Της Πόπης Διαμαντάκου, Καθημερινή, 9.6.13
Πριν από λίγο καιρό κλήθηκαν οι συντελεστές εκπομπής για το ελληνικό βιβλίο της ΕΡΤ σε απολογία από το ΕΣΡ, κατόπιν καταγγελίας τηλεθεατή. Ο καταγγέλλων θεώρησε ότι τον έθιξαν απόψεις συγγραφέα, καλεσμένου της εκπομπής, ο οποίος μιλώντας για το έργο και τις ιδέες του είπε σε μια στιγμή ότι δεν έχει πατρίδα, πατρίδα του είναι μόνο το δίκιο και συμπαρατάσσεται με αυτό. Παρόμοιες απόψεις έχουν εκφράσει κατά καιρούς πολλοί συγγραφείς και διανοητές, αλλά δεν είναι εκεί το ζήτημα. Και το ΕΣΡ είναι μεν υποχρεωμένο από τον νόμο να εξετάζει καταγγελίες πολιτών που θεωρούν ότι θίγονται από τα Μέσα, αλλά εν προκειμένω καταγγέλθηκε από «ευαίσθητο υπερπατριώτη» (;) μια προσωπική άποψη και τέθηκε σε αμφισβήτηση η ελευθερία έκφρασής της από τη στιγμή που κλήθηκαν σε απολογία οι αρμόδιοι της εκπομπής. Τι θα έπρεπε να πράττουν οι υπεύθυνοι εκπομπών, να υπαγορεύουν στους καλεσμένους τους τι θα πουν για να μη «θίξουν»; Ποιους και τι άραγε; Γιατί από τον «φόβο» παρόμοιων αντιδράσεων λογόκρινε ο πρώην διευθυντής της ΝΕΤ Κώστας Σπυρόπουλος σκηνή με φιλί μεταξύ ανδρών στη σειρά «Downton Abbey», για να γίνει αμέσως στόχος θυελλωδών επικρίσεων, τέτοιας έντασης, που θα σκεφτόταν οποιοσδήποτε μη γνωρίζων τα εγχώρια ήθη ότι αυτός ο τόπος είναι παράδεισος ανοχής και είμεθα υπόδειγμα «ανοιχτής κοινωνίας». Πριν από λίγες ημέρες, πάντως, απαγορεύτηκε από τα ελληνικά μίντια η προβολή κοινωνικού μηνύματος στο πλαίσιο της ετήσιας gay pride εκδήλωσης, γιατί εμπεριείχε φιλί μεταξύ γυναικών.
Εχει νόημα να αναρωτηθούμε, για πολλοστή φορά, πόσο βαθιά και στέρεα είναι η σχέση μας με τα δημοκρατικά αυτονόητα, ένα εκ των οποίων είναι η ελευθερία της έκφρασης; Ποιοι και κάτω από ποιες συνθήκες επιβάλλουν το πλαίσιο των ιδεών, εντός του οποίου θα πρέπει να διεξάγεται οποιοσδήποτε δημόσιος διάλογος και όποιος τολμήσει, ακόμη και κατ’ ελάχιστον, να διαφοροποιηθεί πρέπει να ριχτεί στην ιεροεξεταστική πυρά ενός παράδοξου μιντιακού φονταμενταλισμού; Ενός φονταμενταλισμού, που ανθεί στον τόπο ελέω ψυχαγωγικού λαϊκισμού και αφασικού κυνηγητού της ακροαματικότητας και της τηλεθέασης, στον βωμό του οποίου θυσιάζονται όχι μόνο η λογική, η γνώση, αλλά και οποιαδήποτε ανάγκη και προσπάθεια αυτού του τόπου να συντονιστεί με τις σύγχρονες εξελίξεις.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ήρθε και η υπόθεση της δασκάλας μουσικής που δίδασκε στα παιδιά το χατζιδακικό τραγούδι σε στίχους Νίκου Γκάτσου «Κεμάλ», γιατί ένας γονιός θεώρησε ότι είναι αλληγορική τουρκική προπαγάνδα. Και πάλι μια θύελλα «ευαίσθητων» περί τα δημοκρατικά ήθη αρθρογράφησε δεόντως, ιντερνετικώς και εντύπως, δίνοντας για μία ακόμη φορά την εικόνα ενός τόπου όπου κυριαρχούν λογική και ευαισθησία και τέτοια φαινόμενα ανελευθερίας στηλιτεύονται και απομονώνονται.
Εκ των παραδειγμάτων είναι φανερό πως τα δημοκρατικά αυτονόητα λειτουργούν κατά περίσταση. Και μάλιστα, ανα-προσανατολίζονται κατά τας υποδείξεις μιας μιντιακής βιομηχανίας των καθημερινών συγκινήσεων, τις οποίες διασφαλίζει η δημοσιογραφία των προκαταλήψεων. Μια δημοσιογραφία που έχει αναχθεί σε ιδιόμορφη, εθνική διασκέδαση.
Εδώ να θεωρήσουμε ότι το πνεύμα της εποχής, παγιδευμένο ακόμη στη βαλτώδη θολούρα του μεταμοντερνισμού, επιβάλλει τον άγριο ανταγωνισμό των αξιών, αλλά και των μέσων που τις νομιμοποιούν. Κοινώς, είναι η εποχή της διάσπασης του αλλοτινού καμβά των ιδεολογιών σε μικρές, επιμέρους προσωπικές ιστορίες, των οποίων η διαχείριση γίνεται κατά περίσταση από ομάδες πίεσης που εκμεταλλεύονται άριστα τα σύγχρονα επικοινωνιακά εργαλεία. Ακόμη πιο απλά να το πούμε, τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα διευκολύνουν την τάση να αντικατασταθεί η πολιτική, η ιστορία, ο δημοκρατικός διάλογος από ανέκδοτα, από μικρές «ιστορίες» προσώπων.
Ετσι καθίσταται εφικτό να εμφανιζόμαστε υπέρ του δημοκρατικού αυτονόητου για τη δασκάλα της μουσικής που μάθαινε στα παιδιά τον χατζιδακικό «Κεμάλ», αλλά να μην ισχύει το ίδιο για τον επιστημονικό λόγο της Μαρίας Ρεπούση. Η τελευταία, συνδυάζοντας την ιδιότητα της ιστορικού και της πολιτικού, θεωρείται ότι οφείλει να υποτάξει τα εργαλεία της πρώτης της ιδιότητας στις επιδιώξεις της δεύτερης. Με την άρνησή της να το πράξει, επιμένοντας στον επιστημονικό ορθολογισμό, χαλάει τη «μαγιά» της βιομηχανίας των συγκινήσεων, που απαιτούν μία και μοναδική αφήγηση. Εύκολος στόχος. Και διδακτικός. Οι «δημοκρατίες» των δακρύων επιτρέπουν τον λόγο μόνο σ’ εκείνους που αφηγούνται συγκινητικές ιστορίες. Οι υπόλοιποι να μην τολμούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου