Της Ελίζας Παπαδάκη, ΝΕΑ,30.3.11
Πυρετωδώς ετοιµάζεται αυτές τις µέρες το «µεσοπρόθεσµο πλαίσιο δηµοσιονοµικής στρατηγικής». Και είναι κρίµα που ένα τόσο χρήσιµο εργαλείο πρωτοδοκιµάζεται στη χώρα µας στις τωρινές, αφόρητα πιεστικές συνθήκες: αντί να αποτελέσει έναυσµα για µια αναγκαία δηµόσια συζήτηση προτεραιοτήτων (ποια δηµόσια αγαθά θέλουµε να αναπτύξουµε τα επόµενα τέσσερα χρόνια 2012-15, πόσο κοστίζουν, µε ποιους πόρους θα τα χρηµατοδοτήσουµε, µε πρόσθετους φόρους που θα πληρώσουν ποιοι, ή µήπως από εξοικονοµήσεις, και πάλι, σε ποιους τοµείς, πότε θα ελέγξουµε την απόδοση κάθε δαπάνης ως προς τον σκοπό της;), υπακούει στο ένα, αµείλικτο ερώτηµα: πώς θα αποφύγουµε τη χρεοκοπία; Από πού ευχερέστερα, εποµένως, µπορούν να κοπούν δαπάνες, ερώτηµα που δεν συµπίπτει υποχρεωτικά µε το ποιες περικοπές θα εξυπηρετούσαν καλύτερα το συνολικό κοινωνικό συµφέρον.
Φάνηκε να µην έχουµε καν χρόνο για να ορίσουµε το γενικό συµφέρον όλης της κοινωνίας στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που βρεθήκαµε. Ετσι, από τη µια, οι περικοπές υπαγορεύονται από τεχνικές προδιαγραφές ειδικευµένων διεθνών ή ευρωπαϊκών γραφειοκρατιών, όπως τις εισάγει η τρόικα, που δεν είναι βέβαιο ότι ανταποκρίνονται πάντα στις εδώ πραγµατικότητες. Από την άλλη, βλέπουµε, έναν χρόνο τώρα, πώς παρεµβάλλονται και πώς σταθµίζονται, ανάλογα µε την ισχύ τους, οι οργανωµένες αντιστάσεις επιµέρους συµφερόντων. Παραδείγµατα δεν λείπουν, από τις εξαιρέσεις του Ασφαλιστικού µέχρι τις χιλιάδες ανεφάρµοστες µετατάξεις...
Είναι κρίµα λοιπόν που δεν ξεκίνησαν και σ’ εµάς να εφαρµόζονται µεσοπρόθεσµα δηµοσιονοµικά προγράµµατα από τη δεκαετία του 1990 ακόµα, όπως σε τόσες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που δεν εισακούστηκαν οι µεµονωµένες επιστηµονικές, αλλά και πολιτικές φωνές που το εισηγούνταν. Από πολλές απόψεις θα µπορούσαµε να είµαστε καλύτερα σήµερα, µε σπουδαιότερη ίσως µια αυξηµένη αίσθηση διαφάνειας και καταλογισµού ευθυνών στην κοινή γνώµη, γνώσης των στόχων και ελέγχου των αποτελεσµάτων, µια αίσθηση πρακτικής δηµοκρατίας που µας λείπει. Πολλές σπατάλες θα είχαν αποφευχθεί και άλλες δαπάνες θα έπιαναν περισσότερο τόπο, έστω και αν τελικά δεν είχαµε αποφύγει την κρίση. Αλλά δεν ωφελεί να κλαίµε για το χυµένο γάλα. Οσο ασφυκτικές κι αν είναι οι περικοπές που επιβάλλονται (από το 49,3% του ΑΕΠ σήµερα οι δηµόσιες δαπάνες επιδιώκεται να περιοριστούν σε 44% το 2015, απ’ όπου µάλιστα αυξανόµενο µερίδιο θα απορροφούν οι τόκοι του χρέους), και πάλι πολλά µπορούν να γίνουν.
Προϋποθέτουν όµως κινητοποιήσεις που δεν έχουµε δει έως σήµερα: οι εργαζόµενοι του δηµόσιου τοµέα, στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που µας έχουν συνηθίσει, όχι για να «παραλύσουν» πάλι σχολεία και νοσοκοµεία, υπηρεσίες, συγκοινωνίες, αλλά για να λειτουργήσουν πιο σωστά για καλύτερα αποτελέσµατα, αξιοποιώντας πόρους, εξοπλισµούς, τον εργάσιµο χρόνο. Ουτοπικό δεν είναι, ιστορικά προηγούµενα θα βρούµε σε παλιότερες εθνικές κρίσεις – εθνική κρίση και µεγάλη δεν είναι άραγε και η έκρηξη του χρέους; Θα βρεθούν ξανά κάποιοι να ξεσηκώσουν τους συναδέλφους τους; Ταυτόχρονα, χρειάζεται κινητοποίηση από την κυβέρνηση: περισσότερη συνεννόηση, πρώτα εσωτερικά, κατόπιν µε δυνάµεις της κοινωνίας, µε άλλα κόµµατα, σχέδια ικανά να προχωρήσουν και να εµπνέουν. Σε κάθε περίπτωση, η εµµονή στις περικοπές, µε την ελπίδα ότι θα αποκατασταθεί η εµπιστοσύνη των αγορών, δεν αρκεί. Ωστόσο, δεν είναι θέµα της κυβέρνησης µόνο, αλλά των πολιτικών και κοινωνικών δυνάµεων του τόπου. Εναν χρόνο έχουµε µπροστά µας, µετά θα εξαντληθούν τα 110 δισ. των Ε.Ε. / ∆ΝΤ. Θα καταφέρουµε µέχρι τότε να γυρίσουµε την οικονοµία;
∆εν είναι σίγουρο. Ενθαρρυντικές διακρίνονται κάποιεςπρώτες ενδείξεις ανάκαµψης, στις εξαγωγές, στον τουρισµό, µερικές λιγοστές νέες παραγωγικές πρωτοβουλίες,τίποτα όµωςστα φορολογικά έσοδα. Οι τελευταίεςαποφάσεις των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνιστούν, όπως αναµενόταν, συµβιβασµόµεταξύ των χωρών, µολονότι η κρίση θα απαιτούσε πιο καθαρές λύσεις. Μέτρα σαντο ευρωοµόλογο ήταν αδύνατο να υιοθετηθούν, αφού προσέκρουαν στην ισχυρή αντίδραση σηµαντικών κοινωνικών µερίδωνστη Γερµανία και αλλού, που αρνούνταν να επωµιστούνένα τέτοιο κόστος αλληλεγγύης. Από την άλλη πλευρά, το αρχικό σχέδιο να εµπλακεί ο ιδιωτικός τοµέας σε τυχόν «διάσωση» υπερχρεωµένης χώρας, που θαισοδυναµούσε στην περίπτωσή µας µε καταστροφική χρεοκοπία, απείρως πιο επώδυνη από το Μνηµόνιο, καθίσταται δύσκολο να τεθεί σεεφαρµογή ως «έσχατη» εκδοχή, όταν όλα τα άλλα δεν αποδίδουν, λόγος για τον οποίο η κεγκελάριος Μέρκελ δέχθηκε δριµεία κριτική στηχώρα της. Κάπου στη µέση βρισκόµαστε, έχοντας αποσπάσει διευκολύνσεις σταεπιτόκια και τον χρόνο εξόφλησης, αλλά µε µαύρα σενάρια να κυκλοφορούν στην Ευρώπη για εµάς. Η διάψευσή τους αξίζει µια όσο γίνεται πιο συλλογική προσπάθεια.
Φάνηκε να µην έχουµε καν χρόνο για να ορίσουµε το γενικό συµφέρον όλης της κοινωνίας στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που βρεθήκαµε. Ετσι, από τη µια, οι περικοπές υπαγορεύονται από τεχνικές προδιαγραφές ειδικευµένων διεθνών ή ευρωπαϊκών γραφειοκρατιών, όπως τις εισάγει η τρόικα, που δεν είναι βέβαιο ότι ανταποκρίνονται πάντα στις εδώ πραγµατικότητες. Από την άλλη, βλέπουµε, έναν χρόνο τώρα, πώς παρεµβάλλονται και πώς σταθµίζονται, ανάλογα µε την ισχύ τους, οι οργανωµένες αντιστάσεις επιµέρους συµφερόντων. Παραδείγµατα δεν λείπουν, από τις εξαιρέσεις του Ασφαλιστικού µέχρι τις χιλιάδες ανεφάρµοστες µετατάξεις...
Είναι κρίµα λοιπόν που δεν ξεκίνησαν και σ’ εµάς να εφαρµόζονται µεσοπρόθεσµα δηµοσιονοµικά προγράµµατα από τη δεκαετία του 1990 ακόµα, όπως σε τόσες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που δεν εισακούστηκαν οι µεµονωµένες επιστηµονικές, αλλά και πολιτικές φωνές που το εισηγούνταν. Από πολλές απόψεις θα µπορούσαµε να είµαστε καλύτερα σήµερα, µε σπουδαιότερη ίσως µια αυξηµένη αίσθηση διαφάνειας και καταλογισµού ευθυνών στην κοινή γνώµη, γνώσης των στόχων και ελέγχου των αποτελεσµάτων, µια αίσθηση πρακτικής δηµοκρατίας που µας λείπει. Πολλές σπατάλες θα είχαν αποφευχθεί και άλλες δαπάνες θα έπιαναν περισσότερο τόπο, έστω και αν τελικά δεν είχαµε αποφύγει την κρίση. Αλλά δεν ωφελεί να κλαίµε για το χυµένο γάλα. Οσο ασφυκτικές κι αν είναι οι περικοπές που επιβάλλονται (από το 49,3% του ΑΕΠ σήµερα οι δηµόσιες δαπάνες επιδιώκεται να περιοριστούν σε 44% το 2015, απ’ όπου µάλιστα αυξανόµενο µερίδιο θα απορροφούν οι τόκοι του χρέους), και πάλι πολλά µπορούν να γίνουν.
Προϋποθέτουν όµως κινητοποιήσεις που δεν έχουµε δει έως σήµερα: οι εργαζόµενοι του δηµόσιου τοµέα, στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που µας έχουν συνηθίσει, όχι για να «παραλύσουν» πάλι σχολεία και νοσοκοµεία, υπηρεσίες, συγκοινωνίες, αλλά για να λειτουργήσουν πιο σωστά για καλύτερα αποτελέσµατα, αξιοποιώντας πόρους, εξοπλισµούς, τον εργάσιµο χρόνο. Ουτοπικό δεν είναι, ιστορικά προηγούµενα θα βρούµε σε παλιότερες εθνικές κρίσεις – εθνική κρίση και µεγάλη δεν είναι άραγε και η έκρηξη του χρέους; Θα βρεθούν ξανά κάποιοι να ξεσηκώσουν τους συναδέλφους τους; Ταυτόχρονα, χρειάζεται κινητοποίηση από την κυβέρνηση: περισσότερη συνεννόηση, πρώτα εσωτερικά, κατόπιν µε δυνάµεις της κοινωνίας, µε άλλα κόµµατα, σχέδια ικανά να προχωρήσουν και να εµπνέουν. Σε κάθε περίπτωση, η εµµονή στις περικοπές, µε την ελπίδα ότι θα αποκατασταθεί η εµπιστοσύνη των αγορών, δεν αρκεί. Ωστόσο, δεν είναι θέµα της κυβέρνησης µόνο, αλλά των πολιτικών και κοινωνικών δυνάµεων του τόπου. Εναν χρόνο έχουµε µπροστά µας, µετά θα εξαντληθούν τα 110 δισ. των Ε.Ε. / ∆ΝΤ. Θα καταφέρουµε µέχρι τότε να γυρίσουµε την οικονοµία;
∆εν είναι σίγουρο. Ενθαρρυντικές διακρίνονται κάποιεςπρώτες ενδείξεις ανάκαµψης, στις εξαγωγές, στον τουρισµό, µερικές λιγοστές νέες παραγωγικές πρωτοβουλίες,τίποτα όµωςστα φορολογικά έσοδα. Οι τελευταίεςαποφάσεις των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνιστούν, όπως αναµενόταν, συµβιβασµόµεταξύ των χωρών, µολονότι η κρίση θα απαιτούσε πιο καθαρές λύσεις. Μέτρα σαντο ευρωοµόλογο ήταν αδύνατο να υιοθετηθούν, αφού προσέκρουαν στην ισχυρή αντίδραση σηµαντικών κοινωνικών µερίδωνστη Γερµανία και αλλού, που αρνούνταν να επωµιστούνένα τέτοιο κόστος αλληλεγγύης. Από την άλλη πλευρά, το αρχικό σχέδιο να εµπλακεί ο ιδιωτικός τοµέας σε τυχόν «διάσωση» υπερχρεωµένης χώρας, που θαισοδυναµούσε στην περίπτωσή µας µε καταστροφική χρεοκοπία, απείρως πιο επώδυνη από το Μνηµόνιο, καθίσταται δύσκολο να τεθεί σεεφαρµογή ως «έσχατη» εκδοχή, όταν όλα τα άλλα δεν αποδίδουν, λόγος για τον οποίο η κεγκελάριος Μέρκελ δέχθηκε δριµεία κριτική στηχώρα της. Κάπου στη µέση βρισκόµαστε, έχοντας αποσπάσει διευκολύνσεις σταεπιτόκια και τον χρόνο εξόφλησης, αλλά µε µαύρα σενάρια να κυκλοφορούν στην Ευρώπη για εµάς. Η διάψευσή τους αξίζει µια όσο γίνεται πιο συλλογική προσπάθεια.
Ενθαρρυντικές διακρίνονται κάποιες πρώτες ενδείξεις ανάκαµψης, στις εξαγωγές, στον τουρισµό, µερικές λιγοστές νέες παραγωγικές πρωτοβουλίες, τίποτα όµως στα φορολογικά έσοδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου