Του Θανάση Γιαλκέτση, Εφημερίδα των Συντακτών
NΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ
«Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση;»
«Πόλις», 2013, σελ. 163
Η κρίση που ζούμε υποχρεώνει όλους μας σε μιαν αυτοκριτική επανεξέταση αντιλήψεων και πεποιθήσεων, που μέχρι πρόσφατα θεωρούσαμε στέρεες και αναμφισβήτητες. Μόνον φανατικοί ή δογματικοί μπορούν να επαναπαύονται στηριζόμενοι πάντα στις ίδιες ακλόνητες και απλοϊκές βεβαιότητες. Ωστόσο, οι δραματικές συνέπειες της κρίσης και οι ανατροπές που επιφέρει στη ζωή των πολλών δεν ευνοούν τον αναγκαίο κριτικό και αυτοκριτικό αναστοχασμό. Τροφοδοτούν, αντίθετα, την πόλωση των πνευμάτων, τη διανοητική και πολιτική σύγχυση. Σε αυτό το ομιχλώδες πνευματικό τοπίο βρίσκει γόνιμο έδαφος ο λόγος των δημαγωγών κάθε είδους. Γι’ αυτό, ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος θεώρησε αναγκαίο, προτού διατυπώσει τις απόψεις του για τη δημοκρατία, τους θεσμούς και τη μεταρρύθμισή τους, να ξεδιαλύνει τα «βασικά», να αποσαφηνίσει δηλαδή το νόημα ορισμένων βασικών λέξεων και εννοιών που παραποιούνται βάναυσα στη δημόσια συζήτηση. Ξεκαθαρίζει έτσι από την αρχή ότι η ειλικρινής συζήτηση για τη δημοκρατία προϋποθέτει την ανεπιφύλακτη αποδοχή των θεμελιωδών κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού στην πολιτική αντιπαράθεση. Προϋποθέτει, επομένως, την κατηγορηματική απόρριψη και καταδίκη της βίας ως μέσου πολιτικού αγώνα. Δεν μπορεί λ.χ. να γίνει διάλογος για τη δημοκρατία με τους μελανοχίτωνες της Χρυσής Αυγής.
Ανέφικτη είναι όμως και η δημοκρατική συνεννόηση με πολλούς «αντιεξουσιαστές» που προσφεύγουν συστηματικά στη βία ή και με εκείνους στην Αριστερά που ονειρεύονται μια νέα εκδοχή της κατάληψης των χειμερινών ανακτόρων. Καθώς η οικονομική χρεοκοπία και η επιδείνωση της κρίσης μεγαλώνουν τον κύκλο των υποστηρικτών της βίας, γίνεται πιο επιτακτική και επείγουσα η ανάγκη να υπερασπιζόμαστε σθεναρά τους θεμελιώδεις κανόνες της δημοκρατίας και το κράτος δικαίου.
Αποκλείοντας τη βία ως μέσο επίλυσης των πολιτικών διαφορών και των κοινωνικών συγκρούσεων, η δημοκρατία επιλέγει την οδό των μεταρρυθμίσεων, που είναι η μόνη η οποία διασφαλίζει ότι οι αλλαγές στους θεσμούς θα γίνονται με νόμιμα και ειρηνικά μέσα. Ποιες μεταρρυθμίσεις όμως και ποιες αλλαγές στους θεσμούς έχει ανάγκη σήμερα η χώρα μας; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, χρειάζεται προηγουμένως να προσδιορίσουμε το μερίδιο ευθύνης που βαρύνει το ισχύον Σύνταγμα και τους θεσμούς για την παρούσα κρίση. Στον δημόσιο διάλογο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ενοχοποιούν τους θεσμούς της Μεταπολίτευσης για τη διαφθορά, την κομματική διάβρωση του κράτους και την ανεύθυνη διακυβέρνηση που οδήγησαν στη χρεοκοπία. Ακούσαμε έτσι πολλούς πολιτικούς, ιδίως από τον χώρο της Αριστεράς, αλλά και ορισμένους συνταγματολόγους, να τάσσονται υπέρ μιας «ριζικής» αλλαγής του Συντάγματος (θυμίζουμε ότι έγινε λόγος ακόμα και για «Συντακτική συνέλευση»).
Τοποθετούμενος στον αντίποδα αυτών των απόψεων, ο Αλιβιζάτος υποστηρίζει ότι ο απολογισμός του Συντάγματος και των θεσμών της Μεταπολίτευσης είναι κατά βάση θετικός. Το γεγονός ότι δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν το πολιτικό σύστημα να ενδώσει στην πίεση για πελατειακές παροχές, για εκδουλεύσεις και για παραχώρηση αθέμιτων προνομίων δεν σημαίνει ότι δεν εκπλήρωσαν με επιτυχία τη βασική αποστολή τους: επί τέσσερις δεκαετίες διασφάλισαν ένα σταθερό πλαίσιο για την ομαλή και ειρηνική διεξαγωγή της πολιτικής αντιπαράθεσης (γεγονός πρωτόγνωρο στη συνταγματική μας ιστορία).
Με άλλα λόγια, δεν φταίνε οι θεσμοί για τη χρεοκοπία της χώρας. Δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να φορτώνουμε στους νόμους και τους θεσμούς την κύρια ευθύνη για όλα τα φαινόμενα κομματισμού, ιδιοτελούς και αλόγιστης διακυβέρνησης, αθωώνοντας έτσι τα κόμματα εξουσίας, τις πολιτικές ηγεσίες και άλλους σημαντικούς παράγοντες της δημόσιας ζωής. Η «αναθεωρητική αυτοσυγκράτηση», που εισηγείται ο Αλιβιζάτος, δεν υποτιμά την ανάγκη για ριζοσπαστικές και καινοτόμες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που δεν προϋποθέτουν την αναθεώρηση του Συντάγματος (χρηματοδότηση της πολιτικής, κατάργηση του σταυρού προτίμησης κ.ά.). Δεν παραγνωρίζει επίσης το αίτημα για επιμέρους συνταγματικές αλλαγές σε ώριμα από καιρό θέματα (ποινική ευθύνη των υπουργών, βουλευτική ασυλία κ.ά.). Στην πραγματικότητα, η ατέλειωτη «συνταγματολογία» είναι εκείνη που συχνά παραλύει τη μεταρρυθμιστική βούληση και υπηρετεί την αδράνεια. Ο Αλιβιζάτος επιχειρηματολογεί πειστικά υπέρ της διατήρησης του πολιτεύματος της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με τις αναγκαίες βελτιώσεις για την αντιμετώπιση των παρενεργειών του πρωθυπουργοκεντρισμού. Εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις για το αίτημα συνταγματικής κατοχύρωσης αμεσοδημοκρατικών θεσμών (δημοψήφισμα, λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, δυνατότητα ανάκλησης βουλευτών από τους εκλογείς τους). Τάσσεται εναντίον της καθιέρωσης της απλής αναλογικής και μάλιστα ως «μόνιμου» εκλογικού συστήματος, διαβλέποντας τον κίνδυνο ενίσχυσης της τάσης για πολυδιάσπαση και κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων. Επισκοπώντας όλα τα ζητήματα που έχουν τεθεί στη συζήτηση για την προσεχή συνταγματική αναθεώρηση, ο Αλιβιζάτος παρατηρεί ότι τα περισσότερα από αυτά αποβλέπουν κυρίως στη δημιουργία εντυπώσεων και όχι στην εξυγίανση του πολιτικού συστήματος και την έξοδο από την κρίση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου