Tου Μάρτιν Φέλντσταϊν, Αυγή, 3.12.11
Η Ελλάδα αγωνίζεται ενάντια στις αναπότρεπτες αρνητικές συνέπειες της επιβολής κοινού νομίσματος σε ένα σύνολο ετερογενών χωρών. Ωστόσο, η κρίση χρέους στην Ελλάδα και ο κίνδυνος χρεωκοπίας στην Ιταλία και στην Ισπανία αποτελούν απλά μέρος του προβλήματος που προκλήθηκε από το κοινό νόμισμα. Η ευθραυστότητα των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, οι υψηλοί δείκτες της ανεργίας και η υψηλή εσωτερική εμπορική ανισσοροπία (Η Γερμανία έχει πλεονάσματα ύψους 200 δισ. δολαρίων, ενώ οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης έχουν συνολικά 300 δισ. έλλειμμα) επίσης αντικατοπτρίζουν τη χρήση του ευρώ.
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί που επέμειναν στην εισαγωγή του νέου νομίσματος το 1999 αγνόησαν τις προειδοποιήσεις των οικονομολόγων που προέβλεψαν πως ένα κοινό νόμισμα για ολόκληρη την Ευρώπη θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα. Οι συνήγοροι του κοινού νομίσματος επικεντρώνονταν στον στόχο της ευρωπαϊκής πολιτικής ολοκλήρωσης και έβλεπαν το κοινό νόμισμα ως μέρος της διαδικασίας για τη δημιουργία μίας αίσθησης πολιτικής κοινότητας εντός Ευρώπης. Αγωνίστηκαν για να αποκτήσουν τη λαϊκή στήριξη με το σύνθημα «Μία αγορά, ένα νόμισμα», υποστηρίζοντας πως η ελεύθερη αγορά που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα επιτύγχανε μονάχα αν το νόμισμα ήταν κοινό.
Ούτε η ιστορία ούτε η οικονομική λογική στήριζαν μία τέτοια άποψη. Πράγματι, το ευρωπαϊκό εμπόριο λειτουργεί καλά, παρά το γεγονός πως μόνο οι 17 από τις 27 χώρες μέλη της Ένωσης χρησιμοποιούν το ευρώ.
Αλλά το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποίησαν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και άλλους υπέρμαχους του ευρώ ήταν πως, επειδή ένα κοινό νόμισμα λειτουργεί καλά στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα έπρεπε να λειτουργήσει εξίσου καλά και στην Ευρώπη. Άλλωστε, και οι δύο είναι μεγάλες, ηπειρωτικές και διαφορετικές οικονομίες. Αλλά το συγκεκριμένο επιχείρημα προσπερνάει τρεις βασικές διαφορές ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.
Πρώτον, οι ΗΠΑ λειτουργούν ως ενιαία αγορά εργασίας με εργαζόμενους που μπορούν να μετακινούνται από περιοχές με υψηλή ή αυξανόμενη ανεργία σε περιοχές όπου οι δουλειές είναι περισσότερες. Στην Ευρώπη οι εθνικές εργατικές δυνάμεις διαχωρίζονται από μια σειρά περιορισμών. Οι περιορισμοί είναι η γλώσσα, η κουλτούρα, η θρησκεία, η συμμετοχή στα συνδικαλιστικά σωματεία και τα διαφορετικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
Για να είμαστε σαφείς, μερικοί εργαζόμενοι στην Ευρώπη πράγματι μεταναστεύουν. Ωστόσο, με την απουσία υψηλού ποσοστού κινητικότητας που υπάρχει στις Ηνωμένες πολιτείες, η υψηλή και ολοένα αυξανόμενη ανεργία που μαστίζει κάποιες χώρες μπορεί να μειωθεί μονάχα αν διευκολυνθεί η νομισματική πολιτική, εναλλακτική λύση που αποκλείεται στο πλαίσιο του κοινού νομίσματος.
Μία δεύτερη σημαντική διαφορά είναι πως οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα κεντρικό δημοσιονομικό σύστημα. Τόσο οι άνθρωποι όσο και οι επιχειρήσεις πληρώνουν την πλειοψηφία των φόρων τους στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Ουάσινγκτον και όχι στο κράτος τους ή στις (τοπικές) αρχές τους.
Όταν η οικονομική δραστηριότητα μιας πολιτείας των ΗΠΑ επιβραδύνει σε σύγκριση με την υπόλοιπη χώρα, οι φόροι που πληρώνουν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις της πολιτείας στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση μειώνονται και τα κονδύλια που η πολιτεία λαμβάνει από την ομοσπονδιακή τράπεζα αυξάνονται (για επιδόματα ανεργίας και άλλα υποστηρικτικά προγράμματα). Μιλώντας γενικά, για κάθε δολάριο μείωσης του ΑΕΠ μιας πολιτείας όπως η Μασαχουσέτη ή το Οχάιο έχει ως αποτέλεσμα να πυροδοτούνται αλλαγές στη φορολογία που αντισταθμίζουν περίπου τα σεντ αυτής της πτώσης παρέχοντας σημαντική δημοσιονομική ένεση.
Δεν υπάρχει συγκρίσιμη πρακτική αντισταθμίσματος στην Ευρώπη όπου οι φόροι σχεδόν αποκλειστικά πληρώνονται στις εθνικές κυβερνήσεις. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη να διατηρούν αυτή τη λογική και την υπηρεσία στις εθνικές κυβερνήσεις αποδεικνύοντας την απροθυμία των Ευρωπαίων να μεταφέρουν κονδύλια σε λαούς άλλων ευρωπαϊκών χωρών με τον τρόπο που είναι διατεθειμένοι να το κάνουν οι Αμερικανοί για τους λαούς άλλων πολιτειών.
Η τρίτη σημαντική διαφορά είναι πως επιβάλλεται συνταγματικά σε όλα τα κράτη των Ηνωμένων Πολιτειών να σταθμίσουν τους ετήσιους προϋπολογισμούς τους. Ενώ τα κονδύλια για τις «βροχερές μέρες» που συγκεντρώνονται σε περιόδους ακμής χρησιμοποιούνται ώστε να καλυφθούν ελλείμματα στους προϋπολογισμούς, ο δανεισμός «γενικών υποχρεώσεων» των πολιτειών περιορίζεται σε έργα υποδομής, όπως είναι για παράδειγμα η κατασκευή δρόμων και σχολείων. Ακόμη και σε μία πολιτεία όπως η Καλιφόρνια που κατά πολλούς είναι το παράδειγμα «δημοσιονομικής ασωτίας» το ετήσιο έλλειμμα στον προϋπολογισμό έχει φτάσει να είναι το 1% του ΑΕΠ και με χρέος «γενικών υποχρεώσεων» της τάξης μόλις του 4% του ΑΕΠ.
Αυτοί οι περιορισμοί στα ελλείμματα των προϋπολογισμών σε επίπεδο πολιτείας είναι η λογική συνέπεια του γεγονότος πως οι αμερικανικές πολιτείες δεν μπορούν να κόψουν χρήμα ώστε να γεμίσουν δημοσιονομικά κενά. Αυτοί οι συνταγματικοί κανόνες εμποδίζουν προβλήματα αναφορικά με τα ελλείμματα και τα χρέη όπως αυτά που μαστίζουν την ευρωζώνη όπου οι αγορές κεφαλαίου αγνόησαν την έλλειψη της νομισματικής ανεξαρτησίας των ανεξάρτητων χωρών.
Κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα αναπτύσσονταν στην Ευρώπη ακόμη και στην περίπτωση που η Ευρωζώνη θα εξελισσόταν σε μία πιο ουσιαστική πολιτική ένωση. Παρά το ότι η μορφή μιας πολιτικής ένωσης όπως παρουσιάστηκε από την Γερμανία και άλλες χώρες παραμένει ασαφής, δεν θα συμπεριλάμβανε κεντρική είσπραξη των εσόδων, αντίστοιχη με αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών επειδή αυτό θα έθετε μεγαλύτερο βάρος στους Γερμανούς φορολογούμενους που θα αναγκάζονταν να χρηματοδοτήσουν κυβερνητικά προγράμματα σε άλλες χώρες. Ακόμη, μία τέτοια πολιτική ένωση δεν θα τόνωνε την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού εντός της Ευρωζώνης, ούτε θα ξεπερνιούνταν τα προβλήματα που προκλήθηκαν από την επιβολή μιας κοινής νομισματικής πολιτικής σε χώρες που τελούν υπό διαφορετικούς κυκλικούς όρους και βέβαια δεν θα βελτιώνονταν η οικονομική θέση χωρών που δεν μπορούν να υποτιμήσουν τα νομίσματα τους ώστε να επανακτήσουν την ανταγωνιστικότητα τους.
Η πιο πιθανή συνέπεια της ενδυνάμωσης της πολιτικής ένωσης στην ευρωζώνη θα ήταν να δοθεί στη Γερμανία η εξουσία να ελέγχει τους προϋπολογισμούς των άλλων μελών και να συνταγογραφεί τις αλλαγές στην φορολογία και στις δαπάνες τους. Η επίσημη εκχώρηση της κυριαρχίας μονάχα θα αύξανε τις εντάσεις και τις συγκρούσεις που ήδη υπάρχουν ανάμεσα στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(O Mάρτιν Φέλντσταϊν είναι καθηγητής Οικονομικών στο Χάρβαρντ και ήταν επικεφαλής του Οικονομικού Συμβουλίου του προέδρου Ρίγκαν, επίσης είναι τέως πρόεδρος του Εθνικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας των ΗΠΑ)
(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ANAΣΤΑΣΙΑ ΓΙΑΜΑΛΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου