Της Ελίζας Παπαδάκη, ΝΕΑ, 8.6.11
Στις δύσκολες µέρες που έχουµε µπροστά µας, µέχρι να κατασταλάξουν κυβέρνηση και Βουλή αν µπορούν να υιοθετήσουν ένα αποτελεσµατικό Μεσοπρόθεσµο ∆ηµοσιονοµικό Πρόγραµµα – γιατί, αν όχι, οδεύουµε προς άλλες εξελίξεις, απρόβλεπτες και αρκετά ανησυχητικές – , καλόείναι οι πολίτες της χώρας, «Αγανακτισµένοι» ή όχι, να σκεφτούµε µερικά πράγµατα. Και το πρώτο είναι ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να µηδενίσουµε το δηµόσιο έλλειµµα, να φέρουµε σε ισορροπία τα έσοδα και τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισµο ύ καθώς και του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα. Αυτή η υποχρέωση δεν µας επιβλήθηκε από την τρόικα, προέκυψε τους πρώτους µήνες του 2010 όταν, για λόγους που αδυνατούσαµε να επηρεάσουµε, οιαγορές έκλεισαν για εµάς: αξίωναν υπέρογκα επιτόκια και δενγινόταν πια ναχρηµατοδοτήσουµε το έλλειµµα, όπως όλα τα προηγούµενα χρόνια αφότου µπήκαµε στο ευρώ. «Εκριναν», µετά τη µεγάληχρηµατοοικονοµική κρίση, ότι το αυξανόµενο χρέος της χώρας κινδύνευενα πάψει να εξυπηρετείται.
Με το δάνειο των 110 δισ.ευρώ η Ε.Ε. και το ∆ΝΤ µας έδωσαν τη δυνατότητα να προσαρµοστούµε στο µηδενικό έλλειµµα µέσα σε τέσσερα χρόνια αντί αµέσως, οπότε αποφεύχθηκαν κοινωνικές επιπτώσεις πολύ πιο βάναυσες εδώ, ένας ισχυρός, επικίνδυνος κλονισµός στην ευρωζώνη και το τραπεζικό της σύστηµα. Το Μνηµόνιο είναι µια «συνταγή», ένα σύνολο µέτρων ώστε να επιτευχθεί ο µηδενισµός του δηµοσίου ελλείµµατος έως το 2015: περικοπές δηµοσίων δαπανών, αύξηση φορολογικών συντελεστών και άλλα µέτρα προκειµένου να αυξηθούν τα δηµόσια έσοδα, ευρύτερες πολιτικές µε στόχο να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονοµίας, να περιοριστεί το κόστος ώστε να αγοράζονται περισσότερα εγχώρια προϊόντα και υπηρεσίες, να αυξηθούν ξανά παραγωγή και απασχόληση. Ο ισχυρισµός ότι «απέτυχε» το Μνηµόνιο δεν ευσταθεί. Εξαρχής είχε δηλωθεί ξεκάθαρα ότι αν κάποια µέτρα δεν αποδίδουν, θα συµπληρώνονται µε άλλα ώστε ναεπιτυγχάνονται οι ποσοτικοίστόχοι. Κατά πρώτο λόγο αυτό αφορά τα φορολογικά έσοδα, όπου η κυβέρνηση διαπραγµατεύθηκε µεγαλύτερη αύξησή τους από όσο θεωρούσε ρεαλιστικό η τρόικα, προσπαθώντας να γλιτώσει δαπάνες και απολύσεις. Σε ένα πράγµα όντως έπεσε έξω το Μνηµόνιο: στην πρόβλεψηότι από το 2012 η Ελλάδα θα δανειζόταν ξανά από τις αγορές για να αναχρηµατοδοτήσει χρεολύσια. Τέτοια επιστροφή δεν φαίνεται δυνατή, για λόγους που σχετίζονται λιγότερο µε τη δική µας πορεία, περισσότερο µε τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις. Ανοιξε, έτσι, στην Ευρώπη µια δύσκολη συζήτηση για να χορηγηθεί νέο δάνειο στη χώρα µας.
∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι στη διαχείριση της κρίσηςτου χρέους οι ευρωπαϊκέςηγεσίες ολιγώρησαν υπό το κράτος εθνικών πολιτικών υπολογισµών,επιβαρύνοντας το κόστος. Οσο παραµένουν αµφίθυµες, διακυβεύουν το µέλλον του ευρώ, ολόκληρο τοευρωπαϊκό εγχείρηµα εντέλει. Ενώ ορθά τις επικρίνουµε,ας λαµβάνουµε υπόψη καιµιαν αρνητικήκοινή γνώµη απέναντί µας, που χρειάζεται και εµείς να προσπαθήσουµε να µεταστρέψουµε. Ωστόσο, η διερεύνηση του τρόπου χρηµατοδότησης των χρεολυσίων µας τα επόµενα χρόνια – πόσα θα βάλουν τα κράτη µέσω του ευρωπαϊκού Μηχανισµού, σε ποια έκταση ενδέχεται να κληθούν ιδιώτες πιστωτές να αντικαταστήσουν λήγοντα οµόλογα µε νέα, µε ποιεςεγγυήσεις κρατικής µας περιουσίας (;) – κατά τίποτα δεν αλλάζει την υποχρέωσή µας να µηδενίσουµε το δηµόσιο έλλειµµα έως το 2015 (περισσότερος χρόνος δεν µας δίνεται, αν απορρίψουµε το Μνηµόνιο θα αναγκαστούµε να το µηδενίσουµε κυριολεκτικά αύριο!), να συµφωνήσουµε στη µεσοπρόθεσµη στρατηγική που θαµας οδηγήσει εκεί.
Φέτος παρατηρείται σηµαντική υστέρηση στην είσπραξη δηµοσίων εσόδων. Είτε αποδίδεται στην εντονότερη ύφεση και σε ρυθµίσεις ευνοϊκές για τους φορολογουµένους (συµψηφισµοί, αποδείξεις), είτε στις αδυναµίες των υπηρεσιών, είτε στο στρεβλό φορολογικό σύστηµα, απαιτούνται πρόσθετα µέτρα. Ωστόσο, αντιµετωπίζονται ως φοροεπιδροµές και νέα χαράτσια, ο δε πρόεδρος της Νέας ∆ηµοκρατίας επιµένει να µειωθούν οι φόροι! Αντίστοιχες περικοπές δαπανών ώστε να αντισταθµιζόταν η άµεση περαιτέρω απώλεια εσόδων δεν προτείνει.
Οι κοινωνίες της Ευρώπης όµως διατηρούν και αναπτύσσουν δηµόσια αγαθά – παιδεία, υγεία, περιβάλλον, πρόνοια, ασφάλεια – πληρώνοντας φόρους. Το 2009, τελευταία χρονιά µε δηµοσιευµένες συγκρίσεις,χαµηλότερο συντελεστήφορολόγησης των εταιρικών κερδών από εµάς είχε η Ιρλανδία 12,5%, ενώ µεταξύ 10%-19% είχαν έξι πρώην σοσιαλιστικές χώρες και η Κύπρος. Αλλά η Ιταλία είχε 27,5%, ηΙσπανία 30%, Γαλλία και Βέλγιο 33% κ.λπ. Για τα φυσικά πρόσωπα, εξάλλου, το αφορολόγητο όριο συχνά είναι χαµηλότερο από το δικό µας: Ισπανία 5.151
ευρώ π.χ., Γαλλία 5.852, Βέλγιο 6.690, Γερµανία 7.834. Εχουµε αναγνωρίσει το πρόβληµα της φοροδιαφυγής, αλλά φόρους δεν αποφεύγουµε µόνον αποκρύπτοντας εισόδηµα. Φορολογούµαστε λιγότερο, από τον Γερµανό π.χ., και για το ίδιο εισόδηµα που δηλώνουµε! Πρέπει να δούµε πώς µοιράζονται τα βάρη, πού πηγαίνουν οι φόροι, αλλά και να δώσουµε συνολικά περισσότερα. Αυτή τη συζήτηση δεν θα την κάνουµε, έστω, τώρα;
Με το δάνειο των 110 δισ.ευρώ η Ε.Ε. και το ∆ΝΤ µας έδωσαν τη δυνατότητα να προσαρµοστούµε στο µηδενικό έλλειµµα µέσα σε τέσσερα χρόνια αντί αµέσως, οπότε αποφεύχθηκαν κοινωνικές επιπτώσεις πολύ πιο βάναυσες εδώ, ένας ισχυρός, επικίνδυνος κλονισµός στην ευρωζώνη και το τραπεζικό της σύστηµα. Το Μνηµόνιο είναι µια «συνταγή», ένα σύνολο µέτρων ώστε να επιτευχθεί ο µηδενισµός του δηµοσίου ελλείµµατος έως το 2015: περικοπές δηµοσίων δαπανών, αύξηση φορολογικών συντελεστών και άλλα µέτρα προκειµένου να αυξηθούν τα δηµόσια έσοδα, ευρύτερες πολιτικές µε στόχο να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονοµίας, να περιοριστεί το κόστος ώστε να αγοράζονται περισσότερα εγχώρια προϊόντα και υπηρεσίες, να αυξηθούν ξανά παραγωγή και απασχόληση. Ο ισχυρισµός ότι «απέτυχε» το Μνηµόνιο δεν ευσταθεί. Εξαρχής είχε δηλωθεί ξεκάθαρα ότι αν κάποια µέτρα δεν αποδίδουν, θα συµπληρώνονται µε άλλα ώστε ναεπιτυγχάνονται οι ποσοτικοίστόχοι. Κατά πρώτο λόγο αυτό αφορά τα φορολογικά έσοδα, όπου η κυβέρνηση διαπραγµατεύθηκε µεγαλύτερη αύξησή τους από όσο θεωρούσε ρεαλιστικό η τρόικα, προσπαθώντας να γλιτώσει δαπάνες και απολύσεις. Σε ένα πράγµα όντως έπεσε έξω το Μνηµόνιο: στην πρόβλεψηότι από το 2012 η Ελλάδα θα δανειζόταν ξανά από τις αγορές για να αναχρηµατοδοτήσει χρεολύσια. Τέτοια επιστροφή δεν φαίνεται δυνατή, για λόγους που σχετίζονται λιγότερο µε τη δική µας πορεία, περισσότερο µε τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις. Ανοιξε, έτσι, στην Ευρώπη µια δύσκολη συζήτηση για να χορηγηθεί νέο δάνειο στη χώρα µας.
∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι στη διαχείριση της κρίσηςτου χρέους οι ευρωπαϊκέςηγεσίες ολιγώρησαν υπό το κράτος εθνικών πολιτικών υπολογισµών,επιβαρύνοντας το κόστος. Οσο παραµένουν αµφίθυµες, διακυβεύουν το µέλλον του ευρώ, ολόκληρο τοευρωπαϊκό εγχείρηµα εντέλει. Ενώ ορθά τις επικρίνουµε,ας λαµβάνουµε υπόψη καιµιαν αρνητικήκοινή γνώµη απέναντί µας, που χρειάζεται και εµείς να προσπαθήσουµε να µεταστρέψουµε. Ωστόσο, η διερεύνηση του τρόπου χρηµατοδότησης των χρεολυσίων µας τα επόµενα χρόνια – πόσα θα βάλουν τα κράτη µέσω του ευρωπαϊκού Μηχανισµού, σε ποια έκταση ενδέχεται να κληθούν ιδιώτες πιστωτές να αντικαταστήσουν λήγοντα οµόλογα µε νέα, µε ποιεςεγγυήσεις κρατικής µας περιουσίας (;) – κατά τίποτα δεν αλλάζει την υποχρέωσή µας να µηδενίσουµε το δηµόσιο έλλειµµα έως το 2015 (περισσότερος χρόνος δεν µας δίνεται, αν απορρίψουµε το Μνηµόνιο θα αναγκαστούµε να το µηδενίσουµε κυριολεκτικά αύριο!), να συµφωνήσουµε στη µεσοπρόθεσµη στρατηγική που θαµας οδηγήσει εκεί.
Φέτος παρατηρείται σηµαντική υστέρηση στην είσπραξη δηµοσίων εσόδων. Είτε αποδίδεται στην εντονότερη ύφεση και σε ρυθµίσεις ευνοϊκές για τους φορολογουµένους (συµψηφισµοί, αποδείξεις), είτε στις αδυναµίες των υπηρεσιών, είτε στο στρεβλό φορολογικό σύστηµα, απαιτούνται πρόσθετα µέτρα. Ωστόσο, αντιµετωπίζονται ως φοροεπιδροµές και νέα χαράτσια, ο δε πρόεδρος της Νέας ∆ηµοκρατίας επιµένει να µειωθούν οι φόροι! Αντίστοιχες περικοπές δαπανών ώστε να αντισταθµιζόταν η άµεση περαιτέρω απώλεια εσόδων δεν προτείνει.
Οι κοινωνίες της Ευρώπης όµως διατηρούν και αναπτύσσουν δηµόσια αγαθά – παιδεία, υγεία, περιβάλλον, πρόνοια, ασφάλεια – πληρώνοντας φόρους. Το 2009, τελευταία χρονιά µε δηµοσιευµένες συγκρίσεις,χαµηλότερο συντελεστήφορολόγησης των εταιρικών κερδών από εµάς είχε η Ιρλανδία 12,5%, ενώ µεταξύ 10%-19% είχαν έξι πρώην σοσιαλιστικές χώρες και η Κύπρος. Αλλά η Ιταλία είχε 27,5%, ηΙσπανία 30%, Γαλλία και Βέλγιο 33% κ.λπ. Για τα φυσικά πρόσωπα, εξάλλου, το αφορολόγητο όριο συχνά είναι χαµηλότερο από το δικό µας: Ισπανία 5.151
ευρώ π.χ., Γαλλία 5.852, Βέλγιο 6.690, Γερµανία 7.834. Εχουµε αναγνωρίσει το πρόβληµα της φοροδιαφυγής, αλλά φόρους δεν αποφεύγουµε µόνον αποκρύπτοντας εισόδηµα. Φορολογούµαστε λιγότερο, από τον Γερµανό π.χ., και για το ίδιο εισόδηµα που δηλώνουµε! Πρέπει να δούµε πώς µοιράζονται τα βάρη, πού πηγαίνουν οι φόροι, αλλά και να δώσουµε συνολικά περισσότερα. Αυτή τη συζήτηση δεν θα την κάνουµε, έστω, τώρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου