Ενα έργο που έχει κερδίσει
επάξια τη διεθνή αναγνώριση και αποτελεί ήδη μοναδική συγγραφική κι
εκδοτική επιτυχία, το βιβλίο του Γάλλου οικονομολόγου Τομά Πικετί «Το
Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα», κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας (από
τις εκδόσεις «Πόλις», σε μετάφραση Ελίζας Παπαδάκη). Ο Ελληνας
αναγνώστης θα διαπιστώσει με έκπληξη ότι ένα βιβλίο 744 σελίδων, το
οποίο επιπλέον περιέχει μεγάλο αριθμό γραφημάτων, πινάκων, στατιστικών
στοιχείων, μπορεί να είναι αληθινά ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. Στο
επίκεντρο της ανάλυσης του Πικετί βρίσκεται το πρόβλημα της κατανομής
του πλούτου και των ανυπόφορων και αυθαίρετων ανισοτήτων που παράγει ο
καπιταλισμός. Η συζήτηση του Τομά Πικετί με τους Αμερικανούς νομπελίστες
οικονομολόγους Τζόζεφ Στίγκλιτς και Πολ Κρούγκμαν –απόσπασμα της οποίας
παρουσιάζουμε στη συνέχεια- έγινε στις 16 Απριλίου 2014 στο
Πανεπιστήμιο City της Νέας Υόρκης.
Τομά Πικετί: Αυτή η συλλογική μελέτη άρχισε πριν από
15 χρόνια και αποτελείται από δύο μέρη. Από τη μια μεριά συλλέξαμε
δεδομένα για τα εισοδήματα σε εκείνες τις χώρες όπου υπήρχε από καιρό
προσωπικός φόρος εισοδήματος. Δηλαδή σε όλες τις δυτικές χώρες και στην
Κίνα, την Ινδία, καθώς και σε πολλά έθνη της Λατινικής Αμερικής. Από την
άλλη μεριά, συλλέξαμε τα δεδομένα για τις περιουσίες, χρησιμοποιώντας
και τις στατιστικές για τους φόρους κληρονομιών. Ευρώπη και Ιαπωνία
είναι δύο διαφωτιστικά παραδείγματα για να κατανοήσουμε πώς
δημιουργείται μια περιουσιοκρατική κοινωνία, στην οποία αυτό που μετράει
είναι ο κληρονομημένος πλούτος: χαμηλή γεννητικότητα και ασθενική
οικονομική ανάπτυξη καθιστούν κυρίαρχο τον ήδη συσσωρευμένο πλούτο.
Αυτός γίνεται ο κανόνας σε ολόκληρο τον κόσμο. Το κλειδί όλων αυτών βρίσκεται στη σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών: από τη μια μεριά η καθαρή απόδοση του κεφαλαίου, από την άλλη η οικονομική ανάπτυξη (η οποία με τη σειρά της συνδέεται με τη δημογραφική ανάπτυξη). Αν η απόδοση του κεφαλαίου υπερβαίνει την οικονομική ανάπτυξη, όπως πράγματι συμβαίνει, ο 21ος αιώνας τείνει να μοιάζει όλο και περισσότερο στον 19ο. Με άλλα λόγια, βαδίζουμε προς ολιγαρχικές κοινωνίες. Την εξαίρεση, την πιο σημαντική «ανωμαλία», την είχαμε γνωρίσει για μια μακρά περίοδο του εικοστού αιώνα, μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, και ιδιαίτερα κατά τη «χρυσή τριακονταετία» που ξεκινάει από τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση και φτάνει ώς τη δεκαετία του 1970. Οι ανισότητες θα μειωθούν τότε τόσο εξαιτίας της ισχυρής οικονομικής και δημογραφικής ανάπτυξης όσο και χάρη στην αύξηση της φορολόγησης του πλούτου. Υπήρξε εξαιρετικά υψηλή φορολογία της περιουσίας, συνδεόμενη συχνά με την πολεμική προσπάθεια. Υπήρξε επίσης ισχυρή αύξηση της προοδευτικής φορολογίας του εισοδήματος, η οποία ξεκίνησε μάλιστα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα αυτό μπορεί να προξενεί έκπληξη, αλλά η Αμερική ήταν εκείνη που επινόησε μια υψηλή φορολογία της περιουσίας με την ακόλουθη δικαιολόγηση: δεν ήθελε να γίνει μια άνιση κοινωνία όπως ήταν η ευρωπαϊκή. Και οι Αμερικανοί, μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξήγαγαν τη δική τους υψηλή φορολογία στις δύο ηττημένες δυνάμεις, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, ως ένα διακριτικό γνώρισμα πολιτισμού.
Αυτός γίνεται ο κανόνας σε ολόκληρο τον κόσμο. Το κλειδί όλων αυτών βρίσκεται στη σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών: από τη μια μεριά η καθαρή απόδοση του κεφαλαίου, από την άλλη η οικονομική ανάπτυξη (η οποία με τη σειρά της συνδέεται με τη δημογραφική ανάπτυξη). Αν η απόδοση του κεφαλαίου υπερβαίνει την οικονομική ανάπτυξη, όπως πράγματι συμβαίνει, ο 21ος αιώνας τείνει να μοιάζει όλο και περισσότερο στον 19ο. Με άλλα λόγια, βαδίζουμε προς ολιγαρχικές κοινωνίες. Την εξαίρεση, την πιο σημαντική «ανωμαλία», την είχαμε γνωρίσει για μια μακρά περίοδο του εικοστού αιώνα, μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, και ιδιαίτερα κατά τη «χρυσή τριακονταετία» που ξεκινάει από τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση και φτάνει ώς τη δεκαετία του 1970. Οι ανισότητες θα μειωθούν τότε τόσο εξαιτίας της ισχυρής οικονομικής και δημογραφικής ανάπτυξης όσο και χάρη στην αύξηση της φορολόγησης του πλούτου. Υπήρξε εξαιρετικά υψηλή φορολογία της περιουσίας, συνδεόμενη συχνά με την πολεμική προσπάθεια. Υπήρξε επίσης ισχυρή αύξηση της προοδευτικής φορολογίας του εισοδήματος, η οποία ξεκίνησε μάλιστα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα αυτό μπορεί να προξενεί έκπληξη, αλλά η Αμερική ήταν εκείνη που επινόησε μια υψηλή φορολογία της περιουσίας με την ακόλουθη δικαιολόγηση: δεν ήθελε να γίνει μια άνιση κοινωνία όπως ήταν η ευρωπαϊκή. Και οι Αμερικανοί, μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξήγαγαν τη δική τους υψηλή φορολογία στις δύο ηττημένες δυνάμεις, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, ως ένα διακριτικό γνώρισμα πολιτισμού.
Τζόζεφ Στίγκλιτς: Πολλοί από μας σπουδάσαμε στα
πανεπιστήμια ακριβώς κατά τη μαγική τριακονταετία, τη χρυσή εποχή της
ανάπτυξης, και καταλήξαμε να πιστέψουμε ότι εκείνη ήταν η φυσική
κατάσταση. Είναι σημαντική η προσοχή που ο Πικετί δίνει στην κληρονομιά
ως πηγή ανισότητας. Η κληρονομική διαδοχή αφορά το χρηματοπιστωτικό
κεφάλαιο, το κεφάλαιο που επενδύεται σε ακίνητη περιουσία, αλλά ακόμη
και το ανθρώπινο κεφάλαιο, δεδομένης της όλο και πιο άνισης πρόσβασης
στην εκπαίδευση υψηλού επιπέδου. Εμείς εδώ στην Αμερική νομίζουμε ότι
ζούμε σε μια κατεξοχήν αξιοκρατική κοινωνία, ενώ αντίθετα γινόμαστε μια
κοινωνία στην οποία η κληρονομιά παίζει κυρίαρχο ρόλο, με μια κοινωνική
κινητικότητα κατώτερη ακόμη και από ορισμένα ευρωπαϊκά έθνη. Οι
ανισότητες, όπως καταδεικνύει ο Πικετί, δεν είναι το αποτέλεσμα
αναπόδραστων οικονομικών δυνάμεων, αλλά είναι το προϊόν πολιτικών
επιλογών. Η πολιτική με τη σειρά της διαμορφώνεται από τις ανισότητες.
Ζούμε σε ένα σύστημα στο οποίο η πολιτική εξουσία είναι συγκεντρωμένη
προς τα πάνω και παρακολουθούμε μια συρρίκνωση του μεσαίου στρώματος.
Εκτός από τη σχέση μεταξύ απόδοσης του κεφαλαίου και ανάπτυξης, την
οποία φωτίζει ο Πικετί, οι άλλοι παράγοντες που αυξάνουν τις ανισότητες
είναι η κατανομή του ίδιου του κεφαλαίου, οι κανόνες της κληρονομικής
διαδοχής, ο «οικονομικός διαχωρισμός» που πηγάζει από την επιλεκτική
πρόσβαση στα πανεπιστήμια ή από τις «ενδογαμικές» οικογένειες και,
τέλος, η φορολογία του κεφαλαίου. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι
δημιουργώντας μια πιο δίκαιη κοινωνία βαδίζουμε και προς μια πιο
αποτελεσματική και δυναμική οικονομία.
Πολ Κρούγκμαν: Το έργο του Πικετί ανοίγει ένα νέο
διανοητικό σύνορο. Αν απόψε έχετε έρθει τόσο πολλοί για να τον ακούσετε
εδώ, αν το βιβλίο του μάς εντυπωσιάζει με τόση δύναμη, είναι επειδή
αισθανόμασταν την ανάγκη του. Οι ελίτ έχουν την ικανότητα να επιβάλλουν
μια ιδεολογία που δικαιολογεί τα προνόμιά τους. Για παράδειγμα, έχουν
περιγράψει τις ανισότητες ως την αναπόφευκτη συνέπεια διαφορετικών
μορφωτικών επιπέδων. Αυτή η εξήγηση δεν είναι διόλου καθοριστική,
δεδομένου ότι ένας καθηγητής Λυκείου και ένα ανώτατο διευθυντικό
στέλεχος έχουν παρόμοια μορφωτική συγκρότηση. Οι ατομικές επιδόσεις δεν
συνδέονται πλέον με τα κέρδη των ανώτατων διευθυντικών στελεχών, που
αποτελούν μεγάλο μέρος του 0,1% των βαθύπλουτων. Εδώ δεν βρισκόμαστε
πλέον στον κόσμο του Γκόρντον Τζέκο, ο οποίος πρωταγωνιστούσε στην
ταινία «Wall Street» που σκηνοθέτησε ο Ολιβερ Στόουν πριν από 27 χρόνια.
Εδώ βρισκόμαστε σε έναν περιουσιοκρατικό καπιταλισμό, στον οποίο
πρωταγωνιστές είναι τα παιδιά του Γκόρντον Τζέκο που κληρονόμησαν την
περιουσία του. Μου προξενεί εντύπωση η ιδεολογική αναλογία με την Τρίτη
Γαλλική Δημοκρατία που περιγράφει ο Πικετί. Οι προνομιούχοι της Μπελ
Επόκ χρησιμοποιούσαν το ακόλουθο επιχείρημα: έγινε η Γαλλική Επανάσταση,
πώς μπορούμε να λέμε άνιση την κοινωνία αφού έχουμε όλοι τα ίδια
δικαιώματα; Τα ίδια λένε και οι προνομιούχοι στην Αμερική του 21ου
αιώνα. Μου αρέσει αυτή η έκφραση του Πικετί: το παρελθόν καταβροχθίζει
το μέλλον. Συλλαμβάνει την ουσία αυτού που είναι μια περιουσιοκρατική
κοινωνία.
Στίγκλιτς: Στα γραφήματα του Πικετί βλέπουμε ότι η
φορολογία μειώνεται στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1920, ακριβώς όταν οι
ανισότητες ήταν ήδη ακραίες και θα έπρεπε να κάνουν το ακριβώς αντίθετο
για να τις αμβλύνουν. Αυτό επιβεβαιώνει τη δύναμη της ιδεολογίας. Σήμερα
ζούμε στην Αμερική υπό τη σκέπη μιας ιδεολογίας που συνοψίζεται από μια
απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία «οι επιχειρήσεις
είναι σαν τα πρόσωπα», έχουν τα ίδια δικαιώματα που δικαιούνται
προστασίας.
Πικετί: Δεν έχουμε φτάσει στο τέλος αυτής της
διαδικασίας απόκλισης. Οι ανισότητες θα μεγαλώσουν κι άλλο,
εξομοιώνοντάς μας με την προεπαναστατική Γαλλία, στην οποία οι ευγενείς
αντιπροσώπευαν το 1% του πληθυσμού. Αποφασιστική είναι η σημασία του
μηχανισμού πειθούς με τον οποίο οι προνομιούχοι μπορούν να κάνουν την
ανισότητα αποδεκτή ή αναπόφευκτη. Ο εικοστός αιώνας, για να αντιστρέψει
την τάση προς τις ανισότητες και να επιβάλει μια αλλαγή κατεύθυνσης,
χρειάστηκε δύο Παγκόσμιους Πολέμους. […]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου