Του Σωτήρη Βανδώρου από το ΒΟΟΚ PRESS
Μα, τέλος πάντων, πώς μπορούμε να ορίσουμε τους «αγανακτισμένους» του Συντάγματος και των πλατειών της Ελλάδας; Σε ποιο σημείο του ιδεολογικού φάσματος τοποθετούνται; Ποιο ακριβώς είναι το αίτημά τους; Ποια η σχέση τους με τους επίσημους θεσμούς και φορείς πολιτικής δράσης; Ποια είναι τασυγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους ως πολιτικού υποκειμένου; Η διάχυτη αμηχανία που ακολούθησε την πρώτη εμφάνισή τους δεν έχει εξαλειφθεί. Είτε κανείς διάκειται ευνοϊκά απέναντί τους είτε όχι, είτε συμμετέχει κανείς στις συγκεντρώσεις τους συστηματικά ή περιστασιακά είτε όχι, δύσκολα μπορεί να δώσει επαρκείς και ικανοποιητικές απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. Ίσως αυτό να συμβαίνει, εάν ασπαστούμε την προσέγγιση των Αντόνιο Νέγκρι και Μάικλ Χαρντ, επειδή εξακολουθούμε να σκεφτόμαστε με εννοιολογικά εργαλεία και ερμηνευτικά σχήματα που είναι πλέον ξεπερασμένα. Μάλιστα είναι σα να έχουν συγγράψει το δεύτερο κοινό βιβλίο τους, το «Πλήθος» (2004, ελληνική έκδοση Αλεξάνδρεια 2011), και για τους αγανακτισμένους.
Είχε προηγηθεί το πολύκροτο «Αυτοκρατορία» (2000, Scripta 2004) κι ακολούθησε το «Commonwealth» (2009, Αλεξάνδρεια, υπό έκδοση) με το οποίο ολοκληρώνεται μια τριλογία.
Ας τα πάρουμε, όμως, από την αρχή. Στην «Αυτοκρατορία» αναλύουν τις εξουσιαστικές σχέσεις της σημερινής εποχής οι οποίες θεωρούν ότι τείνουν να είναι αυτοκρατορικές (imperial), αντί για ιμπεριαλιστικές (imperialist). Εντελώς συνοπτικά, περιγράφουν μια μορφή κυριαρχίας η οποία συναπαρτίζεται από ισχυρά έθνη-κράτη, υπερεθνικούς θεσμούς και μεγάλες καπιταλιστικές εταιρίες. Το κρίσιμο είναι ότι, παρά την άνιση κατανομή ισχύος, τις διαιρέσεις και τις ιεραρχήσεις μου εμπεριέχει, η εξουσία αυτή έχει τη μορφή δικτύου. Και το δίκτυο διαθέτει κόμβους και συνάψεις, όχι όμως κι επιτελικό κέντρο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, π.χ. οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένας πολύ ισχυρός κόμβος, αλλά δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους.
Κατάσταση εξαίρεσης
Στο πρώτο μέρος του «Πλήθους» προεκτείνεται αυτή η ανάλυση με έμφαση στα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και τα παρακολουθήματά της. Ο «πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» είναι εν προκειμένω παραδειγματικός για μια μείζονα ανατροπή που έχει συντελεστεί ως προς τον πόλεμο, την ειρήνη και τις σχέσεις κυριαρχίας. Κατά τους συγγραφείς, στο μέτρο που η κήρυξη και η λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων, ο αντικειμενικός στόχος τους, τα πεδία των μαχών, ακόμη και η ταυτότητα των εμπολέμων χαρακτηρίζονται συχνά από εγγενή απροσδιοριστία κι ασάφεια (*1), τόσο έχουμε μια θεμελιώδη ανατροπή: ο πόλεμος δεν ορίζεται πλέον ως διακοπή της ειρήνης και κατά συνέπεια η «κατάσταση εξαίρεσης», η οποία έχει βεβαίως εφαρμογή πρώτα από όλα στο εσωτερικό των εθνών-κρατών, τείνει να γίνει ο κανόνας. Με άλλα λόγια, η αυτοκρατορική εξουσία παρουσιάζεται ακόμη περισσότερο αυταρχική και κατασταλτική, απομειώνοντας δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα.
Εδώ ακριβώς είναι που το «πλήθος» εμφανίζεται ως το αντίπαλο δέος και η «δημοκρατική» εναλλακτική στην αυτοκρατορική εξουσία. Διότι η συνθήκη της παγκοσμιοποίησης δεν εξαντλείται στη συγκρότηση μηχανισμών ελέγχου, αλλά παρέχει πρωτοφανείς δυνατότητες για τη σύμπτυξη κυκλωμάτων επικοινωνίας, συνεργασίας κι αλληλεγγύης. Είναι προφανές ότι και το πλήθος μπορεί επομένως να νοηθεί ως ένα δίκτυο και μάλιστα, λένε οι Νέγκρι και Χαρντ, ελεύθερης και ισότιμης συμμετοχής, καθώς χαρακτηρίζεται από σύναψη άμεσων και οριζόντιων σχέσεων.
Ούτε λαός, ούτε όχλος
Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το περιεχόμενό του το διακρίνουν από τις έννοιες του λαού, του όχλου και της μάζας. Ο λαός έχει βέβαια εσωτερικές διαφοροποιήσεις, αλλά είναι μια ενοποιητική, ταυτοποιητική έννοια· ο λαός είναι ένας. Αντίθετα, το πλήθος είναι πολλαπλό και οι κάθε λογής διαφορές του δεν ανάγονται σε κάποια ενότητα, αλλά διατηρούνται διακριτές και ακέραιες. Είναι αυτό που δεν συμβαίνει με τις μάζες: οι εσωτερικές τους διαφορές ισοπεδώνονται σχηματίζοντας ένα ομοιόμορφο συνονθύλευμα. Οι μάζες, όπως και ο όχλος, έχουν έτσι παθητικό χαρακτήρα και είναι ευάλωτες στην καθοδήγηση και τη χειραγώγηση.
Αντίθετα, «το πλήθος δηλώνει ένα ενεργητικό κοινωνικό υποκείμενο το οποίο δρα στη βάση όσων μοιράζονται από κοινού οι μοναδικότητες. Το πλήθος είναι ένα εσωτερικά διαφοροποιημένο, πολλαπλό κοινωνικό υποκείμενο του οποίου η συγκρότηση και η δράση δεν βασίζεται στην ταυτότητα ή την ενότητα (ή, πολύ λιγότερο, στην αδιαφορία) αλλά σε ό,τι έχει κοινό» (σελ. 118). Το πλήθος είναι περιεκτικό και ανοικτό, μολονότι είναι σαφές ότι το όριο του είναι αυτό που θα λέγαμε ο κόσμος της εργασίας (σε αντιδιαστολή προς το κεφάλαιο και την ιδιοκτησία μέσων παραγωγής). Οι συγγραφείς διακρίνουν βέβαια σαφώς το πλήθος από την κατηγορία «εργατική τάξη» ακριβώς επειδή στο πρώτο εντάσσουν όλους τους εργαζομένους ανεξαρτήτως αντικειμένου και σχέσης εργασίας αλλά και τους ανέργους.
Οι αγανακτισμένοι
Μπορούν οι αγανακτισμένοι των πλατειών να θεωρηθούν με την παραπάνω έννοια πλήθος; Θα λέγαμε και ναι και όχι. Από τη μία, κατεξοχήν αντικειμενικό στοιχείο της σύστασης των αγανακτισμένων είναι η πολυμορφία και ο ετερόκλητος χαρακτήρας τους για τα οποία έχουν πλήρη συνείδηση: πολλοί από αυτούς προβάλλουν τη συμμετοχή τους ως μεμονωμένα άτομα, ως παρέες φίλων, ως κινήσεις, πρωτοβουλίες και συλλογικότητες πολιτών που έχουν επιμέρους αιτήματα και διεκδικήσεις, ενώ ταυτόχρονα είναι πολύ προσεκτικοί έτσι ώστε ούτε να απορροφηθεί αυτή η μοναδικότητά τους από το σύνολο των αγανακτισμένων, ούτε να φέρουν το σύνολο στα μέτρα τους μην τυχόν θεωρηθεί ότι έχουν αξιώσεις αυθεντικής εκπροσώπησής του. Επιπλέον, είναι προφανές ότι η διαμαρτυρία (ή εξέγερση;) τους στρέφεται εναντίον ακριβώς μιας εξουσίας που έχει τα πλήρη χαρακτηριστικά της σύγχρονης «αυτοκρατορικής εξουσίας», δηλαδή εναντίον της κυβέρνησης και του πολιτικού προσωπικού του ελληνικού έθνους-κράτους, υπερεθνικών συσσωματώσεων όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και θεσμών που υπηρετούν προνομιακά το κεφαλαιοκρατικό σύστημα και τις μεγάλες επιχειρήσεις, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ταυτόχρονα, δείχνουν να αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο εθνικό αλλά παγκόσμιο, εξ ου και οι σημαίες π.χ. της Ισπανίας ή της Αργεντινής και τα κυριακάτικα πανευρωπαϊκά ραντεβού.
Από την άλλη, είναι σαφές ότι παρά την εν πολλοίς «ταξική» προέλευση των αγανακτισμένων-εργαζομένων κι ανέργων –δεν συγκαταλέγονται σε αυτούς βιομήχανοι, εφοπλιστές, τραπεζίτες, μεγαλοϊδιοκτήτες κ.ο.κ.– δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι έχουν και ανάλογη «ταξική» συνείδηση. Φερ’ ειπείν, αρκετοί από αυτούς θεωρούν ότι το ζήτημα περιορίζεται λίγο-πολύ στη διαφθορά ή/ και την ανικανότητα του εγχώριου πολιτικού προσωπικού, ενώ άλλοι αποδίδουν το πρόβλημα στην έλευση των μεταναστών που «μας τρώνε τις δουλειές». Ακόμη, ως προς τη δομή της συγκέντρωσης, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι τμήματά της προσιδιάζουν περισσότερο σε όχλο, παρά σε «πλήθος». Ενδεικτική είναι η στάση όσων τελετουργικά μουντζώνουν το Κοινοβούλιο, εκφέροντας και το περίφημο, πια, σύνθημα.
Ας πούμε όμως ότι είμαστε περισσότερο γενναιόδωροι από τους συντηρητικούς σχολιαστές οι οποίοι παλαιότερα κατηγορούσαν τους πολίτες ότι διαμαρτύρονται από τον καναπέ τους, τώρα ότι διαμαρτύρονται -όλοι τους;- «άκομψα» κι αν τυχόν παύσουν τέτοιου τύπου διαμαρτυρίες θα μας πουν σίγουρα ότι οι αγανακτισμένοι δεν είναι «ρεαλιστές» κ.ο.κ. Ας αναλογιστούμε τη μερίδα εκείνων από τους αγανακτισμένους που είναι πιο κοντά στην έννοια του πλήθους, παρά του όχλου. Ακόμη κι αν συμμεριζόμαστε εν μέρει ή εν όλω την αγωνία και τα αιτήματά τους –τα οποία, είναι αλήθεια, όσο πιο συγκεκριμένα οι ίδιοι οι αγανακτισμένοι επιχειρήσουν να τα διατυπώσουν τόσο περισσότερο θα αρχίσουν να διαφωνούν μεταξύ τους, ακριβώς επειδή θα αναφανούν διαυγώς οι διαφορές τόσο ως προς τη μέθοδο διεκδίκησης όσο και ως προς το ζητούμενο– δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε σοβαρές αδυναμίες.
Η έλλειψη οργανωτικού συντονισμού του πλήθους και η μη συμμετοχή του στις θεσμικές λειτουργίες της κατεστημένης εξουσίας, μας λέει οΑλέξανδρος Κιουπκιολής στο βιβλίο του «Πολιτικές της ελευθερίας» το καθιστούν πολιτικά ανίσχυρο απέναντι στην (παγκόσμια) εξουσία με την οποία είναι αντιμέτωπο. Επιπλέον ο συγγραφέας διαγιγνώσκει τον κίνδυνο αυτή η αυθόρμητη, ακηδεμόνευτη συμμετοχή στις διεργασίες του πλήθους να λειτουργήσει ως μορφή εκτόνωσης μιας αγωνιστικότητας που για να τελεσφορήσει θα έπρεπε να διοχετευθεί σε άλλα κανάλια δράσης.
Σύγκρουση και συναίνεση
Γι’ αυτό το λόγο ο συγγραφέας, ένας πολιτικός θεωρητικός της νεότερης γενιάς, συμπληρώνει –με κριτικές επιφυλάξεις– την προσέγγιση περί πλήθους με τον αγωνιστικό πλουραλισμό, τη ριζοσπαστική δημοκρατία και την έννοια της ηγεμονίας όπως έχουν γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης κατεξοχήν από τους Ερνέστο Λακλάου και Σαντάλ Μουφ, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τη σχέση (εποικοδομητικής) έντασης που παράγεται. Οι Λακλάου και Μουφ υποστηρίζουν ότι η πολιτική σύγκρουση θα είναι πάντα ανεξάλειπτη επειδή δεν μπορεί να επιτευχθεί μια οριστική κοινωνική αρμονία, παρά μόνο μια πρόσκαιρη συναίνεση. Και η συναίνεση μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο δημοκρατική, αλλά δεν μπορεί να ικανοποιεί εξίσου όλους και πάντα κάποιους αποκλείει (*2). Είναι για αυτό το λόγο που δεν δέχονται από την ανάλυση των Νέγκρι και Χαρντ αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια φαντασίωση πραγμάτωσης από το πλήθος της άμεσης δημοκρατίας η οποία, υποθετικά, δεν έχει ανάγκη καμία μεσολάβηση κι αντιπροσώπευση και η οποία τελικά θα καταργήσει και κάθε εξουσία.
O Κιουπκιολής εντοπίζει κι αναλύει δύο προηγούμενες στιγμές εμφάνισης του πλήθους. Η πρώτη ήταν αυτή των αυθόρμητων συγκεντρώσεων στο Σύνταγμα το καλοκαίρι του 2007 με αφορμή τις μεγάλες πυρκαγιές η οποία προκλήθηκε μέσα από την ανταλλαγή sms. Παρά τα όποια θετικά χαρακτηριστικά αυτής της εκδήλωσης, μας λέει, εντέλει οι διαδηλωτές περιορίστηκαν σε παιγνιώδη δρώμενα, αντί να προχωρήσουν στη δημιουργία ενός πολιτικού σχεδίου κι ενός πολιτικού μορφώματος με το οποίο θα παρενέβαιναν στα ίδια τα κέντρα διακυβέρνησης. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι οι διαδηλωτές στην ουσία ασπάστηκαν την κυρίαρχη συναινετική λογική, στον πυρήνα της οποίας εντοπίζεται η ιδέα ότι υπάρχει ένα γενικό συμφέρον, πέρα από «πολιτικές σκοπιμότητες» και αντικρουόμενα συμφέροντα και το οποίο επιχείρησαν να εκφράσουν. Είναι σε αυτό το σημείο που τελικά στην πράξη δεν λειτούργησαν ριζοσπαστικά, ενώ ταυτόχρονα ήταν σα να συμμερίζονται τη φαντασίωση των Νέγκρι και Χαρντ περί άμεσης δημοκρατίας. Κι ο Κιουπκιολής έχει δίκιο όταν γράφει ότι «η φαντασίωση μιας απόλυτης δημοκρατίας οδηγεί στο αντίθετο του επιδιωκόμενου: τη συγκάλυψη και την ανοσοποίηση των μηχανισμών εξουσίας» (σελ. 50).
Η δεύτερη στιγμή του πλήθους στην Ελλάδα ήταν αυτή του Δεκεμβρίου του 2008. Σε σχέση με αυτή την περίσταση ο συγγραφέας καλώς κάνει και τονίζει δημιουργικά γεγονότα που έλαβαν χώρα και που μπορούν να γίνουν κατανοητά με όρους «πλήθους», ορισμένα από τα οποία είχαν διαρκή αποτελέσματα όπως το αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο της οδού Ναυαρίνου στα Εξάρχεια – γεγονότα που δεν καλύφθηκαν καθόλου από τα κυρίαρχα media. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε με απορία την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε πράξεις τυφλής βίας, καταστροφής και πλιάτσικου που συνέβησαν τότε και οι οποίες προσιδιάζουν σε ενέργειες όχλου και που δεν έχουν τίποτε το δημοκρατικό και το ελπιδοφόρο. Το να ειπωθεί αυτό με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο δεν σημαίνει ότι προβαίνει κανείς σε απολογία της καθεστηκυίας τάξης, ούτε ότι απαξιώνει τις όποιες θετικές όψεις ενός εξεγερτικού συμβάντος. Αλλά, το ενδιαφέρον θα ήταν ακριβώς αυτό: να προβληματιστεί κανείς ως προς τη ρευστή σχέση πλήθους-όχλου και πώς μπορεί να διασωθεί από τον εκφυλισμό του στον δεύτερο το πρώτο.
Και τελικά τι;
«Το ερώτημα που πρέπει να τίθεται… δεν είναι “τι είναι το πλήθος;”, αλλά μάλλον “τι μπορεί να γίνει το πλήθος;”» προτείνουν οι Νέγκρι και Χαρντ (σελ. 123). Το θέμα είναι ότι ενώ αποτελεί μια εξαιρετικά ευρύχωρη κατηγορία ταυτόχρονα είναι και περιοριστική παρουσιάζοντας μια θεμελιώδη αδυναμία, συναφή με την κριτική των Λακλάου και Μουφ, όπως την επεξεργάζεται κι ο Κιουπκιολής: οποιοδήποτε εγχείρημα από την πλευρά του πλήθους να συγκροτήσει ένα γενικό, έστω, πολιτικό σχέδιο θα λειτουργούσε ως αρχή για τη διάλυσή του ίδιου του πλήθους. Διότι αυτό θα προκαλούσε ανταγωνισμό και σύγκρουση στο εσωτερικό του: το σχέδιο προϋποθέτει, καταρχάς, μια πολιτική ερμηνεία της πραγματικότητας στην οποία δεν μπορούν να συμφωνήσουν όλα τα μέλη («μοναδικότητες» κατά τους δυο στοχαστές) του πλήθους – εν προκειμένω όλοι οι αγανακτισμένοι.
Εάν πάρουμε το «καλό σενάριο», δηλαδή ότι αυτή η αντιπαράθεση θα προσλάμβανε χαρακτηριστικά δημοκρατικής διαβούλευσης, και πάλι θα προέκυπταν διαδικασίες, ψηφοφορίες, αποφάσεις, αντιπροσώπευση, άνιση κατανομή εξουσίας. Με άλλα λόγια, το πλήθος θα έπαυε να είναι… πλήθος. Να το πούμε αλλιώς: Όσο οι αγανακτισμένοι –ένας χαρακτηρισμός με τον οποίο μπορεί να ταυτιστεί κανείς για χίλιους διαφορετικούς λόγους– παραμένουν «αγανακτισμένοι», πολιτική πρόταση (κι όχι απλή διαμαρτυρία) δεν πρέπει να περιμένουμε από αυτούς. Εάν εμφανιστεί πολιτική πρόταση μέσα από τις διεργασίες τους, τότε αυτή δεν θα μπορούν να την ασπαστούν επιμέρους άτομα και ομάδες και η συνοχή των αγανακτισμένων θα κλυδωνιστεί.
Ωστόσο, ας μην είμαστε βιαστικοί να απαξιώσουμε το φαινόμενο των αγανακτισμένων, είτε το αντιμετωπίζουμε με όρους «πλήθους» είτε όχι. Διότι, αν μη τι άλλο σηματοδοτεί μια ηχηρή επιστροφή της πολιτικής ως συλλογικής δράσης που (πρέπει να) αναλαμβάνεται (και με την αυτοπρόσωπη παρουσία τους) από τους πολίτες. Στις πλατείες, δηλαδή στο δημόσιο χώρο που έχει αποικιοποιηθεί από τα ιδιωτικά συμφέροντα και από τους επαγγελματίες της πολιτικής, γράφεται μια νέα ιστορία σύναψης δεσμών αγαθούς κοινωνικότητας και διαμόρφωσης πολιτικής συνείδησης (ειδικά μεταξύ των νεότερων γενιών που δεν έχουν ζήσει έντονες πολιτικές εμπειρίες). Κι αν οι περισσότεροι εξακολουθούν να είναι απορημένοι με αυτά που συμβαίνουν, παρά έχουν ξεκάθαρη άποψη, είναι ήδη σε καλό δρόμο: στοχάζονται τη ζωή τους σε συνάφεια με τη ζωή των άλλων, απαρνούμενοι ταυτόχρονα την ψευδεπίγραφη, lifestyle ευδαιμονία βασισμένη στον καταναλωτισμό και στις σχέσεις μοναχικότητας και ναρκισσισμού που καλλιεργούσε. Και, ναι, αναλογιζόμενοι τα διάφορα δρώμενα των πλατειών συνειδητοποιούμε ότι η πολιτική δεν είναι αναγκαστικά γκρίζα και βαρετή, μπορεί να γίνει ακόμη και δημόσια γιορτή και πανηγύρι!
Μπορεί οι αγανακτισμένοι κάποια στιγμή να βαρεθούν και να επιστρέψουν σπίτι τους. Μπορεί σε ένα απρόβλεπτο συμβάν να εκφυλιστούν σε όχλο. Αλλά δεν μπορεί από όλη αυτή την εμπειρία να μην ξεπηδήσουν νέες ιδέες, νέες συλλογικότητες, νέες δράσεις. Ας είμαστε αισιόδοξοι. Το μέλλον διαρκεί πολύ.
(*1) Ως προς τη διεθνή διάσταση αυτού του ζητήματος βρίσκουμε την ανάλυση του Χέρφριντ Μύνκλερ αρκετά παρεμφερή, αλλά ταυτόχρονα πιο προσεκτική και ακριβή: www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=171203
(*2) Βλ. ενδεικτικά περισσότερα για τη Μουφ: www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=159294
(*2) Βλ. ενδεικτικά περισσότερα για τη Μουφ: www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=159294
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου