είναι συνδυασμός δημογραφικής και φοροδοτικής κρίσης. Και κλειδί της ερμηνείας είναι ο εκχρηματισμός της οικονομίας, ο οποίος μπορεί να είναι παρωθητικός ή αποδιαρθρωτικός. Για ορισμένα επαγγέλματα ή ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες είναι παρωθητικός, για τη μεγάλη μάζα είναι αποδιαρθρωτικός.
Είμαι λοιπόν εντελώς αντίθετος στην άποψη ότι η οικονομική συγκυρία συνέβαλε στην Επανάσταση του 1821. Μια καλή ανάγνωση του Ερνέστ Λαμπρούς, του περίφημου άρθρου του για τη γέννηση των επαναστάσεων και την οικονομική συγκυρία, δεν θα οδηγούσε στο σχήμα ότι με τη λήξη των Ναπολεοντείων Πολέμων, άρα με τον γρήγορο πλουτισμό λόγω του εξαγωγικού εμπορίου που αναπτύχθηκε παραβιάζοντας τον αποκλεισμό, ξαφνικά δόθηκε το έναυσμα για την Επανάσταση. Είναι μια μηχανιστική αντίληψη και θέλω εδώ να επικαλεστώ και τον Νίκο Σβορώνο, που δεν την υπερασπίστηκε ποτέ.
Με τον ηπειρωτικό και ναυτικό αποκλεισμό, οι λεγόμενες «ναυτικές νήσοι» γεμίζουν βέβαια χρήματα. Δεν γίνονται όμως καπιταλιστές: ή τα συσσωρεύουν στις στέρνες ή τα επενδύουν στις παραδοσιακές δραστηριότητες. Και ας μην ξεχνάμε ότι οι Υδραίοι λ.χ. σκέφτονταν μην τυχόν μεταναστεύσουν, στο Τριέστι ή κάπου αλλού.
Ας σημειώσουμε όμως ότι το χρήμα κυκλοφορούσε και συσσωρευόταν όχι πάντοτε μέσα από αυτό που θα αποκαλούσαμε οικονομικές διαδικασίες. Ήταν αποτέλεσμα λείας. Όταν ο Ψαλλίδας γράφει στον Μαυροκορδάτο και του προτείνει την κινητοποίηση των Αλβανών, του επισημαίνει ότι η Αρβανιτιά είναι γεμάτη χρήμα. Από πού προέρχεται αυτό το χρήμα; Όχι βέβαια από τις οικονομικές τους δραστηριότητες, αλλά από τις λεηλασίες. Και είχε συσσωρευθεί πάρα πολύ. Αυτό το χρήμα όμως δεν ήταν κεφάλαιο, ήταν πλούτος.
Το ζήτημα των ελίτ
Ανοίγω μια παρένθεση για το ζήτημα των ελίτ. Θα ήθελα να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα σε elites και notables. Εμείς είχαμε notables, ελληνιστί λέγονται προύχοντες, πρόκριτοι, άρχοντες παλαιότερα πριν από την τουρκική κατάκτηση. Στην Επανάσταση ξανάρχεται ο όρος, επειδή ο άρχοντας, που ανήκει σε ένα νοητικώς διευρυμένο φεουδαλικό σύστημα, είναι αυτός που υποχρεώνει και υποχρεώνεται. Εκείνο που διασώθηκε μέσα στην πρόσληψη του άρχοντα είναι όχι η υποχρέωση που υποβάλλει, αλλά η υποχρέωση στην οποία επιβάλλεται. Γι’ αυτό έχουμε την έννοια της αρχοντιάς. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος έχει γράψει μια ωραιότατη σελίδα για το τι σημαίνει αρχοντιά: δεν σημαίνει πλούτο, είναι κίνημα ψυχής. Όταν ο Φλωράκης ήταν σε μια μάχη, όρθιος, του λέει μια γυναίκα στη Ρούμελη: Αχ, εσύ, όλο αρχοντιά! Αυτοί οι άρχοντες είναι διαφορετικοί από τους «αρχόντους» των Επτανήσων, που αποτελούσαν μια κοινωνική κατηγορία.
Πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στις elites και τους notables. Τους notables θα τους λέγαμε, όπως είπαμε, πρόκριτους, προύχοντες, αλλά επιβιώνει και ο όρος «άρχοντες», σε άρχοντες της Λειβαδιάς για παράδειγμα. Και τις elites θα τους λέγαμε εκλεκτούς, γενάδες. Και οι πρόκριτοι έχουν να διαδραματίσουν διοικητικούς, οικονομικούς, ηγετικούς ρόλους, ενώ οι elites έχουν να διαδραματίσουν ρόλους διανοητικούς, είναι intellectuels. Μπορεί να μετέχουν στα διοικητικά, αλλά δεν είναι ο κανόνας.
Και πάλι η έννοια της κατάκτησης
Κλείνοντας, επιμένω ότι το βασικό σημείο, για να καταλάβουμε το ξέσπασμα της Επανάστασης είναι η έννοια της κατάκτησης. Και ας μην αναζητάμε λόγους όπως η επιδείνωση της φορολογίας. Εκείνο που προϋπήρχε και επεξετάθη είναι η ιδιοποίηση της γης, δηλαδή η εξαγωγή γαιοπροσόδων, που έγινε με μια ορισμένη μεθοδολογία. Και που δεν είναι μια μετεξέλιξη του τιμαριωτικού συστήματος, δεν έχει καμία σχέση. Είναι η δημιουργία μιας οιονεί ατομικής ιδιοκτησίας, με δύο τρόπους. Ο ένας είναι η κατάκτηση και αξιοποίηση των μη καλλιεργούμενων εδαφών, που τη θέτουν σε εφαρμογή οι λεγόμενοι «σκλάβοι της πύλης» οι κουλ, εφόσον ο τιμαριώτης έδινε τη συγκατάθεσή του. Και ο δεύτερος είναι μέσα από το σύστημα της καταχρέωσης, λόγω του οποίου τα χωριά, τα μικρά, αδύναμα χωριά, έγιναν τσιφλίκια.
Η οιονεί ταξική διαπάλη συνεχίστηκε στην Επανάσταση, οι κοτζαμπάσηδες, οι προύχοντες ήθελαν να διαιωνίσουν τους ηγετικούς τους ρόλους, αποδέχονται τα Συντάγματα (έχουμε και το πρώτο πείραμα, το Σύνταγμα των Καλτεζών), οι πολεμικές ηγεσίες θέλουν να διαιωνίσουν τους ηγετικούς τους ρόλους. Αυτά δεν γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Στη διάρκεια της Επανάστασης διεκδικούν αρματολίκια μετονομασμένα. Οι νησιώτες θέλουν να διεκδικήσουν κι αυτοί τους ηγετικούς τους ρόλους. Έτσι εμφανίζονται οι τοπικότητες, αλλά όλοι αυτοί θα πρέπει να υιοθετήσουν μια πολιτική ιδεολογία. Και έχουμε, δημιουργούνται, τα τρία κόμματα. Έχουμε, ανάμεσα στα παραδείγματα, την ενδεικτική μαρτυρία ανθρώπου που είπε ότι στη Ρωσία πριν την Επανάσταση αισθανόμασταν ελεύθεροι, γιατί ακούγαμε τις καμπάνες μας, αλλά τώρα θα πρέπει να ακολουθήσουμε το αγγλικό σύστημα, το φιλελεύθερο.
Χαρακτήρας και ιδεολογία της Επανάστασης
Αλλά ας ξανάρθουμε στην ιδεολογία της Επανάστασης: επανάσταση εθνική με δημοκρατική, αστική συνεπώς ιδεολογία, εκφραστές της οποίας ήταν οι άνθρωποι που μετείχαν στην κίνηση των ιδεών της εποχής τους, με φυσικούς αποδέκτες όσους έρχονταν σε επαφή με την αναφλεγόμενη Δυτική Ευρώπη. Η προετοιμασία είχε γίνει από πριν: Κοραής, Ρήγας, ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας, για να μείνουμε σε λίγα εκπρεπή παραδείγματα. Πολιτικώς η επανάσταση ήταν αστική. Τα κοινωνικά και οικονομικά της εδράσματα ήταν πολυσύνθετα, δυνάμει συγκλίνοντα στην εσωτερίκευση του αστικού ιδεώδους. Εργαλείο της Επανάστασης η Φιλική Εταιρεία, μια από τις πολλές εταιρείες που είχαν ανακύψει σε διάφορες χώρες. Η ρωσική δεξίωση των «ομοδόξων» μπορούσε να βρει μια μεταλλαγμένη συνάφεια με τους Δεκεμβριστές. Με δυο λόγια, πολύπλεγμα ιδεολογιών μέσα σε όρους κατάκτησης. Ας μείνουμε ως εδώ: πολιτικώς και ιδεολογικώς αστική επανάσταση, όχι η επανάσταση μιας αστικής τάξης που την οδηγούσε λόγω της οικονομικής της δυναμικής σε μια επανάσταση εθνική και συνάμα δημοκρατική.
Ο διάλογος συνεχίζεται στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων:
http://enthemata.wordpress.com/2011/03/26/asdrahas/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου