Του Γιώργου Σιακαντάρη, ΝΕΑ, 21.12.11
Στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ σε υπόληψη οι τίτλοι τιμής που οφείλονταν στην καταγωγή. Επειδή όμως δεν υπάρχει κοινωνία που να μην έχει ανάγκη κάποιων διακρίσεων, ανακαλύψαμε υποκατάστατα. Ετσι τίτλος τιμής στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ήταν οι κλέφτες και οι αρματολοί. Για κάποια σύντομη περίοδο μετά την απελευθέρωση έγινε τίτλος τιμής να ανήκει κάποιος στην αστική επιχειρηματική τάξη. Αυτή όμως η περίοδος ήταν πολύ μικρή για δυο λόγους. Διότι στον δυτικό κόσμο η αστική τάξη ήταν γέννημα της βιομηχανικής επανάστασης, ενώ στην Ελλάδα της κατακερματισμένης μεταοθωμανικής οικονομικής βάσης και ιδιοκτησίας έπαιζε τον ρόλο είτε του τοποτηρητή της δυτικής αστικής τάξης είτε του εμπορικού διαμεσολαβητή. Και διότι αφορά την καταγωγική διαφορά της ευρωπαϊκής αστικής τάξης από την ελληνική. Η πρώτη ξεπήδησε από την κρίση της αριστοκρατίας αμφισβητώντας τα κεκτημένα της καταγωγής, γι' αυτό και σε πρώτη φάση εμφανίζεται ως σύμμαχος των κατώτερων εργατικών και αγροτικών στρωμάτων. Στην Ελλάδα αντιθέτως η αστική τάξη, απουσία αριστοκρατίας, εμφανίζεται από την αρχή ως αντίπαλος της εργατικής και αγροτικής τάξης.
Μια κοινωνία στην οποία ούτε η καταγωγή ούτε ο πλούτος ήταν τίτλοι τιμής, όφειλε, αν ήθελε να διατηρήσει τη συνοχή της, να εφεύρει εναλλακτικούς. Στην ελληνική αγροτική κοινωνία, θέσεις κύρους κατείχαν ο ιερέας ως φορέας της θρησκευτικής πίστης, ο δάσκαλος ως φορέας της γνώσης και ο πρόεδρος της κοινότητας. Από τη στιγμή που γίνεται εμφανές πως το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει την προσφορά εργασίας, αναλαμβάνει ρόλο το κράτος. Δημιουργείται ένας υπερτροφικός δημόσιος τομέας, ο οποίος ασκεί διπλό ρόλο, αφενός του πελάτη της κρατικοδίαιτης αδύναμης αστικής τάξης, αφετέρου της χοάνης για την απορρόφηση της προσφερόμενης εργασίας.
Υστερα από αυτό ήμασταν πλέον σε θέση, στη μεταπολεμική Ελλάδα, να δημιουργήσουμε τους δικούς μας τίτλους τιμής: ήταν ένα πανεπιστημιακό πτυχίο και η ένταξη στο δημοσιοϋπαλληλικό στρώμα. Επομένως, μέχρι πριν από λίγα χρόνια ο δημόσιος υπάλληλος ήταν ο «περιζήτητος γαμπρός ή νύφη».
Σήμερα είμαστε στον ακριβώς αντίθετο δρόμο, ο καθένας που θέλει να πείσει για την ψευδο-ακεραιότητα και ανεξαρτησία του σπεύδει ανοήτως να υπερηφανευτεί πως ποτέ δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος και πως πάντα ήταν ελεύθερος επαγγελματίας. Ας αφήσω εδώ κατά μέρος πως το να υπερηφανεύεται κανείς ότι είναι ελεύθερος επαγγελματίας σε μια χώρα που 550.000 επαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι, υδραυλικοί, καθηγητές, δημοσιογράφοι, ηλεκτρολόγοι, ταξιτζήδες, φορτηγατζήδες και λοιποί) δηλώνουν κατά μέσο όρο εισόδημα χαμηλότερο των 6.000 ευρώ, δεν θα έπρεπε να περιποιεί και ιδιαίτερη τιμή, όπως επίσης το ίδιο ισχύει και για εκείνους τους δήθεν επιχειρηματίες, οι εργαζόμενοι των οποίων πολλές φορές δεν γνωρίζουν τι θα πει ωράριο, ενώ αρκετοί απ' αυτούς δεν γνωρίζουν και τι θα πει κοινωνική ασφάλιση και μισθός, ούτε καν αποζημίωση για απόλυση. Ας είμαστε λοιπόν λίγο πιο προσεκτικοί όταν θεοποιούμε την ελληνική ιδιωτική πρωτοβουλία.
Το πρόβλημα είναι πως κινδυνεύουμε έτσι να πέσουμε από το ένα άκρο στο άλλο και να απαξιώσουμε την ανάγκη του δημόσιου τομέα. Το Δημόσιο στον κλασικό τύπο δυτικής κοινωνίας εμφανίζεται ως ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα της κοινωνίας των ιδιωτών. Συμφέροντα που αν αφεθούν ανεξέλεγκτα είναι σε θέση να μετατρέψουν τις κοινωνίες σε ζούγκλες. Το Δημόσιο στη δυτική νεωτερικότητα, σε αντίθεση με την Ελλάδα όπου αποτέλεσε τον χώρο ένταξης των κατώτερων στρωμάτων, στελεχώθηκε από ανθρώπους που προέρχονταν από την καταρρέουσα αριστοκρατία ή από την ανερχόμενη αστική τάξη και ήσαν φορείς ενός πνεύματος «υψηλής ουδετερότητας» και αυστηρής προσήλωσης στους ηθικούς κώδικες ύπαρξης αυτών των τάξεων.
Στην Ελλάδα, είναι αλήθεια πως, αντί σήμερα το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία να επιχειρήσουν να δημιουργήσουν εκείνο το Δημόσιο, με το κατάλληλο δυναμικό, το οποίο θα εγγυάται τη διαμεσολάβηση μεταξύ των αντιτιθέμενων συμφερόντων και ταυτόχρονα θα λειτουργεί ως φορέας προστασίας και υπηρεσίας προς τα αδύναμα στρώματα, δημιουργούν ένα κλίμα πλήρους απαξίωσής του. Ο τίτλος τιμής «είμαι δημόσιος υπάλληλος» γίνεται τίτλος του «εγώ ποτέ δεν ήμουν δημόσιος υπάλληλος». Αυτό φυσικά εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για την κοινωνική συνοχή. Ελπίζω αυτό να μην είναι το επόμενο ελληνικό πρόβλημα.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Πολιτικών
Επιστημών. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του
«Οι μεγάλες απουσίες» από τις εκδ. Πόλις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου