Του Γιάννη Βούλγαρη, ΝΕΑ
Οσο
προχωρά η προεκλογική καμπάνια τόσο επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι πλέον η
υπέρβαση της κρίσης είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικό και δευτερευόντως
οικονομικό ή κοινωνικό. Πράγματι, η οικονομία και η κοινωνία έχουν
δείξει τις «διαθέσεις» τους σε αυτή τη φάση. Η δημοσιονομική κατάσταση
της χώρας βελτιώθηκε και η ύφεση αρχίζει να αναστρέφεται. Η κοινωνία
αντιλαμβάνεται ήδη τη μεταβολή. Και αυτό δεν είναι απλή υποκειμενική
αίσθηση. Η αλλαγή κλίματος έχει αρχίσει να καταγράφεται στις μετρήσεις
της κοινής γνώμης. Τα διακυβεύματα «σταθερότητα ή ρίσκο», «ευρώ ή
δραχμή» φαίνεται ότι θα αποτελέσουν ισχυρότερο κριτήριο προσανατολισμού
της ψήφου από το «Μνημόνιο ή Αντιμνημόνιο», ενώ το τελευταίο έχει
αρχίσει να πλαγιοποιείται από το διακύβευμα «νέο ή παλαιό», εξού και Το
Ποτάμι κόβει από τα λεγόμενα «αντιμνημονιακά» κόμματα, τα οποία έχουν
αρχίσει να «γερνάνε». Τα δύο πρώτα διακυβεύματα ουσιαστικά αποτυπώνουν
την επιλογή υπέρβασης της κρίσης με πολιτική σταθερότητα και εντός της
ευρωζώνης. Εχουν βαρύνουσα απήχηση όχι μόνο στις μεγαλύτερες ηλικίες,
αλλά σε δυναμικά στρώματα (παραγωγικές ηλικίες 35-54, μέση και ανώτερη
μόρφωση). Επίσης, σε ψηφοφόρους που το 2012 είχαν επιλέξει ΝΔ, ΠαΣοΚ και
ΔΗΜΑΡ ή έχουν αδιευκρίνιστη ψήφο. Αξιοσημείωτη είναι όμως και η απήχηση
που βρίσκουν στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ (τα στοιχεία είναι από την
πανελλαδική έρευνα της MRB, 8-11 Απριλίου 2014). Βελτίωση της
οικονομικής κατάστασης και αλλαγή διακυβευμάτων αλληλοεξαρτώνται. Η
ένσταση «ο κόσμος δεν καταλαβαίνει από δημοσιονομικά μεγέθη, αλλά μετρά
τι έχει στην τσέπη του» παραβλέπει ότι σε σταθερές δημοκρατίες και σε
συγκυρίες όπου η μεγάλη πλειοψηφία δεν θέλει πρόωρες εθνικές εκλογές, η
αντίληψη των πολιτών για την πορεία της εθνικής οικονομίας μπορεί να
επηρεάζει την ψήφο περισσότερο από όσο η εξέλιξη των προσωπικών
οικονομικών. Ιδίως στα λιγότερο φτωχά στρώματα.
Για όσους και όσες υποστηρίζαμε εδώ και καιρό ότι η δυναμική της Ελλάδας, πόσω μάλλον της Νότιας Ευρώπης, ξεπερνά την οξεία φάση της κρίσης και ότι αν δεν υπάρξει διεθνής υποτροπή βαδίζουμε στη μεταμνημονιακή εποχή, όλα τα προηγούμενα μόνο έκπληξη δεν προκαλούν. Αλλά η ελπίδα συνυπάρχει με την ανησυχία. Κυρίως λόγω της εμφανούς δυσκολίας του κομματικού συστήματος να παρακολουθήσει την αλλαγή φάσης. Θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε τις φανερές ή τις υπόρρητες ζυμώσεις που γίνονται σε όλους τους κομματικούς χώρους. Από την άλλη, όμως, οι πολιτικές νοοτροπίες και οι πρακτικές που συνέβαλαν στη χρεοκοπία δείχνουν μια επικίνδυνη ανθεκτικότητα. Υπάρχει έτσι ο κίνδυνος το κομματικό σύστημα να γίνει παράγοντας οπισθοχώρησης και νέας αποσταθεροποίησης της οικονομίας. Επιπλέον, είναι εμφανές ότι δυσκολεύεται να αναδείξει από μέσα του αναγεννητικές δυνάμεις που θα ωθήσουν αποφασιστικά τη χώρα στη νέα φάση της εθνικής ανασυγκρότησης.
Μέσα σε αυτό το αντιφατικό πεδίο θα διεξαχθούν οι αυτοδιοικητικές και οι ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου. Τι περιμένουμε από αυτές τις εκλογές; Περιμένουμε την απάντηση στο ερώτημα αν μετά την οικονομία, και το πολιτικο-κομματικό σύστημα με τη σειρά του έχει ξεπεράσει το «σημείο μηδέν» της κρίσης. Τι σημαίνει αυτό; Πρώτον, ότι οι κάλπες θα διασφαλίσουν την κυβερνητική σταθερότητα. Γεγονός που εξαρτάται όλο και περισσότερο από την επίτευξη ενός ικανοποιητικού ποσοστού της Ελιάς ώστε να αποτραπούν οι διαλυτικές τάσεις στο ΠαΣοΚ. Δεύτερον, ότι το συνολικό αποτέλεσμα των εκλογών θα στέλνει το μήνυμα ότι η φάση της «αγανάκτησης» και του απόλυτου αρνητισμού έχει περάσει. Και ότι παράλληλα με την πορεία ανασυγκρότησης της χώρας αρχίζουν να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις ενός υγιέστερου κομματικού συστήματος. Η εικόνα των αποτελεσμάτων, στην οποία συγκλίνουν οι σοβαρές εταιρείες δημοσκοπήσεων, δείχνει ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα - μήνυμα είναι πιθανό.
Οι ζυμώσεις όμως και οι εσωτερικές αντιφάσεις στον κάθε κομματικό χώρο θα είναι μακροχρόνιες και βασανιστικές. Οι πιο επίμαχες και άγνωστες ως προς την κατάληξή τους εξελίσσονται προφανώς στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι παλινωδίες στο θέμα του νομίσματος είναι εντυπωσιακές τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο συμβολικό επίπεδο. Ο κ. Τσίπρας κάνει πριν από κάποιους μήνες άνοιγμα υπέρ του ευρώ στο Τέξας. Ο κ. Δραγασάκης, παρακινητής πιστεύαμε ώς τώρα της ανάγκης «βίαιης ωρίμασης» του κόμματος, επαναφέρει την αμφισβήτηση στο ευρώ καταφεύγοντας στα αγγλικά. Η αμφιθυμία περί το νόμισμα, από μόνη της εξαιρετικά σημαντική, είναι ταυτόχρονα ένδειξη μιας βαθύτερης δυσκολίας αναπροσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ. Ενα κόμμα, του οποίου η θεμέλια πολιτική-προγραμματική κουλτούρα είναι ένα αμάλγαμα κληρονομιών του υπαρκτού σοσιαλισμού και των κρατικιστικών-πελατειακών όψεων του μεταπολιτευτικού μοντέλου, καλείται να εξελιχθεί σε κόμμα εξουσίας. Και να το κάνει σε μια περίοδο που η ανάπτυξη της Ελλάδας και η αντιμετώπιση της ανεργίας θα εξαρτώνται από την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, της εξωστρέφειας, των άμεσων ξένων επενδύσεων, της γενναίας μεταρρύθμισης του κράτους και της πειθάρχησης των ισχυρών συντεχνιών. Δύσκολο έργο με αμφίβολη έκβαση. Γιʼ αυτό νομίζω ότι οι παραλληλισμοί με το ΠαΣοΚ του 1977 είναι άτοποι και ότι μια μελλοντική κυβερνώσα μεγάλη μεταρρυθμιστική Αριστερά θα έχει ασφαλώς ένα σημαντικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν θα προκύψει ως εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ γίνονται δύναμη της ΝΔ. Εκ πρώτης όψεως, η ΝΔ και ο κ. Σαμαράς έχουν τα περισσότερα χαρτιά στα χέρια τους. Οι ευθύνες τους για τη χρεοκοπία και αργότερα για τη διόγκωση του αντιμνημονιακού λόγου φαίνεται να έχουν ξεχαστεί. Αντιθέτως, καρπώνονται τα όποια σημάδια βελτίωσης και έχουν στη διάθεσή τους τα εργαλεία της εξουσίας. Παρά ταύτα, και στη ΝΔ οι δυσκολίες είναι έκδηλες και οι διεργασίες αργές. Η φημολογούμενη «αμφίπλευρη διεύρυνση» που θα δημιουργήσει μια μεγάλη εθνική παράταξη θέτει δύσκολα διλήμματα και ασφαλώς θα συναντήσει μεγάλες δυσκολίες στις υπάρχουσες συνθήκες του πολωμένου πολυκομματισμού. Η πίεση από τα ακροδεξιά είναι έντονη. Το βασικό όμως πρόβλημα της ΝΔ είναι ότι, ενώ έχει κυρίαρχο ρόλο στο πολιτικό σύστημα, η αποτελεσματικότητά της και η μεταρρυθμιστική της δυναμική αποδεικνύονται πολύ περιορισμένες. Της λείπει έτσι εκείνη η επιτελεστική νομιμοποίηση που έκανε δυνατή στο παρελθόν (π.χ. επί Κωνσταντίνου Καραμανλή) τη διεύρυνση της συντηρητικής παράταξης.
Τέλος στον κεντροαριστερό χώρο τα πράγματα έχουν μια υπαρξιακή διάσταση. Ευτυχώς, το φάντασμα μιας «μεγάλης Κεντροαριστεράς» που πλανάται πάνω από τον χώρο προσδίδει βάρος στα σχετικά κόμματα που από μόνα τους δεν θα είχαν. Χωρίς αυτή την προοπτική, θα συζητούσαμε μόνο για το ΠαΣοΚ ως χρήσιμο στήριγμα για την κυβερνητική σταθερότητα. Η εμφάνιση του Ποταμιού θα προσθέσει σε αυτόν τον χώρο. Προσωπικά, θεωρώ ότι όταν αυτό το κόμμα μετά τις ευρωεκλογές υποχρεωθεί να αποκτήσει σαφέστερη προγραμματική - ιδεολογική υπόσταση, θα την αναζητήσει στον χώρο της Κεντροαριστεράς και θα γίνει «παίκτης» στις σχετικές διεργασίες. Αλλωστε το κεφάλαιο «Κεντροαριστερά» παραμένει ανοιχτό και περιμένει το εκλογικό αποτέλεσμα που θα καθορίσει τη μορφή των νέων διεργασιών.
Εκλογές λοιπόν στις οποίες η Ελλάδα προσπαθεί να περάσει και πολιτικά στη μεταμνημονιακή εποχή. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, η πολιτική σταθερότητα θα είναι ταυτόχρονα η σημαντικότερη αλλαγή.
Για όσους και όσες υποστηρίζαμε εδώ και καιρό ότι η δυναμική της Ελλάδας, πόσω μάλλον της Νότιας Ευρώπης, ξεπερνά την οξεία φάση της κρίσης και ότι αν δεν υπάρξει διεθνής υποτροπή βαδίζουμε στη μεταμνημονιακή εποχή, όλα τα προηγούμενα μόνο έκπληξη δεν προκαλούν. Αλλά η ελπίδα συνυπάρχει με την ανησυχία. Κυρίως λόγω της εμφανούς δυσκολίας του κομματικού συστήματος να παρακολουθήσει την αλλαγή φάσης. Θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε τις φανερές ή τις υπόρρητες ζυμώσεις που γίνονται σε όλους τους κομματικούς χώρους. Από την άλλη, όμως, οι πολιτικές νοοτροπίες και οι πρακτικές που συνέβαλαν στη χρεοκοπία δείχνουν μια επικίνδυνη ανθεκτικότητα. Υπάρχει έτσι ο κίνδυνος το κομματικό σύστημα να γίνει παράγοντας οπισθοχώρησης και νέας αποσταθεροποίησης της οικονομίας. Επιπλέον, είναι εμφανές ότι δυσκολεύεται να αναδείξει από μέσα του αναγεννητικές δυνάμεις που θα ωθήσουν αποφασιστικά τη χώρα στη νέα φάση της εθνικής ανασυγκρότησης.
Μέσα σε αυτό το αντιφατικό πεδίο θα διεξαχθούν οι αυτοδιοικητικές και οι ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου. Τι περιμένουμε από αυτές τις εκλογές; Περιμένουμε την απάντηση στο ερώτημα αν μετά την οικονομία, και το πολιτικο-κομματικό σύστημα με τη σειρά του έχει ξεπεράσει το «σημείο μηδέν» της κρίσης. Τι σημαίνει αυτό; Πρώτον, ότι οι κάλπες θα διασφαλίσουν την κυβερνητική σταθερότητα. Γεγονός που εξαρτάται όλο και περισσότερο από την επίτευξη ενός ικανοποιητικού ποσοστού της Ελιάς ώστε να αποτραπούν οι διαλυτικές τάσεις στο ΠαΣοΚ. Δεύτερον, ότι το συνολικό αποτέλεσμα των εκλογών θα στέλνει το μήνυμα ότι η φάση της «αγανάκτησης» και του απόλυτου αρνητισμού έχει περάσει. Και ότι παράλληλα με την πορεία ανασυγκρότησης της χώρας αρχίζουν να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις ενός υγιέστερου κομματικού συστήματος. Η εικόνα των αποτελεσμάτων, στην οποία συγκλίνουν οι σοβαρές εταιρείες δημοσκοπήσεων, δείχνει ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα - μήνυμα είναι πιθανό.
Οι ζυμώσεις όμως και οι εσωτερικές αντιφάσεις στον κάθε κομματικό χώρο θα είναι μακροχρόνιες και βασανιστικές. Οι πιο επίμαχες και άγνωστες ως προς την κατάληξή τους εξελίσσονται προφανώς στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι παλινωδίες στο θέμα του νομίσματος είναι εντυπωσιακές τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο συμβολικό επίπεδο. Ο κ. Τσίπρας κάνει πριν από κάποιους μήνες άνοιγμα υπέρ του ευρώ στο Τέξας. Ο κ. Δραγασάκης, παρακινητής πιστεύαμε ώς τώρα της ανάγκης «βίαιης ωρίμασης» του κόμματος, επαναφέρει την αμφισβήτηση στο ευρώ καταφεύγοντας στα αγγλικά. Η αμφιθυμία περί το νόμισμα, από μόνη της εξαιρετικά σημαντική, είναι ταυτόχρονα ένδειξη μιας βαθύτερης δυσκολίας αναπροσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ. Ενα κόμμα, του οποίου η θεμέλια πολιτική-προγραμματική κουλτούρα είναι ένα αμάλγαμα κληρονομιών του υπαρκτού σοσιαλισμού και των κρατικιστικών-πελατειακών όψεων του μεταπολιτευτικού μοντέλου, καλείται να εξελιχθεί σε κόμμα εξουσίας. Και να το κάνει σε μια περίοδο που η ανάπτυξη της Ελλάδας και η αντιμετώπιση της ανεργίας θα εξαρτώνται από την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, της εξωστρέφειας, των άμεσων ξένων επενδύσεων, της γενναίας μεταρρύθμισης του κράτους και της πειθάρχησης των ισχυρών συντεχνιών. Δύσκολο έργο με αμφίβολη έκβαση. Γιʼ αυτό νομίζω ότι οι παραλληλισμοί με το ΠαΣοΚ του 1977 είναι άτοποι και ότι μια μελλοντική κυβερνώσα μεγάλη μεταρρυθμιστική Αριστερά θα έχει ασφαλώς ένα σημαντικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν θα προκύψει ως εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ γίνονται δύναμη της ΝΔ. Εκ πρώτης όψεως, η ΝΔ και ο κ. Σαμαράς έχουν τα περισσότερα χαρτιά στα χέρια τους. Οι ευθύνες τους για τη χρεοκοπία και αργότερα για τη διόγκωση του αντιμνημονιακού λόγου φαίνεται να έχουν ξεχαστεί. Αντιθέτως, καρπώνονται τα όποια σημάδια βελτίωσης και έχουν στη διάθεσή τους τα εργαλεία της εξουσίας. Παρά ταύτα, και στη ΝΔ οι δυσκολίες είναι έκδηλες και οι διεργασίες αργές. Η φημολογούμενη «αμφίπλευρη διεύρυνση» που θα δημιουργήσει μια μεγάλη εθνική παράταξη θέτει δύσκολα διλήμματα και ασφαλώς θα συναντήσει μεγάλες δυσκολίες στις υπάρχουσες συνθήκες του πολωμένου πολυκομματισμού. Η πίεση από τα ακροδεξιά είναι έντονη. Το βασικό όμως πρόβλημα της ΝΔ είναι ότι, ενώ έχει κυρίαρχο ρόλο στο πολιτικό σύστημα, η αποτελεσματικότητά της και η μεταρρυθμιστική της δυναμική αποδεικνύονται πολύ περιορισμένες. Της λείπει έτσι εκείνη η επιτελεστική νομιμοποίηση που έκανε δυνατή στο παρελθόν (π.χ. επί Κωνσταντίνου Καραμανλή) τη διεύρυνση της συντηρητικής παράταξης.
Τέλος στον κεντροαριστερό χώρο τα πράγματα έχουν μια υπαρξιακή διάσταση. Ευτυχώς, το φάντασμα μιας «μεγάλης Κεντροαριστεράς» που πλανάται πάνω από τον χώρο προσδίδει βάρος στα σχετικά κόμματα που από μόνα τους δεν θα είχαν. Χωρίς αυτή την προοπτική, θα συζητούσαμε μόνο για το ΠαΣοΚ ως χρήσιμο στήριγμα για την κυβερνητική σταθερότητα. Η εμφάνιση του Ποταμιού θα προσθέσει σε αυτόν τον χώρο. Προσωπικά, θεωρώ ότι όταν αυτό το κόμμα μετά τις ευρωεκλογές υποχρεωθεί να αποκτήσει σαφέστερη προγραμματική - ιδεολογική υπόσταση, θα την αναζητήσει στον χώρο της Κεντροαριστεράς και θα γίνει «παίκτης» στις σχετικές διεργασίες. Αλλωστε το κεφάλαιο «Κεντροαριστερά» παραμένει ανοιχτό και περιμένει το εκλογικό αποτέλεσμα που θα καθορίσει τη μορφή των νέων διεργασιών.
Εκλογές λοιπόν στις οποίες η Ελλάδα προσπαθεί να περάσει και πολιτικά στη μεταμνημονιακή εποχή. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, η πολιτική σταθερότητα θα είναι ταυτόχρονα η σημαντικότερη αλλαγή.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου