Το εντιτόριαλ του Books' Journal, τχ 34, Αύγουστος 2013
«Κάποτε, η γωνιά αυτή της γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα ήτανε δοξασμένη κι ευτυχισμένη κι είχε έναν πολιτισμό, που επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να παραμένει και να θαυμάζεται απ’ όλο τον κόσμο. […] Στην εποχή της σκλαβιάς πέρασε σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί “έξυπνοι”, ανάμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε μ’ άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ό,τι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμιά αξία. Την ελληνικότητά μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη. Αυτό κανείς δεν το ’θελε. Ούτε οι ξένοι βασιλιάδες ούτε οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες. […] Ο Γιάννης Καποδίστριας, που μας τον παρουσιάζουν στα σχολειά σα μεγάλο και τρανό, με προτομές και πορτραίτα, είναι ο πρώτος καταστροφέας της Ελλάδας. Μα ό,τι έκανε, δεν το ’κανε σαν Καποδίστριας, μα σαν εκπρόσωπος όλης της ελληνικής αντίδρασης. […] Με την επικράτηση της επανάστασης αμέσως οι δικοί μας κοτζαμπάσηδες επιβληθήκαν επάνω στη χώρα μας. Η αντίδραση, ντόπια και ξένη, για να ευνουχίσει τον λαϊκό χαραχτήρα του κινήματος και να επιβάλει νέα σκλαβιά, χρησιμοποίησε όλα τα μέσα. Και στο τέλος το πέτυχε. Η αρχή έγινε κολλώντας στο σβέρκο της πατρίδας μας αυτόν που σας είπα πρωτύτερα: τον Καποδίστρια. Ο Γιάννης Καποδίστριας από την ανασύσταση του ελληνικού κράτους άρχισε την καταστροφή της χώρας μας κι ένας άλλος, ο Γιάννης ο Μεταξάς, έβαλε σ’ αυτή το καπάκι […]
Έχουμε ντοκουμέντα στα χέρια μας, που μας αποδείχνουν, ότι οι άνθρωποι αυτοί είχανε σκοπό να ρίξουνε μόνο τρεις τουφεκιές στο Αλβανικό Μέτωπο κι ύστερα να μας παραδώσουν στους φασίστες. Υπάρχουν ντοκουμέντα που μας πείθουν ότι το Νοέμβρη προς το Δεκέμβρη του 1940 μπορούσαμε να πετάξουμε τους Ιταλούς στη θάλασσα. Μα αυτοί συγκρατούσανε το στρατό μέχρι που να λύσει το στρατιωτικό της πρόβλημα η Γερμανία στην Ευρώπη […]»
Άρης Βελουχιώτης, ομιλία στη Λαμία, 22 Οκτωβρίου 1944
Τι εννοούσε λοιπόν ο εθνολαϊκός Βελουχιώτης αναπαράγοντας την παροιμιώδη φράση «καλή αντάμωση στα γουναράδικα»; Θα σας γδάρουμε ή θα μας γδάρετε; Κι αν σήμερα ένας βουλευτής που δηλώνει αριστερός (στο παρελθόν έχει δηλώσει και αναρχικός) αντικαθιστά το «καλή αντάμωση» με το σύγχρονο συνώνυμό του, «ραντεβού», εκτός της ανάκλησης της βέβηλης διάθεσης όσων εκφράζονται δημοσίως με όπλο το χιούμορ (όπως ο Δημήτρης Χαντζόπουλος, που δημοσίευσε την παρατιθέμενη γελοιογραφία στα Νέα) τι άλλο κατορθώνει; Εκφράζει κατηγορηματικά την ιδεολογική και πολιτική ανωτερότητά του, λειτουργώντας ως άκρο, εξάπτοντας την αντίδραση των απέναντι άκρων; Ανακαλεί τον εμφύλιο, όχι ως ιστορική περίοδο - αντικείμενο μελέτης, αλλά ως μια εκκρεμότητα που ζητεί οριστική διευθέτηση;
Πιθανόν όλα αυτά μαζί – έστω και αν, χωρίς συναίσθηση, ο βουλευτής δεν είχε τίποτα απ’ αυτά στο μυαλό του. Το θέμα, όμως, είναι ότι όσα λένε οι βουλευτές, και τα στελέχη των κομμάτων δεσμεύουν τα ίδια τα κόμματα. Άλλωστε, ακόμα κι αν ο συγκεκριμένος βουλευτής δεν είχε στο νου του έναν εμφυλιοπολεμικό συμβολισμό νίκης αλλά ήττας, ανάλογης του συμβολισμού τον οποίο λέγεται ότι ήθελε να ανακαλέσει ο Βελουχιώτης αναφερόμενος στα γουναράδικα, οι πολιτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, συχνά εναρμονισμένες με ανάλογες επιλογές του αριστερισμού, ανακαλούν τον εμφύλιο. Ξεχνούν ότι το επίπεδο ελευθερίας που απολαμβάνουμε (και απολαμβάνουν και οι ίδιοι) δεν οφείλεται στη μεταπολιτευτική περιφορά του εικονίσματος του Βελουχιώτη αλλά στο «βάθεμα και στο πλάτεμα της δημοκρατίας», σύμφωνα με τη φρασεολογία ενός άλλου αριστερού ηγέτη, του Λεωνίδα Κύρκου. Κοινοβούλιο, πλουραλισμός, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα ήταν τα αιτήματα της μεταπολίτευσης και, σε μεγάλο βαθμό, κερδήθηκαν – και χάρη στο ευρωπαϊκό περιβάλλον που κι αυτό κερδήθηκε, διευρύνθηκαν.
Αυτά τα αιτήματα, δυστυχώς, δεν υιοθετήθηκαν από την Αριστερά – ή, για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, υιοθετήθηκαν μόνο από ένα τμήμα της ανανεωτικής πτέρυγάς της. Κατά τα άλλα, η ιδεολογία (και η αισθητική) της ελληνικής Αριστεράς κινήθηκε στο πλαίσιο που, εύστοχα, ο Άκης Γαβριηλίδης ονομάζει «αβάσταχτη νεκροφιλία». Σύμφωνα με το ερμηνευτικό αυτό σχήμα, υπάρχει κάτι κοινό σχεδόν σε όλο το ελληνικό πολιτικό φάσμα, από την άκρα Δεξιά έως την άκρα Αριστερά: η αναγόρευση της ήττας σε υπέρτατη θυσία. Οι ηττημένοι, λοιπόν, τα θύματα, οι νεκροί, σύμφωνα με το σχήμα αυτό, μετατρέπονται σε μάρτυρες της αλήθειας. Όπως, περίπου, συμβαίνει σήμερα στο φανατικό Ισλάμ – που διαθέτει πλήθος μάρτυρες.
Αν ψάχνεις μάρτυρες για να τους αναγορεύσεις σε ήρωες, όμως, χρειάζεσαι και ρήξεις, συγκρούσεις, πολέμους. Άλλωστε, τι άλλο είμαστε από «μια κοινότητα αίματος και θυσιών»;
Ο Άρης Βελουχιώτης πληροί όλες τις προϋποθέσεις του μάρτυρα. Πολέμησε για μια ιδεολογική φενάκη, αλλά ήταν ο ηττημένος – διπλά ηττημένος, μάλιστα, αποκηρυγμένος δηλαδή και από το κόμμα του, επέλεξε ο ίδιος τη θυσία. Η αναγόρευσή του στο απόλυτο σύμβολο του αγώνα για τον «λαό» οφείλεται όμως και στο ότι οι «άλλοι», αυτοί που νίκησαν, αντί να συμφιλιωθούν με τους ηττημένους, βάθυναν τη διαίρεση.
***
Η ιστορία μας. Οι επίβουλοι ξένοι. Οι κοτζαμπάσηδες. Οι προδότες… Κάπου έχουν ξανακουσθεί όλα αυτά, και όχι υποχρεωτικά από χείλη αριστερών.
Αλλά ακριβώς γι’ αυτό, θα περίμενε κανείς μια Αριστερά, που δεν θα αντλεί από την ιδεολογική δεξαμενή από την οποία αντλούσε κι ο Χριστόδουλος. Αλλά μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή Αριστερά θα όφειλε να συνομιλεί με αυτούς που, στον κόσμο, παράγουν σήμερα θεωρία και σκέψη. Και να επενδύει με τα δεδομένα του παρόντος στο μέλλον, όχι με τις μυθολογίες του παρελθόντος ούτε με τις εξουσιαστικές προβολές του μέλλοντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου