Του Κώστα Βούλγαρη, Αυγή, Αναγνώσεις, 25.8.13
Ευθύς εξ αρχής μου επιβάλλεται να δηλώσω, ότι η ποίησις αυτή απευθύνεται πρώτα στον εαυτό μου –απόλυτο και ιδεώδη αναγνώστη- κατά δεύτερον λόγον σε δυο-τρεις ευφυείς και γυμνασμένους κριτικούς μου και τρίτον σε πέντε έως δέκα μεμυημένους συναδέλφους μου. Το λεγόμενο κοινόν, δεν διστάζω να ομολογήσω, ότι εξ ιδιοσυγκρασίας και αισθητικής αγωγής με αφήνει συνήθως εντελώς αδιάφορο και απαθή, κι άλλοτε πάλι μου αφυπνίζει μιαν ευάρεστη σκωπτική διάθεση, όσες φορές συμβαίνει να αναμιγνύεται ενεργώς σε πνευματικά ζητήματα, με την αθεράπευτη νοησιοκρατική του ψύχωση που το χαρακτηρίζει, την απειρία του, την ηχηρή σύγχυση και τις ογκώδεις παρανοήσεις, τις οποίες εισάγει εκεί όπου τα πάντα είναι αισθητική εμπειρία, απόλυτη ευρυθμία και γεωμετρική συναισθηματική τάξις. Διατηρώ ανέκαθεν βαθύτατα ριζωμένη την πεποίθηση, ότι η αίσθησις του κοινού, εγκοχλιωμένη πάντοτε σ’ ένα κατώτερο λογοκρατικό πνεύμα, προσηρτημένη τυραννικά στο φλοιό του φαινομένου, είναι δυσχερέστατο, αν όχι απολύτως αδύνατο, να θραύσει τα χαλύβδινα δεσμά τού αισθητικού εμπειρισμού και να τοποθετηθεί σε μιαν ευτυχή αντιστοιχία με την πολύπλοκη λειτουργία της ποιητικής αισθήσεως [...] Είναι γνωστόν ότι η δημοφιλία υπήρξε πάντοτε η Κίρκη των ποιητών. Και την λεπτήν ηδονή αυτής της δημοτικότητος αφήνω στους μίμους, τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους. Σε μιαν εποχή που αι Αθήναι αποτελούν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων στον πεζό και ποιητικό λόγο, κέντρο συμπαγούς ανοησίας και πνευματικής σκαιότητος, νομίζω ότι επιβάλλεται σε όσους σέβονται την οικονομία της ποιήσεως και επιθυμούν συνάμα να διατηρήσουν αδιάφθορο τον πυρήνα τής καλλιτεχνικής τους οντότητος, να απομακρυνθούν από το forum [...]
Οι περισσότεροι έχουμε ψιθυρίσει το τραγούδι του Δημήτρη Ζερβουδάκη, «Γράμμα σ’ έναν ποιητή», πάνω στο ποίημα του Νίκου Καββαδία «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ». Έστω κι αν το ποίημα απευθύνεται στον Εμμανουήλ στον πληθυντικό, όπως ακριβώς αρμόζει στην περίσταση, ενώ στο τραγούδι οι στίχοι έχουν παραλλαχθεί στον ενικό, όπως έχει παραλλαχθεί και ο τίτλος κλπ κλπ.
Μένουν βέβαια σε κοινή θέα, έστω και τονισμένες σαν κλισέ, η μοναδική εικόνα, του Εμμανουήλ να μεταφράζει του Πόε το Κοράκι, «που του γραφείου [του] πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά», και η αυτοεικόνα του Καββαδία, «κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουΐσκυ».
Ναι, ο Καββαδίας, ο «ναΐφ» ναυτικός, της «φυγής» και του «εξωτισμού», ο «παραδοσιακός» για τους χωροφύλακες του «μοντερνισμού», ο «Κόλιας» για τους αγραμμάτους που τον περιφέρουν ακόμα ως γραφική φιγούρα, είχε πλήρη επίγνωση της σημασίας της λογοτεχνικής στάσης τού Καίσαρος Εμμανουήλ, και μ’ αυτή συνομίλησε στο ποίημά του. Όπως και με τους υπόλοιπους, στους οποίους αφιερώνει άλλα ποιήματα της συλλογής (Μαραμπού, 1933), δηλαδή τους Νικήτα Ράντο, Απόστολο Μελαχρινό, Θανάση Καραβία, Κώστα Ουράνη...
Εμβληματικό βέβαια το ποίημα-απεύθυνση στον Καίσαρα Εμμανουήλ (ο οποίος προλογίζει το Μαραμπού), όμως όλη η «συντροφία» δημιουργεί ένα πλαίσιο ένταξης, του ουσιωδώς λαϊκού (και ουχί λαϊκότροπου...) Καββαδία στη χορεία των αριστοκρατικά αποστασιοποιημένων από την τρέχουσα αντίληψη της ποίησης. Φωτίζει τη δικιά του στάση και σχέση με το ποιητικό γεγονός, με την ποιητική λειτουργία. Περιλαμβάνει δε τον μόνο αρτιμελώς πρωτοπόρο του Μεσοπολέμου, Νικήτα Ράντο (τον Νικόλαο Κάλας, που μπαϊλντισμένος από την καθ’ ημάς μιζέρια –της αστικής, άμα και της αριστερής λογοτεχνικής διανόησης- πήρε των ομματιών του κι έφυγε για Ευρώπη και, μέσα στον Μεγάλο Πόλεμο, για Αμερική, να μεγαλουργήσει και να ζήσει...). Ο οποίος Κάλας έγραψε για το Μαραμπού, μόλις κυκλοφόρησε: «ο Καββαδίας συγγενεύει πολύ περισσότερο με ποιητή σαν τον Καρυωτάκη ή τον Ανθία της πρώτης, και δυστυχώς καλύτερης συλλογής του. Ο Ουράνης δεν είναι επαναστατημένος ποιητής, ο Καββαδίας, σαν τον Ριμπώ που επηρέασε τον Ουράνη, είναι επαναστατημένος. Αν δεν γυρεύει με σφυρίγματα αλήτικα και με σαρκασμό να εκφράσει την αδυναμία του προσαρμογής στην αστική πραγματικότητα, αν η poésie maudite (κατάρατος ποίηση) παίρνει σ’ αυτόν μορφή ταξιδιού, δεν αλλάζει αυτό το ουσιαστικότερο περιεχόμενο της ψυχής του. Ταξιδεύει ο Καββαδίας, όχι σαν τον Κνουτ Χάμσουν ή τον Κόνραντ, τα ταξίδια του είναι ανθυγιεινότερα, ταξίδια που συχνά ματαιούνται, ποίηση των αναχωρήσεων που πολλές φορές δεν πραγματοποιούνται, ποίηση les trains manqués όπως λέει κάποιος, ποίηση των mal du départ όπως ονομάζει ένα ποίημά του ο Καββαδίας.»
Τι ο μύθος δηλοί; Τώρα που η κρίση μάς επαναφέρει βιαίως στα ουσιώδη (όπως ακριβώς και το 1933 που ο Καββαδίας δημοσίευε το εν λόγω ποίημα/«γράμμα» στον Καίσαρα Εμμανουήλ), τώρα που όλες οι ανέμελες εκδρομές στο μέλλον φαντάζουν όλο και πιο α-νόητες (κι εκείνες στα χρόνια του ’30, που οι ποιητές κατέφθαναν στον Πειραιά «ατσαλάκωτοι με τα καράβια του εξωτερικού», και τούτες με τα ταγάρια και τις ινδικές φούστες της Μεταπολίτευσης, που κατέκλυαν το κέντρο της Αθήνας, τα βιβλιοπωλεία και τις ανθολογίες), είναι καιρός να αναρωτηθεί ο καθείς για τη σχέση του με τη λογοτεχνία.
Πολλά τα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντήσει, όμως σε ένα από αυτά ο Καίσαρ Εμμανουήλ, προλογίζοντας μια ισχνή σε όγκο δικιά του συλλογή, έχει δώσει μια απάντηση απαράμιλλη:
Ευθύς εξ αρχής μου επιβάλλεται να δηλώσω, ότι η ποίησις αυτή απευθύνεται πρώτα στον εαυτό μου –απόλυτο και ιδεώδη αναγνώστη- κατά δεύτερον λόγον σε δυο-τρεις ευφυείς και γυμνασμένους κριτικούς μου και τρίτον σε πέντε έως δέκα μεμυημένους συναδέλφους μου. Το λεγόμενο κοινόν, δεν διστάζω να ομολογήσω, ότι εξ ιδιοσυγκρασίας και αισθητικής αγωγής με αφήνει συνήθως εντελώς αδιάφορο και απαθή, κι άλλοτε πάλι μου αφυπνίζει μιαν ευάρεστη σκωπτική διάθεση, όσες φορές συμβαίνει να αναμιγνύεται ενεργώς σε πνευματικά ζητήματα, με την αθεράπευτη νοησιοκρατική του ψύχωση που το χαρακτηρίζει, την απειρία του, την ηχηρή σύγχυση και τις ογκώδεις παρανοήσεις, τις οποίες εισάγει εκεί όπου τα πάντα είναι αισθητική εμπειρία, απόλυτη ευρυθμία και γεωμετρική συναισθηματική τάξις. Διατηρώ ανέκαθεν βαθύτατα ριζωμένη την πεποίθηση, ότι η αίσθησις του κοινού, εγκοχλιωμένη πάντοτε σ’ ένα κατώτερο λογοκρατικό πνεύμα, προσηρτημένη τυραννικά στο φλοιό του φαινομένου, είναι δυσχερέστατο, αν όχι απολύτως αδύνατο, να θραύσει τα χαλύβδινα δεσμά τού αισθητικού εμπειρισμού και να τοποθετηθεί σε μιαν ευτυχή αντιστοιχία με την πολύπλοκη λειτουργία της ποιητικής αισθήσεως [...]
Είναι γνωστόν ότι η δημοφιλία υπήρξε πάντοτε η Κίρκη των ποιητών. Και την λεπτήν ηδονή αυτής της δημοτικότητος αφήνω στους μίμους, τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους. Σε μιαν εποχή που αι Αθήναι αποτελούν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων στον πεζό και ποιητικό λόγο, κέντρο συμπαγούς ανοησίας και πνευματικής σκαιότητος, νομίζω ότι επιβάλλεται σε όσους σέβονται την οικονομία της ποιήσεως και επιθυμούν συνάμα να διατηρήσουν αδιάφθορο τον πυρήνα τής καλλιτεχνικής τους οντότητος, να απομακρυνθούν από το forum [...]
Εν συνόψει, η ποίησις δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί, τόσον από λεκτικής όσο και διαθεσιακής απόψεως, παρά σα μια υπέρτατη αναγωγή στις πηγές της μουσικής και εντός των ορίων πάντοτε μιας απαράβατης προσωδιακής πειθαρχίας.[...]
Ιδού η πρόζα! Ιδού η πτώσις της!
Τι σχέση έχει με όλα τούτα ο αριστερός Καββαδίας; Πώς συναγελάζεται με αυτό τον περίεργο τύπο, τον Καίσαρα Εμμανουήλ; Μήπως είχαν δίκιο οι κατά καιρούς καθοδηγητές, που δεν θεωρούσαν τον Καββαδία αρκούντως αριστερό ποιητή; Άλλωστε, αρνήθηκε ακόμα και το στοιχειώδες: να «τραγουδήσει» τους καημούς των ναυτικών, δηλαδή την ξενιτειά, τον κίνδυνο της θάλασσας, τη σκληρή δουλειά...
Μόνο έτσι, όμως, τα ποιήματα του Καββαδία κατάφεραν, πολύ αργότερα, να τραγου(ω)δήσουν τους καημούς των νέων της Μεταπολίτευσης. Να εξευγενίσουν και να νοηματοδοτήσουν τη διάχυτη λαϊκότητα και τις γενικευμένες λαϊκότροπες φαντασιώσεις. Είτε διαβαζόμενα (γιατί ο Καββαδίας πάντα διαβαζόταν και διαβάζεται, παρά τη χολή των καθεστωτικών φιλολόγων και κριτικών που εισέπραξε επί δεκαετίες), είτε μελοποιημένα από τον Μικρούτσικο, σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου η μελοποίηση της ποίησης φωτίζει το κείμενο και ενεργοποιεί τη δυναμική του. Ο ποιητικός λόγος του Καββαδία έφθασε να αντικαταστήσει τον Καζαντζίδη, απολύτως ανταγωνιστικά, μέσα σε μια διαδικασία χειραφέτησης. Την «επεδίωξε» αυτή τη συνάντηση ο Καββαδίας με τους νέους της Μεταπολίτευσης και τα αδιέξοδά τους; Όχι βέβαια, τα ποιήματά του προϋπήρχαν. Τυχαία συνέβη αυτή η σύμπτωση; Όντως θα μπορούσε να μην έχει συμβεί - όπως άλλωστε έγινε με τα ποιήματα του Εμμανουήλ (δεν πειράζει).
Αλλά δεν είναι καθόλου τυχαίο, πως μόνο μέσα από τη στάση τού εστέτ ο Καββαδίας υπάρχει ως ποιητής, πως μόνο έτσι υπήρξαν και υπάρχουν τα ποιήματά του, διαθέσιμα και ικανά να εκφράσουν, με τέτοιο τρόπο, τη λαϊκότητα. Όχι για να την ευνουχίσουν αλλά για να τη διαυγάσουν, μέσα από εντελώς ανοίκεια, προεξάρχοντα θεματολογικά και υπόρρητα αισθητικά, συμφραζόμενα. Μα για να ευοδωθεί αυτή η σχέση, χρειάζεται η διαθεσιμότητα του αναγνώστη, η διάθεσή του και η απόφασή του να αναγνωριστεί, ως πρόσωπο, ως κοινωνική κατηγορία, κλπ, στην ποίηση. Τα ποιήματα δεν «απευθύνονται» και δεν «διεκδικούν» τον αναγνώστη, παρά μόνο τον ίδιο τον ποιητή και την ποίηση.
Αυτό, δε, είναι δεόντως ριζοσπαστικό, αγαπητοί (κατά τα άλλα) αναγνώστες, αφού μια τέτοια επιλογή, και μια τέτοια ποίηση, αρνείται προκαταβολικά να αναπαράγει τις γνωστές, ισχυρότατες και διαχρονικές, σχέσεις εξουσίας που εμπεδώνονται διά της τέχνης. Επιπλέον, σε απόλυτη συνέπεια και συνάφεια με την ποίησή του, η μινιμαλιστική/αυτοαπομυθοποιητική κοινωνική συμπεριφορά τού ίδιου του ποιητή Καββαδία συνιστά την άρνηση του ρόλου του ταγού. Έτσι συντίθεται ένα συνολικό πρόταγμα, που δεν κολακεύει τον αναγνώστη αλλά αδιαφορεί γι’ αυτόν, αρνούμενο τη μακαριότητά σας και την ενσωμάτωσή σας. Μόνο έτσι, και ακριβώς γι’ αυτό, είναι ένα χειραφετητικό πρόταγμα, στο οποίο δύναται να προσφύγει ο («επαναστατημένος») αναγνώστης.
Μεγάλα τμήματα του όλου σώματος της αριστεράς, ενίοτε πλειοψηφικά, αναζήτησαν τη λαϊκότητα (είτε προγραμματικά είτε αυτοεγκλωβισμένοι σε ιδεοληψίες), στον εργατισμό, στον μακρυγιαννισμό, στη ρωμιοσύνη, στον Καζαντζίδη (κορυφαίο παράδειγμα/σύμβολο), εσχάτως σε επιφάσεις του ριζοσπαστισμού, αναζητώντας εκεί την αυθεντικότητα, και εισπράττοντας βεβαίως μια κατασκευή της.
Ο Καββαδίας δημιούργησε την απόλυτη κατασκευή: προκλητική και ανοίκεια. Προκλητική, γιατί στα ποιήματα του Μαραμπού, όπως το διατύπωσε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: «η πηγή τους είναι βασικά φιλολογική, χωρίς αυτό να μειώνει την γνησιότητά τους, αφού η ποίηση του Καββαδία δεν οφείλεται στο επάγγελμά του περισσότερο απ’ όσο το επάγγελμά του οφείλεται στις ποιητικές, εφηβικές του παρορμήσεις. Το Mal du départ δεν είναι αποκλειστικότητα μιας ποιητικής σχολής, είναι αρρώστια όλων των ποιητών – δηλαδή όλων των εφήβων». Και ανοίκεια κατασκευή, γιατί, εκτός των άλλων, χρησιμοποίησε εκατοντάδες άγνωστες λέξεις, ιδιωματικές της ναυτοσύνης, που καθιστούν τα ποιήματά του σχεδόν ακατανόητα: η άρνηση της απεύθυνσης.
Και φυσικά δεν καταδέχθηκε να βολευτεί σε μια λάιτ εκδοχή της λαϊκότητας, ας πούμε «δημοκρατική», με την οποία θα κατέληγε ένας ακόμα αδιάφορος (για τη λογοτεχνία και εν γένει) κρίκος, στη χορεία των Σαμαράκη, Πλασκοβίτη και λοιπών. Μόνο έτσι ο Καββαδίας υπήρξε εστέτ. Και αριστερός.
Συμπέρασμα; Ιδού η ποίηση! (Πάντα εδώ ήταν..)
[Το κείμενο, σε άλλη εκδοχή του, δημοσιεύεται στη στήλη Credo, της ηλεκτρονικής έκδοσης http://bibliotheque.gr]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου