Βλάσης Κανιάρης |
Του Ανδρέα Πανταζόπουλου, ΒΗΜΑ, 13.5.12
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η τυπική και ουσιαστική κατάρρευση της μεταπολιτευτικής πολιτικής σκηνής που συνετελέσθη στις εκλογές της προηγούμενης Κυριακής αφήνει πίσω της και το «κοινωνικό πνεύμα» τής μετά το 1974 περιόδου. Η αντίστροφη ερμηνεία θα ήταν πολύ πιο κοντά στα νέα δεδομένα που προέκυψαν από τις εκλογές. Ενα πλειοψηφικό τμήμα των πολιτών στήριξε κομματικούς σχηματισμούς, στα αριστερά και στα δεξιά, που με τα μηνύματά τους καθιστούσαν επίκαιρη τη μεταπολιτευτική κοινωνική συνθήκη και τους αντίστοιχους κινητοποιητικούς της μύθους. Το γεγονός ότι ο δικομματισμός έχασε για αντικειμενικούς λόγους τη δυνατότητα να εκπροσωπεί και να διαχειρίζεται αυτό το μεταπολιτευτικό υπόδειγμα τροφοδότησε μια κινηματικού τύπου απορριπτική ψήφο, ένα αριστερο-δεξιό εθνικο-λαϊκιστικό ρεύμα απονομιμοποίησής του, προερχόμενο από τα χθεσινά κοινωνικά του ερείσματα. Αυτό το ρεύμα, που θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε αναδομημένοδιασπορικό παλαιοπασοκισμό, είναι πλέον διαταξικό και διαπολιτικό.
Προήλθε από τα σπλάχνα του ίδιου του «συστήματος»: ένα κύμα ενδοσυστημικής αντισυστημικότητας, γαλβανισμένο από το ήθος και τις ματαιώσεις του πρωτομεταπολιτευτικού πασοκισμού, τιμώρησε παραδειγματικά τους έως χθες βασικούς του αντιπροσώπους. Πρώτα και κύρια το ίδιο το ΠαΣοΚ, και αμέσως μετά τη ΝΔ, που όλα τα τελευταία χρόνια γαλουχήθηκε από την ιδεολογία και τη συμπεριφορά του μέχρι πρότινος εκλογικού ανταγωνιστή της.
Προήλθε από τα σπλάχνα του ίδιου του «συστήματος»: ένα κύμα ενδοσυστημικής αντισυστημικότητας, γαλβανισμένο από το ήθος και τις ματαιώσεις του πρωτομεταπολιτευτικού πασοκισμού, τιμώρησε παραδειγματικά τους έως χθες βασικούς του αντιπροσώπους. Πρώτα και κύρια το ίδιο το ΠαΣοΚ, και αμέσως μετά τη ΝΔ, που όλα τα τελευταία χρόνια γαλουχήθηκε από την ιδεολογία και τη συμπεριφορά του μέχρι πρότινος εκλογικού ανταγωνιστή της.
Λέγεται ότι ο «μεσαίος χώρος» εξαφανίστηκε. Πέρα από την ασάφεια του συγκεκριμένου όρου, ο λεγόμενος μεσαίος χώρος δεν μπορεί να υπάρξει σε συνθήκες κοινωνικής και ιδεολογικής πόλωσης. Σε συνθήκες ενός ιδεολογικοπολιτικού εμφυλιοπολεμικού κλίματος, οι πρώτοι που την πληρώνουν είναι οι «κυανόκρανοι», δηλαδή οι «ενδιάμεσοι». Η τήρηση ίσων αποστάσεων είναι ανέφικτη όχι μόνον από την πολιτική ελίτ, αλλά κυρίως και από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Η προσβολή των «κεκτημένων», συνδεδεμένων σε μεγάλο βαθμό με μια κρατικοκεντρική αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων, κατασκεύασε και ριζοσπαστικοποίησε τα άκρα: ανερχόμενα ως χθες λαϊκά στρώματα αλλά και ένα τμήμα του χθεσινού lifestyle μεταμφιέζονται σήμερα σε έναν «ακραίο» μεσαίο χώρο, ανακαταλαμβάνουν με την πληθυντική ακρότητα των εκλογικοπολιτικών τους επιλογών, ως ηττημένοι όμως αυτή τη φορά, το «κέντρο». Επομένως, στον σημερινό ανανεωμένο διασπορικό παλαιοπασοκισμό σε επίπεδο κομματικών ηγεσιών αντιστοιχεί ένας, επίσης διασπορικός και ριζοσπαστικοποιημένος, μεσαίος χώρος, ένα αποδιαρθρωμένο λαϊκιστικό σώμα, τα διαμελισμένα μέλη του οποίου συναντώνται παντού, δεξιά και αριστερά. Με την έννοια αυτή, το εκλογικό αποτέλεσμα απαθανατίζει τη ρευστοποιημένη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία: μια κοινωνία σε ψίχουλα.
Αλλά αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα και τα ιδεολογικά υλικά με τα οποία είναι κατασκευασμένος αυτός ο χώρος: τον εθνικισμό, την ακατάσχετη συνωμοσιολογία, ένα συνοπτικό πνεύμα «αντίστασης» έναντι των έξωθεν «προκλήσεων». Σε περίοδο ευημερίας, αυτό το απόθεμα του νοοτροπιακού λαϊκισμού, αυτά τα minima moralia της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, μπορούν να βρίσκονται σε ύπνωση, αναζωπυρώνονται ωστόσο σε συνθήκες μείζονος κρίσης, όπως η σημερινή. Γι' αυτό και μια ορισμένη σύγκλιση των λεγόμενων άκρων πιστοποιείται πρώτα από όλα στον δημόσιο λόγο τους, στα συγκλίνοντα ορισμένες φορές απλουστευτικά τους επιχειρήματα, προτού αποτυπωθεί η ισχύς τους και εκλογικά.
Αυτό το φαινόμενο του ενδοσυστημικού εξτρεμισμού (που όπως αποδείχθηκε μπορεί να προσλάβει ακόμα και φιλοναζιστικά χαρακτηριστικά, με έντονη την αντισημιτική και ισλαμόφοβη διάσταση) θα μπορούσαμε να το εντάξουμε εν μέρει τουλάχιστον στην ερμηνευτική κατηγορία που ο πολιτολόγος Γκυ Ερμέ έχει προσδιορίσει ως «λαϊκισμό των μοντέρνων». Σε αντίθεση με τον παλαιότερο λαϊκισμό, τον «λαϊκισμό των αρχαίων» (προσδοκία κοινωνικής ανόδου, απολύτως ανταγωνιστική θεώρηση μεταξύ «λαού» και «ελίτ»), ο «λαϊκισμός των μοντέρνων» είναι ο λαϊκισμός των πρώην ημιπρονομιούχων που βλέπουν την κρατική προστασία να τους εγκαταλείπει, κοντολογίς να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια τους λόγω της «ανεξέλεγκτης» κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, ο ακροδεξιός λαϊκισμός μπορεί να προσλαμβάνει αντιμεταναστευτικά και ρατσιστικά χαρακτηριστικά, ενώ ο ακροαριστερός λαϊκισμός, σύμφωνα με τον Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, υποβασταζόμενος ενίοτε από έναν ηθικολογικό μιζεραμπιλισμό, τρέπεται περισσότερο προς έναν μαγικού τύπου αντικαπιταλισμό και έναν αναμνηστικό αντιφασισμό (η νεοεαμική ρητορική απεικονίζει παραστατικά αυτή του την τάση). Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις υπαρκτές διαφορές τους, οι δύο λαϊκισμοί έχουν κοινό στοιχείο την ανευθυνότητα.
Αν αυτή είναι η μεγάλη εικόνα μιας διαμελισμένης κοινωνίας που αναδύθηκε από τις κάλπες, θα ήταν σημαντική παράλειψη να παρακαμφθεί μία άλλη, σαφώς μικρότερη, υπό προϋποθέσεις ωστόσο υποσχετική. Η εικόνα ενός μέρους του εκλογικού σώματος που αυτονομήθηκε από τα γνωστά διχαστικά διλήμματα και με έναν τολμηρό τρόπο είτε πριμοδότησε νέους, φιλελεύθερου προσανατολισμού, πολιτικούς σχηματισμούς, είτε προσανατολίστηκε σε παλαιά σχήματα, ερμηνεύοντας παρ' όλα αυτά την επιλογή του με ρεαλιστικούς όρους του κοινού συμφέροντος. Εν μέσω της κατάρρευσης της παραδοσιακής πολιτικής σκηνής, ένα αίτημα αξιόπιστης πολιτικής αντιπροσώπευσης αυτών των διάσπαρτων σήμερα θελήσεων ίσως αποτελέσει ένα από τα διακυβεύματα του άμεσου μέλλοντος.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου