Των Pierre Paris και Charles Wyplosz, www.VoxEU.org, www.capital.gr
Η κρίση χρέους της ευρωζώνης επιδεινώνεται παρά τα φαινόμενα για το αντίθετο. Τα spreads των ομολόγων της ευρωζώνης έχουν συρρικνωθεί, οδηγώντας κάποιους να νομίζουν ότι η κρίση υποχωρεί. Ωστόσο, η συρρίκνωση αυτή δεν οφείλεται σε κάποια βελτίωση των θεμελιωδών. Συνέβη αφότου η ΕΚΤ ανακοίνωσε το πρόγραμμα ΟΜΤ. Το «οτιδήποτε χρειαστεί» του Mario Draghi, έκανε το μαγικό: οι επενδυτές πιστεύουν ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε και θα το κάνει, να αντιμετωπίσει την άνοδο των spreads μεσοπρόθεσμα. Αλλά αυτό σημαίνει πως οι πληροφορίες των spreads είναι συγκεχυμένες: τα spreads δεν μας δείχνουν πλέον τι σκέφτονται οι επενδυτές για τη βιωσιμότητα του χρέους. Αντανακλούν ένα μείγμα προσδοκιών για τη βιωσιμότητα του χρέους και προβλέψεων για τις αντιδράσεις της ΕΚΤ. Αυτό είναι ένα ακόμη παράδειγμα του Νόμου Goodhart –μια μεταβλητής που γίνεται στόχος, σύντομα χάνει την αξιοπιστία της ως αντικειμενικός δείκτης.
Πώς να μετρηθεί η κρίση χρέους της ευρωζώνης
Αυτό μας αφήνει με ένα χονδροειδές μέτρο –την εξέλιξη των δημοσίων χρεών- ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα spreads ήταν σαφώς καλύτεροι δείκτες πριν το ΟΜΤ. Υπάρχουν αρκετά προβλήματα με τις αναλογίες χρέους προς ΑΕΠ: Τα μεικτά χρέη είναι ακαθάριστα, δηλαδή αγνοούν τη δημόσια περιουσία. Τα μεικτά χρέη αγνοούν μη χρηματοδοτούμενες δημόσιες υποχρεώσεις, όπως οι συντάξεις και η υγειονομική περίθαλψη.
Στις περισσότερες χώρες οι μη χρηματοδοτούμενες υποχρεώσεις –οι οποίες περιλαμβάνουν το εν δυνάμει κόστος της διάσωσης τραπεζών όταν και εάν καταρρεύσουν- είναι κατά πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με τη δημόσια περιουσία που μπορεί να πουληθεί. Το ΑΕΠ είναι ένα στατικό μέτρο της ικανότητας πληρωμών. Η ανάπτυξη του ΑΕΠ παίζει επίσης ρόλο.
Επισημαίνοντας ότι η ανάπτυξη της ευρωζώνης μοιάζει να έχει «γλιστρήσει» σε μια πιο βραδεία φάση, ο παρανομαστής του ΑΕΠ είναι πιθανό να αυξάνεται βραδύτερα από ό,τι στη δεκαετία του ’90.
Τα τρία σημεία μαζί υποδηλώνουν ότι η αναλογία χρέους/ΑΕΠ στη δεκαετία του 2010 απεικονίζει μια πιο αισιόδοξη εικόνα για τη βιωσιμότητα από ό,τι τα ίδια επίπεδα στη δεκαετία του ’90. Στο σχήμα 1 εμφανίζεται η αναλογία δημοσίου χρέους/ΑΕΠ για την ευρωζώνη ως σύνολο, μαζί με τις χώρες με το υψηλότερο και το χαμηλότερο ποσοστό (αγνοώντας τις δύο ειδικές περιπτώσεις της Εσθονίας και του Λουξεμβούργου).
Ακόμη και εάν συμπεριληφθούν οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για το 2013, το ποσοστό αυτό μπορεί μόνο να επιβεβαιώσει ότι η κατάσταση επιδεινώνεται. Εάν το δημόσιο χρέος έμοιαζε πιθανό να είναι βιώσιμο το 2008, η πιθανότητα είναι ακόμη υψηλότερη τώρα. Είναι εντυπωσιακό πως αυτό ισχύει ακόμη και για την Ελλάδα, παρά την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους της το 2011, το οποίο ήταν αρκετά μεγάλο για να χρεοκοπήσει το κυπριακό τραπεζικό σύστημα. Για να το θέσουμε διαφορετικά, όχι μόνο δεν έχει επιλυθεί το αρχικό πρόβλημα, αλλά επίσης έχει γίνει χειρότερο. Δεν μπορεί να υπάρξουν εκπλήξεις εδώ. Η σταθεροποίηση του προϋπολογισμού δεν μπορεί να λειτουργήσει στη διάρκεια μιας ύφεσης όπως επισημάνθηκε κατά την έναρξη της κρίσης.
Ποιες είναι οι επιλογές σήμερα;
Το πρόβλημα χρέους δεν μπορεί να αποφευχθεί. Όταν το χρέος είναι μη βιώσιμο, δεν μπορεί να διατηρηθεί. Το μόνο ερώτημα είναι πώς και πότε έρχεται η κρίση. Εδώ ακολουθούν πέντε επιλογές που μπορεί να αντιμετωπίσουν το τέλμα του χρέους.
Πρώτη επιλογή: Μακροπρόθεσμη μείωση του χρέους μέσω πλεονασμάτων
Ένα βασικό λάθος της τρόικας ήταν να επιβάλει άμεση δημοσιονομική λιτότητα χωρίς να αρθρώνει κανένα μακροπρόθεσμο όραμα. Είναι καλά γνωστό ότι χρειάζονται δεκαετίες, όχι απλώς χρόνια, για να χρησιμοποιηθεί η δημοσιονομική εξυγίανση για να μειωθούν τα δημόσια χρέη, αφού πρώτα έχει επιτραπεί να αυξηθούν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Εάν το κριτήριο του 60% της Συνθήκης του Μάαστριχτ θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει ένα εύλογο επίπεδο –κανείς δεν ξέρει τι είναι εύλογο, αλλά αυτό είναι δευτερεύον ζήτημα εδώ- κάποιες χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία, πιθανώς θα χρειαστούν 20 χρόνια ή και περισσότερο για να φθάσουν αυτό το επίπεδο.
Η μετακίνηση από ένα έλλειμμα σε πλεόνασμα είναι υφεσιακή αλλά το να παραμείνει σε πλεόνασμα μετά από αυτό δεν είναι. Για αυτό το κόστος της μείωσης χρέους είναι εμπροσθοβαρές και επισης για αυτό δεν είναι η ώρα να υιοθετούνται αυτές οι πολιτικές.
Ασφαλώς, όσο περισσότερο καθυστερεί να ξεκινήσει η διαδικασία, τόσο μεγαλώνει το χρέος και επομένως τόσο πιο πολύ διαρκεί η περίοδος μείωσης του χρέους μετά. Η αναζωογόνηση της ανάπτυξης είναι επομένως μια κρίσιμη προϋπόθεση.
Αυτό θα ήταν η πιο επιθυμητή πορεία δράσης εάν η δημοσιονομική πολιτική μπορούσε να γίνει προσωρινά επεκτατική ή εάν η νομισματική πολιτική μπορούσε να χρησιμεύσει για να δώσει ώθηση στην ανάκαμψη ή εάν οι εξαγωγές μπορούσαν να δώσουν ώθηση στην οικονομία. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προσφέρονται κάποιες φορές ως εναλλακτική αλλά αυτές οι πολιτικές παίρνουν χρόνια για να δημιουργήσουν αποτελέσματα και συχνά είναι υφεσιακές στην αρχή.
Δεύτερη επιλογή: Πωλήσεις δημόσιας περιουσίας
Θα φαινόταν φυσιολογικό και ευκολότερο για τις κυβερνήσεις με μεγάλο μεικτό δημόσιο χρέος το να πουλήσουν μέρος του ενεργητικού τους και να χρησιμοποιήσουν τα έσοδα για την επαναγορά ομολόγων. Αυτό θα μείωνε την έκθεσή τους σε ευμετάβλητες διαθέσεις της αγοράς και, αγνοώντας τις τεκμαρτές υποχρεώσεις, υπήρχε ελπίδα να εμφανίσει ότι η θέση χρέους τους είναι πραγματικά βιώσιμη.
Το πρόβλημα είναι ότι γνωρίζουμε λίγα για την αξία των κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Ο ΟΟΣΑ δίνει εκτιμήσεις για τα καθαρά χρέη, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να ανακτηθούν εκτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων. ΟΙ εκτιμήσεις που προκύπτουν παρουσιάζονται στον Πίνακα 1. Για την ευρωζώνη ως σύνολο, τα κρατικά assets θα αντιστοιχούσαν σε περίπου 3% του ΑΕΠ και οι περισσότερες εκτιμήσεις των χωρών βρίσκονται στην κλίμακα του 30%-40%. Οι πωλήσεις assets θα μπορούσαν πράγματι να μειώσουν πολλά ακαθάριστα χρέη κατά μεγάλες ποσότητες.
Το εάν αυτό θα ήταν αρκετό για να απομακρύνει το φάσμα των χρεοκοπιών, είναι αδύνατο να αξιολογηθεί. Δυστυχώς, η διάθεση όλων των κρατικών assets δεν είναι ούτε δυνατή ούτε επιθυμητή. Προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της, μια διάθεση στοιχείων του ενεργητικού θα έπρεπε να επιτευχθεί σε σχετικά σύντομο διάστημα, ας πούμε σε δύο ή τρία χρόνια. Αυτό θα απαιτούσε μια τεράστια προσπάθεια, πιθανώς ανέφικτη.
Τρίτη επιλογή: Κλασική αναδιάρθρωση χρέους
Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι δύο πρώτες επιλογές είναι πιο πιθανό να είναι άπιαστες, τουλάχιστον αρκετά σύντομα ώστε να αποφευχθεί ένα πτωτικό σπιράλ που έχει πλήξει το σύνολο σχεδόν της ευρωζώνης. Η αύξηση του δημοσίου χρέους οδηγεί φυσιολογικά σε μια νέα φάση οξείας κρίσης. Κάτι τέτοιο θα καταστήσει την αναδιάρθρωση χρέους όχι μόνο αναπόφευκτη, αλλά και ελκυστική.
Το πρόβλημα είναι ότι το δημόσιο χρέος κάθε χώρας έχει μεταναστεύσει στα βιβλία των εμπορικών τραπεζών της. Μια αναδιάρθρωση χρέους αρκετά βαθιά ώστε να φέρει το χρέος στο 60% του ΑΕΠ, είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει μια τραπεζική κρίση, η οποία θα απαιτήσει κυβερνητική παρέμβαση και περισσότερο χρέος.
Η κακή σχέση μεταξύ δημοσίων χρεών και τραπεζικών assets έχει γίνει χειρότερη, ίσως αρκετά ώστε να καταστήσει την αναδιάρθρωση κρατικού χρέους μη διαχειρίσιμη χωρίς εξωτερική βοήθεια. Είναι κρίσιμο, ότι πολλές κυβερνήσεις θα χρειαστούν πόρους για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μετά από την αναδιάρθρωση χρέους.
Αλλά το πρόβλημα με τις διασώσεις είναι ότι δεν είναι πλέον διαθέσιμες σε επαρκή ποσότητα. Η κύρια δυνητική πηγή κεφαλαίων είναι ο ESM, ο οποίος πρόκειται να φτάσει συνολικά σε μια δύναμη πυρός ύψους 500 δις. ευρώ. Συγκρίνετε αυτό το ποσό με το συνολικό χρέος των χωρών σε κρίση –Ελλάδας, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας, Ιταλίας και Ισπανίας- το οποίο ανέρχεται σε 3.750 δις. ευρώ. Προσθέστε τη Γαλλία, πιθανή υποψήφια για την κρίση, και φθάνουμε τα 4.710 δις. ευρώ. Είναι αρκετά σαφές ότι οι πόροι του ESM δεν είναι σε καμία περίπτωση αρκετά μεγάλοι για να διαχειριστούν μια σειρά εξυγιάνσεων χρέους.
Τέταρτη επιλογή: Διαγραφή χρέους
Ακόμη και εάν μπορούσαν να βρεθούν πρόσθετοι πόροι, η εξωτερική βοήθεια απλώς προσθέτει δημόσιο χρέος και επομένως κάνει την κατάσταση χειρότερη, όχι καλύτερη. Μια λύση θα ήταν μια διαδικασία σε δύο στάδια: στο πρώτη στάδιο ο ESM ή φιλικές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να αγοράσουν μεγάλες ποσότητες του υφιστάμενου αποθέματος κρατικών ομολόγων που εκδίδονται από τις χώρες που βρίσκονται σε κρίση. Στο δεύτερο στάδιο, ένας μηχανισμός Paris Club θα μπορούσε να δημιουργηθεί για να διαγράψει αυτά τα χρέη.
Στην πραγματικότητα, αυτό θα ήταν μια μεταφορά από τις πιο εύπορες χώρες, προς τις χώρες σε κρίση. Είναι προφανές ότι η επιλογή αυτή αντιμετωπίζει τεράστια πολιτικά εμπόδια. Αλλά το ίδιο το μέγεθος του έργου το καθιστά επίσης οικονομικά αδύνατο. Ένας υπολογισμός του συνόλου θα πρέπει λογικά να διαλύσει την όποια αμφιβολία.
Ας υποθέσουμε ότι όλες οι άλλες χώρες της ευρωζώνης διαγράψουν ένα τέταρτο των χρεών της Ελλάδας, της Ιρλανδίας,, της Πορτογαλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας. Αυτό αντιπροσωπεύει μια απομείωση χρέους για τις εν λόγω χώρες που αντιστοιχεί σε περίπου 120 δις. ευρώ. Πρόκειται για το 30% του ΑΕΠ των χωρών που το αποδέχονται.
Για να το θέσουμε αυτό σε μια προοπτική, μια αύξηση 30% στο χρέος/ΑΕΠ της Ιρλανδίας την έσπρωξε από έναν μέτριο οφειλέτη στην περιοχή της κρίσης όταν διέσωσε τις τράπεζές της το 2010. Εάν τα κράτη δανειζόταν για να καλύψουν αυτές τις ζημιές, το δημόσιο χρέος της Γερμανίας θα έφθανε κάπου στο 110% του ΑΕΠ αλλά το επίπεδο του ελληνικού χρέους θα επέστρεφε μόλις στο επίπεδο προ κρίσης.
Είναι πιθανό να έχουμε μια λύση Paris Club για μια μικρή χώρα. Αυτό είναι στην πραγματικότητα η πιο πιθανή πορεία δράσης για την Ελλάδα. Το μειονέκτημα είναι ότι, μόλις γίνει για μια χώρα, γίνεται ακαταμάχητο για τις άλλες. Κάποιος μπορεί να θυμάται πώς παρουσιαζόταν η διάσωση της Ελλάδας το Μάιο του 2010, ως «μοναδική και κατ’ εξαίρεση», απλώς και μόνο για να γίνει ο κανόνας στη συνέχεια.
Πέμπτη επιλογή: Νομισματοποίηση του χρέους
Όπως γίνεται συχνά όταν οι αριθμοί γίνονται πολύ μεγάλοι για τις κυβερνήσεις, η κεντρική τράπεζα εμφανίζεται ως δανειστής ύστατης στιγμής. Ο De Grauwe έχει κάνει μια κρίσιμη παρατήρηση ότι ο θεμελιώδης λόγος γιατί η κρίση χρέους έχει περιοριστεί στην ευρωζώνη, είναι ότι οι αγορές δεν πίστευαν πως η ΕΚΤ ήταν έτοιμη να υποστηρίξει τα δημόσια χρέη.
Η επιτυχία του προγράμματος ΟΜΤ μέχρι στιγμής, παρά την υπό όρους φύση του, αποδεικνύει το ρόλο που μια κεντρική τράπεζα μπορεί να παίξει όταν μετακινηθεί στην κατεύθυνση του να αποδεχτεί το ρόλο του δανειστή της ύστατης στιγμής. Αλλά η σταθεροποίηση των spreads είναι απλώς μια προσωρινή λύση. Το ζήτημα των απειλητικών δημοσίων χρεών παραμένει και ζητά αντιμετώπιση.
Για αυτό η νομισματοποίηση του χρέους έρχεται ως άλλη μια λύση. Αλλά μια απλή αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ δεν θα έχει αποτέλεσμα για δύο λόγους: πρώτον, κάθε χώρα πρέπει να πληρώνει τόκους στα ομόλογά της, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχει στην κατοχή της η κεντρική τράπεζα.
Αυτές οι πληρωμές θα πηγαίνουν στα κέρδη της ΕΚΤ που θα επιστρέφονται στους μετόχους της, δηλαδή σε όλα τα κράτη-μέλη. Όπως υποστήριξαν οι De Grauwe και Ji, αυτό θα ήταν μια μεταβίβαση «στη λάθος κατεύθυνση» από τη χώρα που δέχεται τη βοήθεια προς τις χώρες που παρέχουν βοήθεια. Η μόνη ανακούφιση σε μια χώρα θα ήταν μέσω του δικού της μεριδίου των πληρωμών που θα είχαν υποστεί μείωση.
Δεύτερον, όταν το χρέος ωριμάζει, η χώρα θα πρέπει να εξοφλεί το κεφάλαιο. Συνολικά, η ανακούφιση είναι βέβαιο ότι θα είναι περιορισμένη.
Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το χρέος η ΕΚΤ;
Για να επιτρέψει ανακούφιση η νομισματοποίηση του χρέους, πρέπει με κάποιο τρόπο το χρέος να περιοριστεί από τη στιγμή που αποκτηθεί από την ΕΚΤ. Ένας τρόπος για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι ο ακόλουθος:
Πρώτον, η ΕΚΤ αγοράζει ομόλογα μιας χώρας, ας πούμε αξίας 100 ευρώ. Δεύτερον, ανταλλάσσει αυτά τα ομόλογα έναντι ενός αέναου, άτοκου δανείου των 100 ευρώ. Το δάνεια θα παραμείνει επ αόριστον ένα asset στο βιβλίο της ΕΚΤ αλλά στην πραγματικότητα δεν θα αποπληρωθεί ποτέ (εκτός και εάν εκκαθαριστεί η ΕΚΤ).
Το αντιστάθμισμα αυτής της λειτουργίας θα εμφανιστεί στην πλευρά των υποχρεώσεων του ισολογισμού της ΕΚΤ, ως μια αύξηση 100 ευρώ στη νομισματική βάση. Αυτό είναι το κόστος της νομισματοποίησης του χρέους.
Η νομισματοποίηση του χρέους έχει μια κακή φήμη η οποία δικαιολογείται από το γεγονός ότι συχνά στο παρελθόν οδήγησε σε ανεξέλεγκτο πληθωρισμό. Με βάση τις τρέχουσες συνθήκες, είναι απίθανο να είναι πληθωριστικό. Με δεδομένη την «παγωμένη» κατάσταση των πιστωτικών αγορών, οι αυξήσεις στη νομισματική βάση δεν μεταφράζονται σε αυξήσεις στην πραγματική προσφορά χρήματος. Στην πραγματικότητα, ο πολλαπλασιαστής χρήματος είναι περίπου μηδέν.
Επιπλέον, η υψηλή ανεργία έχει δημιουργήσει ένα αποπληθωριστικό περιβάλλον. Αλλά, ελπίζουμε, η πιστωτική αγορά θα ανακάμψει μια ημέρα και η ύφεση θα έρθει στο τέλος. Σε αυτό το επίπεδο, η νομισματική βάση θα πρέπει να συρρικνωθεί. Αυτό είναι το πρόβλημα εξόδου. Μια εναλλακτική είναι να αυξηθούν οι απαιτήσεις αοπθεματικών για να μειωθεί ο πολλαπλασιαστής χρήματος. Έτσι κι αλλιώς, η επέκταση του ισολογισμού δεν χρειάζεται να οδηγήσει σε πληθωρισμό.
Μια λύση είναι η ΕΚΤ να παγιώσει το σύνολο της αγοράς ομολόγων κάτω από αυτό το πρόγραμμα, εκδίδοντας τους δικούς της χρεωστικούς τίτλους, αφήνοντας το μέγεθος της νομισματικής βάσης αμετάβλητο. Αυτό μπορεί να γίνει κατά τη στιγμή της αγοράς ομολόγων ή αργότερα, όταν θα υιοθετηθεί η έξοδος.
Ασφαλώς, η ΕΚΤ θα πρέπει να πληρώσει τους τόκους επί των τίτλων της, που θα μειώσουν τα κέρδη και το κυριαρχικό δικαίωμα σε όλα τα κράτη-μέλη, τόσο σε αυτά που έχουν προβλήματα όσο και στα άλλα. Αυτή η μεταβίβαση «προς τη σωστή κατεύθυνση» είναι ο τρόπος που όλες οι χώρες-μέλη θα μοιραστούν τις ζημιές που προκύπτουν από την αναδιάρθρωση χρέους.
Όπως πάντα, πρέπει να αποδεχθούμε την τυραννία των αριθμών. Ο σημερινός ισολογισμός της ΕΚΤ ανέρχεται σε 2.430 δις. ευρώ. Το παράδειγμα που εξετάστηκε πιο πάνω θα προσέθετε 1.200 δις. ευρώ, μια αύξηση της τάξης του 50%. Αυτό είναι τεράστιο, αλλά όχι άνευ προηγουμένου. Τον Ιούλιο του 2007, ο ισολογισμός της ΕΚΤ ήταν 1.190 δις. ευρώ, περίπου ο μισός από ό,τι είναι σήμερα.
Συμπέρασμα
Στο τέλος της ημέρας, εκτός από την πρώτη επιλογή, η οποία είναι η κλασική, ενάρετη προσέγγιση, και τη δεύτερη επιλογή, την πώληση των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων, καμία από τις άλλες επιλογές δεν είναι ελκυστική. Αλλά εάν η πρώτη και η δεύτερη επιλογή είναι αδύνατες, πρέπει κανείς να επιλέξει μεταξύ των κακών επιλογών.
Η τρίτη επιλογή είναι σαφώς η λιγότερο επιθυμητή, διότι θα ταρακουνούσε τις αγορές και πιθανώς θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση μεγάλων τμημάτων του τραπεζικού συστήματος. Η τέταρτη επιλογή είναι εκρηκτική πολιτικά. Θα μπορούσε να προκαλέσει μια κρίση χρέους στις χώρες που αυτή τη στιγμή θεωρούνται ως υγιείς. Αυτό μας αφήνει με την πέμπτη επιλογή.
Ασφαλώς, η αθέτηση πληρωμών μέσω της ΕΚΤ είναι απλώς ένα μεγάλο φύλο συκής για να κρυφτεί το κόστος της αναδιάρθρωσης χρέους. Επιπλέον με τη διάχυση των επιπτώσεων μακροπρόθεσμα, έχει το πλεονέκτημα ότι οι μη ενάρετες χώρες θα μοιραστούν το κόστος με τη μορφή μειωμένων μεταβιβάσεων κέρδους από την ΕΚΤ μακροπρόθεσμα.
Προφανώς, η διαγραφή του χρέους συνεπάγεται ένα τεράστιο ηθικό κίνδυνο που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Εδώ πρέπει να δοθεί έμφαση στο ότι η λήξη μιας κρίσης απαιτεί δύο εννοιολογικά διαφορετικές δράσεις:
Η μία είναι η αντιμετώπιση των παλαιών μη βιώσιμων χρεών, κάτι το οποίο παρουσιάζουν εδώ οι επιλογές ότι κάνουν (να επισημανθεί ότι προτείνεται η αντιμετώπιση του συσσωρευμένου χρέους, όχι η χρηματοδότηση των συνεχιζόμενων ελλειμμάτων. Η «μια και έξω» ενέργεια είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνη από ό,τι ένας μόνιμος ηθικός κίνδυνος). Η άλλη είναι να καταστεί σίγουρο ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί ποτέ ξανά.
Αυτό απαιτεί την υιοθέτηση ενός σούπερ-ισχυρού πλαισίου δημοσιονομικής πειθαρχίας. Άλλες λύσεις εκτός του μη αποτελεσματικού Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, υπάρχουν, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα αυτού του άρθρου. Η ΕΚΤ πρέπει να απαιτήσει ότι αυτό θα γίνει, και θα γίνει για τα καλά, προτού βουτήξει στο βάλτο.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο VoxEU.org, ένα policy portal που ιδρύθηκε από το Center for Economic Policy Research (CEPR)
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου