Του Δημήτρη Ψυχογιού, Athens Voice
Αν κάποιος έχει αμφιβολίες για τον αυτισμό του κομματικού μας συστήματος δεν έχει παρά να ασχοληθεί με τις ρυθμίσεις που αφορούν το μιντιακό σύστημα της χώρας. Θα διαπιστώσει εύκολα πως ένα και μόνο ενδιαφέρει τα κόμματα: πώς θα καταφέρουν να ελέγχουν το λίγο χρόνο που αφιερώνει η τηλεόραση στις πολιτικές ειδήσεις. Δεν τα ενδιαφέρει αν η τηλεόραση προβάλλει ελληνικά ή βραζιλιάνικα ή τουρκικά σίριαλ, αν έχει επαρκή κάλυψη των αθλητικών ή πολιτιστικών γεγονότων, αν παίζει ριάλιτι ή έχει εκπομπές για το βιβλίο, τηλεπαιχνίδια ή ντοκιμαντέρ, αν υπάρχει ελληνική παραγωγή ή μόνο προγράμματα αγορασμένα. Το μόνο που νοιάζει τα κόμματα είναι να υπάρχουν εκπρόσωποί τους και να ακούγεται η άποψή τους στις ενημερωτικές εκπομπές. «Πάλι καλά» θα έλεγε κανείς, «αυτό έλειπε να αποφασίζουν τα κόμματα ποιες ταινίες και ποια ματς θα δούμε». Το πρόβλημα όμως είναι πως αυτό το ενδιαφέρον να εμφανίζεται όσο το δυνατόν περισσότερη ώρα στη μικρή οθόνη ο λαοφίλητος αρχηγός ή ο αναλώσιμος εκπρόσωπος τύπου, στρεβλώνει κατά τρόπο μοναδικό το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο της χώρας:
επί 20 χρόνια, από το 1987 που εμφανίστηκαν οι πρώτοι δημοτικοί και στη συνέχεια ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί ως το 2006, όλα τα κόμματα από κοινού προσπάθησαν να ελέγξουν τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση επικαλούμενα την προσβλητική για κάθε στοιχειωδώς δημοκρατική χώρα συνταγματική πρόβλεψη πως «η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του κράτους».
Οι βασικοί τρόποι με τους οποίους επιχειρήθηκε ο έλεγχος ήσαν τέσσερις, καθιερώθηκαν με συμφωνία όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων, όσοι διαφωνούσαν κατά την ψήφιση των νόμων ή των συνταγματικών διατάξεων ήταν επειδή τους ήθελαν ακόμα πιο αυστηρούς:
1. Οι θεωρίες περί «διαπλοκής» που οδήγησαν στη νομοθετική και συνταγματική θεσμοθέτηση εξωφρενικών περιορισμών στις οικονομικές δραστηριότητες των μέσων – το 2005 παρενέβη η ΕΕ και όλο το (μοναδικό στον κόσμο) οικοδόμημα που πήρε την ονομασία «περί βασικού μετόχου» κατέρρευσε, παρά το γεγονός ότι προβλέπεται ρητά από το σύνταγμα.
2. Η ντεφάκτο αδειοδότητηση περισσοτέρων από 1.000 ραδιοφωνικούς σταθμούς, εκατοντάδων περιφερειακών και τοπικών και ένδεκα τηλεοπτικών σταθμών (8 ιδιωτικών και 3 δημόσιων) εθνικής εμβέλειας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στη Γαλλία με εξαπλάσιο πληθυσμό και διπλάσιο κατά κεφαλήν εισόδημα, την ίδια εποχή υπήρχαν έξι κανάλια εθνικής εμβέλειας, 20 περιφερειακά και μερικές εκατοντάδες ραδιοφωνικοί σταθμοί. Η καθόλα αντίστοιχη Πορτογαλία είχε 4 κανάλια εθνικής εμβέλειας, 3 τοπικά, περίπου 350 ραδιοφωνικούς σταθμούς.
3. Η μη επίσημη αδειοδότηση όλων αυτών των σταθμών – έχουν δοθεί επίσημες άδειες λειτουργίας μόνο σε 40 ραδιοφωνικούς σταθμούς των Αθηνών και 20 της Θεσσαλονίκης.
4. Οι αυστηροί περιορισμοί ιδιοκτησίας: το σύνταγμα προβλέπει ρητά ότι οποιοσδήποτε (φυσικό πρόσωπο ή εταιρεία) μπορεί να μετέχει στην ιδιοκτησία μόνο ενός ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού.
Είχα γράψει διά μακρών για όλα αυτά μεταξύ 1995 και 2005, όταν η διαπλοκολογία ήταν συνεχώς στην ημερήσια διάταξη, παραθέτω ενδεικτικά τρία άρθρα για όποιον ενδιαφέρεται να θυμηθεί ή να μάθει το κλίμα της εποχής ( Πολιτική-Τύπος, σχέσεις αγάπης και μίσους, Ο μύθος και η αλήθεια για τα «διαπλεκόμενα», Εχει όρια η ενημέρωση;).
Το γενικό συμπέρασμα είναι πως ως τη δεκαετία του 1990 τα κόμματα είχαν στενές σχέσεις με τα εκδοτικά συγκροτήματα, άρα δεδομένη πολιτική υποστήριξη, και υπήρχε μόνο η ελεγχόμενη από το κράτος, δηλαδή από την εκάστοτε κυβέρνηση, δημόσια τηλεόραση της οποίας η πολιτική χρήση ήταν θέμα κομματικής διαπραγμάτευσης. Περί το 1990 οι σχέσεις κομμάτων-εφημερίδων διαρρηγνύονται και επιπλέον εμφανίζεται η ιδιωτική τηλεόραση. Τα κόμματα και οι πολιτικοί δεν ξέρουν και δεν θέλουν να παίξουν το παιχνίδι της δημοσιότητας με τους νέους όρους – προκειμένου να εξασφαλίσουν λίγο χρόνο στα δελτία ειδήσεων και στις ενημερωτικές εκπομπές προσπαθούν να ελέγξουν τα μίντια με βασικά επιχειρήματα πως χειραγωγούν την κοινή γνώμη και εξυπηρετούν επιχειρηματικά συμφέροντα εκβιάζοντας τους πολιτικούς (η περίφημη θεωρία της «διαπλοκής εκδοτικών-επιχειρηματικών συμφερόντων»), αποτελούν κίνδυνο για τη δημοκρατία.
Ελάχιστοι συμφωνούσαν με τέτοιες απόψεις εκείνη την εποχή της διαπλοκολαγνείας, όποιος τις υποστήριζε ήταν φερέφωνο του Λαμπράκη και του Μπόμπολα. Από κοινού, όλα τα κόμματα ήθελαν τα ηλεκτρονικά μέσα να είναι όσο το δυνατόν περισσότερα – ώστε καθένα να έχει μικρό μερίδιο στην αγορά της διαφήμισης και λίγους θεατές/ακροατές. Οι μιντιακές επιχειρήσεις δεν έπρεπε να είναι ανθηρές, έπρεπε να έχουν ανάγκη την κρατική διαφήμιση και τη στήριξη των πολιτικών για να αντλήσουν πόρους, αφού η νομοθεσία περί «βασικού μετόχου» τα απέκλειε από τις αγορές. Έπρεπε να είναι αδύναμα και ευάλωτα σε πολιτικές πιέσεις ή υποσχέσεις και να αντιμετώπιζαν μονίμως την απειλή ότι κάποια στιγμή θα ξεκινήσει η διαδικασία επίσημης αδειοδότησης, οπότε τουλάχιστον τα 2/3 από αυτά θα εξαφανίζονταν, όπως έγινε στην Αθήνα το 2002 όπου από τους 120 περίπου ραδιοφωνικούς σταθμούς που λειτουργούσαν και υπέβαλαν αίτηση δόθηκαν άδειες μόνο σε 40.
Όμως, η σχέση είναι πολύ απλή: φτωχοί σταθμοί συνεπάγεται φτηνιάρικο περιεχόμενο. Το τηλεοπτικό πρόγραμμα είναι πολύ ακριβή υπόθεση, όταν δεν έχεις τα οικονομικά μέσα να εξασφαλίσεις ποιοτικό περιεχόμενο πρέπει συνεχώς να εφευρίσκεις συμφέρουσες φθηνές λύσεις. Συμφέρει να αγοράζεις από το εξωτερικό (ειδικά εκτός Ευρώπης-Αμερικής) τηλεταινίες ή σίριαλ αντί να τα παράγεις. Και όσο παλιότερα είναι αυτά, τόσο φθηνότερα. Συμφέρει να έχεις πέντε δημοσιογράφους-σχολιαστές στο δελτίο ειδήσεων αντί να στέλνεις πέντε συνεργεία να κάνουν ρεπορτάζ. Συμφέρει να έχεις πάνελ να τσακώνονται διάφοροι από το να πηγαίνουν δημοσιογράφοι σε αποστολές στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Συμφέρει να παίζεις b-movies αντί για ταινίες που βραβεύθηκαν σε φεστιβάλ.
Η ποιότητα της ελληνικής τηλεόρασης έχει βέβαια σχέση και με την κουλτούρα και τις γνώσεις των ανθρώπων της (δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι πολύ υψηλού επιπέδου), αλλά η βασική αιτία για το χάλι της είναι η έλλειψη χρημάτων. Η προσπάθεια των κομμάτων να ελέγξουν τα 15 λεπτά εσωτερικών πολιτικών ειδήσεων του βραδινού δελτίου οδήγησε σε υποβάθμιση του προγράμματος όλο το 24ωρο γιατί τα οικονομικά των σταθμών εξαθλιώθηκαν γρήγορα μετά τη σχετική άνθιση που υπήρξε κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η ελληνική διαφημιστική αγορά είναι πολύ μικρή για να μπορεί να χρηματοδοτεί τόσους πολλούς ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Η μοναδική απόπειρα αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών εθνικής εμβέλειας έγινε το 1998 – οι φάκελοι των σταθμών δεν έφθασαν καν για συζήτηση στην ολομέλεια του ΕΣΡ, η νομική υπηρεσία του αποφάνθηκε πως ούτε ένας, μα ούτε ένας, από τους σταθμούς που υπέβαλαν αίτηση δεν πληρούσε τους όρους της προκήρυξης.
Πιθανόν ούτε το BBC ούτε το CNN να μην κατάφερναν να ανταποκριθούν στις αυστηρές προδιαγραφές που επέβαλε το ελληνικό κομματικό σύστημα στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, που όμως δεν είχαν άλλον στόχο από την αποδυνάμωσή τους. Το αποτέλεσμα είναι οι μιντιακοί όμιλοι να αντιμετωπίζουν σήμερα μεγαλύτερα προβλήματα από οποιονδήποτε άλλο επιχειρηματικό κλάδο της χώρας.
Το θέμα των αδειών λανθάνει εδώ και 23 χρόνια – το έθεσε ξεκάθαρα όμως ο ΣΥΡΙΖΑ διά του Αλέξη Τσίπρα την περασμένη Δευτέρα και με εντελώς απειλητικό τρόπο: «Διαδικασίες αδειοδότησης από μηδενική βάση». Υποθέτω εννοεί κατάργηση του κριτηρίου που προβλέπει ο υπάρχων νόμος για τα «μόρια» που παίρνουν οι σταθμοί κατά τη διαδικασία αδειοδότησης, ανάλογα με τα έτη λειτουργίας τους. Όμως σχεδόν όλα τα άλλα που πρότεινε ως ριζοσπαστικές λύσεις ισχύουν με βάση το νόμο 2328/95, εδώ και 18 χρόνια δηλαδή: απαιτούνται κώδικες δημοσιογραφικής δεοντολογίας για να πάρει άδεια λειτουργίας οποιοσδήποτε σταθμός, υπάρχει πρόβλεψη για ίδρυση μη εμπορικών ραδιοφωνικών τοπικών σταθμών από σωματεία και συλλόγους (και τηλεοπτικούς εθνικής εμβέλειας προτείνει ο κ. Τσίπρας), οι άδειες δίνονται για τέσσερα χρόνια (5 πρότεινε), παραβάσεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας λαμβάνονται αρνητικά υπόψη κατά τη συζήτηση της αίτησης για αδειοδότητηση (να αποκλείονται εντελώς είναι η πρότασή του). Είπε βεβαίως και τα γνωστά περί συχνοτήτων που «είναι δημόσιο αγαθό», ξεχνώντας ότι αυτό το επιχείρημα ίσχυε την εποχή των αναλογικών τεχνολογιών: οι ψηφιακές μεταδόσεις έχουν εξαφανίσει τη σπανιότητα των συχνοτήτων, το πρόβλημα που έχουν όλες οι πλατφόρμες ψηφιακών υπηρεσιών είναι να βρουν πελάτες να τις γεμίσουν και όχι να κόψουν κάποιους επειδή δεν χωράνε.
Έθεσε και το θέμα των αυξήσεων κεφαλαίου των μιντιακών επιχειρήσεων ο κ. Τσίπρας, επικαλούμενος το εμπορικό δίκαιο, όχι αυτό των μέσων. Γιατί δεν το θέτει για όλες ανεξαιρέτως τις ελληνικές επιχειρήσεις; Γιατί ζήτησε να ξεκινήσει η διαδικασία χορήγησης αδειών «που θα φέρουν 500 εκατομμύρια στα δημόσια ταμεία»; Γιατί θυμήθηκε πως πρέπει να πληρώσουν χρήματα που χρωστάνε από το 1995 για τις συχνότητες;
Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί με τρόπο ακατέργαστο και σκαιό αυτό που επιχειρούν όλα τα κόμματα 25 χρόνια τώρα: έλεγχο των 15 λεπτών του βραδινού δελτίου ειδήσεων που αναφέρονται στην εσωτερική πολιτική. Να υπάρξει δηλαδή και αμερόληπτος δημοσιογράφος-σχολιαστής που θα στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ στα δελτία – στο κάτω-κάτω, αν υπάρχει δικομματισμός είναι μεταξύ ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, οι πασόκοι και οι δημαρίτες να πάνε εκεί που είναι η θέση τους, στη Β΄ Εθνική ή και στην Ερασιτεχνική, στα μεταμεσονύχτια πάνελ περιθωριακών σταθμών όπου οι προσκεκλημένοι κάθονται ο ένας πάνω στον άλλον περιμένοντας το δίλεπτο της υποβαθμισμένης διασημότητας που δικαιούνται.
Είναι σωστό κοινωνικές οργανώσεις και οι φορείς να αποκτήσουν πρόσβαση στη ραδιοτηλεόραση με δικούς τους σταθμούς, σε δεκάδες χώρες συμβαίνει αυτό, αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις μιντιακές επιχειρήσεις, όπως τα μπλογκ δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις εφημερίδες (και για τούτο τις κλέβουν ασυστόλως), όπως τα κοινωνικά παντοπωλεία δεν θα καταργήσουν τα σουπερμάρκετ. Γνωρίζουμε άλλωστε πως όλοι σχεδόν οι δημοτικοί σταθμοί απέτυχαν. Η δημοσιογραφία και η παραγωγή πολιτιστικού περιεχομένου απαιτούν εκπαιδευμένους επαγγελματίες, οι κάμερες στα κινητά δεν μας έκαναν σκηνοθέτες ούτε φωτογράφους, όπως και τα πληκτρολόγια δεν μας έκαναν λογοτέχνες.
Οι ομοβροντίες περί «χειραγώγησης», «ασυδοσίας», «έλλειψης δημοκρατικού ελέγχου και κανόνων δεοντολογίας και πλουραλισμού», περί «ιδεολογικού βραχίονος του ενιαίου κόμματος του μνημονίου», «μνημονιακής-καθεστωτικής δημόσιας σφαίρας» είναι απλώς συνθήματα – το βασικό πρόβλημα είναι το φτηνιάρικο περιεχόμενο των ελληνικών μέσων είτε για ειδησεογραφία πρόκειται είτε για ψυχαγωγία. Ποιος όμως νοιάζεται για ποιότητα και αξίες, πολιτιστικές και δημοσιογραφικές, όταν το μόνο που ενδιαφέρει είναι η πολιτική σύγκρουση και η νίκη;
Ακόμα και η υπόσχεση του κ. Τσίπρα ότι θα κάνει BBC την ΕΡΤ («οραματιζόμαστε ένα μοντέλο κοντά στο BBC, δηλαδή μια δημόσια τηλεόραση που θα ασκεί τεκμηριωμένη κριτική στη κυβέρνηση. Ενώ η εσωτερική τρόικα οραματίζεται ένα μοντέλο σύγχρονης ΥΕΝΕΔ, που θα λιβανίζει την κυβέρνηση και θα ασκεί λογοκρισία στην αντιπολίτευση») στο 15λεπτό των εσωτερικών πολιτικών ειδήσεων αναφερόταν – ούτε ντοκιμαντέρ ούτε σειρές ούτε θεατρικά έργα σαν του BBC μας υποσχέθηκε. Γιατί αυτά απαιτούν πολύ παραπάνω από αγώνες, συνθήματα και πολιτικές αποφάσεις: γνώσεις, κουλτούρα, παράδοση, τεχνολογία. Αλλά αυτά είναι εκτός των ενδιαφερόντων του αυτιστικού κομματικού συστήματος και κατεξοχήν του ΣΥΡΙΖΑ, όπως προκύπτει από τη βιαιότητα με την οποία απαιτεί το κομματικό του συμφέρον.
Τα μίντια, έντυπα, ηλεκτρονικά και δικτυακά, είναι οι σημαντικότεροι φορείς κουλτούρας και παραγωγοί περιεχομένου της εποχής μας. Το να ασχολούνται τα κόμματα μόνο με την πολιτική τους διάσταση είναι σαν να κρίναμε τις ταινίες και να ρυθμίζαμε τη λειτουργία των κινηματογράφων με βάση τα προπαγανδιστικά «Επίκαιρα» που έπαιζαν κάποτε κατά την έναρξη των προβολών τους.
Αλλά όταν η απολύτως συγκρουσιακή κομματική λογική έχει φέρει τη χώρα στο χείλος της καταστροφής, είναι μάλλον ουτοπικό να περιμένει κανείς ότι θα προσεγγίσει με διαφορετικό τρόπο την κατάσταση και το μέλλον των μέσων μαζικής επικοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου