Του Ανδρέα Πανταζόπουλου, ΒΗΜΑ, 20.5.12
Βουλιάζουμε ασάλευτοι στο παρόν, χωρίς σχέση με παρελθόν και μέλλον. Το παρελθόν μπορεί να το αναπολούμε το πολύ μόνο με νοσταλγία, παθητικά και συγκινησιακά, το μέλλον δεν το δημιουργούμε, χωμένοι καθώς είμαστε μέσα στην ικανοποίηση δύο αδιαπραγμάτευτων ταυτοτικών αιτημάτων: των υλικών αναγκών ζωής και της αέναης διεκδίκησης της αναγνώρισής μας από τους άλλους. Βρισκόμαστε διαρκώς εκτός χρόνου, πάντα όμως εντός του οικείου μας «τόπου»: μέσα στην κλεισούρα που κατεξοχήν συμβολίζει η ελληνική οικογένεια, που είναι «ένα είδος μικρής φυλής», και η εστία της, το σπίτι, το «ακίνητο», αξία ανεξάλειπτη, τρόπος και τόπος πετρωμένης ζωής. Οι δείκτες του ρολογιού κινούνται κυκλικά γύρω από τέτοιες«συνέχειες», από τέτοιες σημαδούρες. Ανακυκλώνουμε αενάως τον χρόνο σε χώρο, σαν να υπακούουμε σε ένα θρησκευτικής προέλευσης αίτημα αιωνιότητας. Σαν να είμαστε σημαδεμένοι από μια άχρονη μοίρα, ένα κακό ριζικό, παθογενές σύμπτωμα της«ελλειμματικής μας σχέσης με τον χρόνο».
Στο νέο του βιβλίο ο φιλόσοφος και συγγραφέας Στέλιος Ράμφος πραγματεύεται ακριβώς αυτή την α-ιστορική και αντι-ιστορική ταυτόχρονα σχέση του ελληνικού εαυτού με το μέλλον του. Στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας αναδεικνύει τη μείζονα αιτία των σημερινών δυσχερειών μας, που δεν είναι «απλώς» οικονομικές. Πίσω από την υπαρκτή οικονομική κρίση κρύβεται ένα μείζον πολιτισμικό έλλειμμα, μια «κρίση πνευματική», ένας μοιραίος αρχαϊσμός της ελληνικής κουλτούρας που την κρατά φυλακισμένη στην αδράνεια και της απαγορεύει να προβάλλει τα υποκείμενά της με ενσυνείδητο τρόπο στο μέλλον. Ο Ράμφος εντοπίζει τον ελληνικό αυτο-εγκλεισμό σε έναν απο-χρονισμό του συγκαιρινού ελληνικού βίου, στον αυτο-αποκλεισμό του από τον ιστορικό χρόνο.
Η ελληνική ταυτότητα χειμάζεται από ποικίλους θεατρινισμούς, από μεταθέσεις ευθυνών, από δυσπιστίες και καχυποψίες, από έμφοβα πάθη, από μικροεγωισμούς, από την υπερτίμηση της ιδιωτικότητας σε βάρος του κοινού συμφέροντος, γιατί η κρίση εμπιστοσύνης που ειδικά σήμερα βιώνουμε δεν είναι παρά η άλλη όψη ενός νοηματικού κενού τόσο στο πεδίο των θεσμών όσο και σε αυτό των αξιών.
Τούτο το νοηματικό κενό δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε αν δεν το συσχετίσουμε άμεσα με τον σημεροκεντρισμό της ελληνικής κουλτούρας. Αυτό που ο Ράμφος αποκαλεί «δεσποτεία του τώρα», την καθηλωτική αυτάρκεια της στιγμιαίας απόλαυσης,«όπου βλέπουμε ό,τι θέλουμε και ονειρευόμαστε ό,τι ήδη κατέχουμε». Γι' αυτό και τα όνειρά μας είναι ομοιόμορφα, φαντασιώσεις εγωιστικής αυτάρκειας περισσότερο παρά πραγματικά όνειρα, επενδύσεις δηλαδή σε ζωντανά σύμβολα που προβάλλουν την ατομική πρωτοβουλία στον μέλλοντα χρόνο.
Το «μυθόπλασμα του βλέμματος»
Το βλέμμα του ελληνικού εαυτού παραμένει ασάλευτο, φυλακισμένο στην αχρονικότητα της αδράνειας των υποκειμένων, όπως συμβαίνει στις κινηματογραφικές ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όπου ο χρόνος μεταποιείται σε χώρο, η μνήμη παθητικοποιείται, η δράση γίνεται στάση, ο κόσμος διακόσμηση, την ίδια στιγμή που «η ομίχλη καταπίνει ανελέητα τα πρόσωπα», αφού οι «ήρωες» μένουν χωρίς εαυτό. Αυτό το «μυθόπλασμα του βλέμματος», μας λέει ο Ράμφος, μπορεί να κατανοηθεί και ως ένας«συνειδητοασυνείδητος συνδυασμός αχρονικής ανατολίτικης και μετανεωτερικής ματιάς», ένας παράδοξος συγκερασμός μιας αφήγησης χωρίς υποκείμενο και διακεκομμένη χρονικότητα, όπου υμνούνται ο άχρονος παροντισμός, «η έξαρση της στιγμής», η αλαζονική ανεικονική μοναξιά του συμβάντος, μέσα σε ένα κενό νοήματος.
Γι' αυτόν τον λόγο «σερνόμαστε» μέσα σε μια θάλασσα ανίας, αφού το «βίωμα του στατικού παρόντος είναι η ανία». Απαιτούμε μια καλύτερη ζωή, αλλά δεν τη σχεδιάζουμε, «παίρνουμε διαρκώς παράτασι από τον καιρό, ζητούμε απανωτά time out "για να δούμε αύριο" τι θα κάνουμε». Τούτη η αδιαφορία για τον χρόνο μάς θέτει εκτός προοπτικής, δεν προβλέπουμε, γιατί αναβάλλουμε «σαν να μας απειλούν οι πράξεις μας και οι συνέπειές τους». Εμμένοντας στο άχρονο παρόν εξάπτονται τα συναισθήματα και οι παθογένειές τους, η ανία, η ραθυμία, η αναβλητικότητα, η ανυπομονησία, η κοντή μνήμη, η νοσταλγία, αλλά και ο φθόνος και ο φόβος, συναισθήματα χωρίς μέλλον: «H εμμονή στο παρόν υποδαυλίζει τα ένστικτα και διεγείρει το θυμικό, οπότε το κάθε "τώρα" απομονώνεται στον εαυτό του».
Η κολακεία του ομαδικού θυμικού
Στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος και των ομόλογων συμπεριφορών, ο λαϊκισμός συνοψίζει παραδειγματικά τον εφημεροκεντρισμό της ελληνικής ταυτότητας, υποστηρίζει ο Στέλιος Ράμφος. Η κολακεία του ομαδικού θυμικού είναι το γενικό ισοδύναμο της συντεχνιακής και κομματικής ιδιοτροπίας, ο θρίαμβος του μερικού πάνω στο καθολικό, και τα αναιμικά συλλογικά υποκείμενα, αδιάφορα, ακόμη και εχθρικά προς το κοινό καλό. Αγκυρωμένη στην ιδιωτικότητά της, μέσα στους δεσμούς της συγγένειας και του στενού συμφέροντος, η ελληνική ταυτότητα αναπαύεται μέσα στον ακινητοποιημένο, τον μαγεμένο χρόνο του λαϊκισμού αναμένοντας την έλευση ηγέτη-λυτρωτή που θα κομίσει ανέξοδες, μερικευτικές λύσεις που αναπαράγουν μια περίφρακτη ζωή. Τυχαίνει, ωστόσο, όπως συμβαίνει σήμερα, ο λυτρωτής να αργεί στο ραντεβού του. Τούτη η ματαίωση φτιάχνει τις τωρινές μνησικακίες, τα φοβικά πάθη, που «μας κρατούν χαμηλά», και μας κάνει να εξεγειρόμαστε χωρίς σκοπό, χωρίς κοινόν. Ετσι παίζουμε με τη φωτιά, αλλά τούτο το παιχνίδι είναι επικίνδυνο, αφού «υπάρχουν φωτιές που σβήνουν με νερό», αλλά και άλλες «που σβήνουνε με αίμα!».
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου