Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Για την απομάγευση της ελληνικής κοινωνίας


Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, «Μύθοι και Στερεότυπα στην Ελληνική Κρίση» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Επίκεντρο.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην περιδίνηση μιας κρίσης που είναι σίγουρο ότι θα διαρκέσει πολλά χρόνια· μιας κρίσης που δεν περιορίζεται στην οικονομική χρεοκοπία και στην κατάρρευση του πολιτικού συστήματος. Ταυτόχρονα, διαδραματίζεται κάτι πολύ βαθύτερο που εισχωρεί στους αρμούς του κοινωνικού σχηματισμού και τον αποσαθρώνει. Πρόκειται για την ανθρωπολογική καταστροφή που συντελείται καθημερινά και που έχει προσλάβει διαστάσεις επιδημίας. Στην Ελλάδα της Κρίσης έχουν εμφανιστεί οι πλέον ακραίες θέσεις και απόψεις. Ένα τοξικό νέφος συνωμοσιολογίας και ανορθολογισμού έχει επικαθήσει στο κοινωνικό σώμα, προκαλώντας καρκινικές μεταλλάξεις. Ανυπόστατοι μύθοι, απλουστευτικά στερεότυπα, στρεβλές ιδεολογίες, απλοϊκές ιδεοληψίες, τερατώδη ιδεολογήματα, δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο και συγκροτούν έναν «κοινό νου», που είναι πρόθυμος να παραδοθεί σε δημαγωγούς και λαϊκιστές που υπόσχονται επίγειους παραδείσους. Το κακό με όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, είναι ότι δεν πρόκειται για καταφανή ψεύδη. Περιέχουν και κάποιες αλήθειες, τις οποίες αναμιγνύουν με δοξασίες και προκαταλήψεις, γενικεύοντας και απλοποιώντας, για να καταλήξουν σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Όπως εύστοχα παρατηρεί η Maria Todorova, εκείνο που πρέπει να μας προβληματίσει με τα στερεότυπα δεν είναι το περιεχόμενό τους, αλλά η σύνταξη, τα συμφραζόμενα. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει, δυστυχώς, «απομαγευτεί», όπως ήλπιζε ο Μαξ Βέμπερ για τις κοινωνίες της νεωτερικότητας.

Με τα λόγια του Rolant Barthes «Ενώ ο μύθος είναι αυτός καθαυτός μια αξία – δεν δεσμεύεται από την αλήθεια: τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει το μύθο να είναι ένα ατελεύτητο άλλοθι: αρκεί το σημαίνον του να έχει δύο όψεις, για να διαθέτει πάντα ένα “αλλού”: το νόημά του μπορεί πάντα να παραστήσει τη μορφή και η μορφή μπορεί πάντα να ξεπεράσει το νόημα. Δεν υπάρχει ποτέ αντίφαση, ρήξη και έκρηξη, ανάμεσα στο νόημα και τη μορφή: ποτέ δεν συμπίπτουν.»
Εάν επιχειρήσει κανείς να συνοψίσει αυτόν τον ηγεμονικό στην Ελλάδα «κοινό νου», δηλαδή την άμεση, αδιαμεσολάβητη, μη αναστοχαστική, μη θεωρητική αλλά απλοϊκή αντανάκλαση της πραγματικότητας, μπορεί να εντοπίσει τις ακόλουθες σταθερές που τον συγκροτούν:
  1. Πηγή όλων των δεινών στην Ελλάδα της κρίσης, είναι το Μνημόνιο.
    1. Υπεύθυνοι για την κρίση είναι οι επίβουλοι ξένοι, που θέλουν να αφανίσουν το υπερήφανο έθνος των Ελλήνων.
    2. Λογική συνέπεια των ανωτέρω, είναι ότι «εμείς δε φταίμε», άρα «δε χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε».
    3. Το πολιτικό σύστημα συγκροτείται από πουλημένους, φαύλους και προδότες, που απλώς εκτελούν τις εντολές των ξένων κέντρων. Εάν οι φαύλοι επέστρεφαν τα κλεμμένα, τότε όλα τα προβλήματα της Ελλάδας θα είχαν λυθεί.
  2. Όλα αυτά συνδυάζονται με αδιανόητες θεωρίες συνωμοσίας, που επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση του Στέλιου Ράμφου, ότι «Ψυχολογικά, η συνωμοσιολογία αποτελεί καθαρά φοβικό σύνδρομο, ένα είδος συλλογικής μανίας καταδιώξεως, ελλείψει προσανατολισμού στο μέλλον. Στερούμενη αναστοχαστικής δυνατότητας, η συνωμοσιολογική φαντασίωση ριζώνει στην παραμυθητική βεβαιότητα μιας εθνικής μοναδικότητας και ενός ανελέγκτου, απολύτως κακού εχθρού, στον οποίο προβάλλουμε και αποδίδουμε όλες τις ανικανότητες και τις αποτυχίες μας.»
Αυτός ο αυτοαναφορικός λόγος είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδομηθεί. Έχει στέρεα εσωτερική λογική, είναι απλός στην εκφορά του και, το κυριότερο, δεν προϋποθέτει την οδυνηρή αυτογνωσία. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, «Φέρνει επίσης στην επιφάνεια και μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση που αποτελεί μέρος της νεοελληνικής ιδεολογίας: την αίσθηση ότι φταίνε μονίμως κάποιοι άλλοι και ότι υπάρχει πάντα ένας απλός και ανώδυνος τρόπος να λύνονται τα προβλήματα, χωρίς να χρειαστεί να κοιταχτούμε εμείς στον καθρέφτη και να πούμε, ναι, κάναμε λάθος και πρέπει να αλλάξουμε.»
Το πόσο βαθιές ιστορικές ρίζες έχει αυτό το στερεότυπο, φαίνεται και από αυτά που έγραφε πριν από πολλά χρόνια ένας ιστορικός, ο Κυριάκος Σιμόπουλος: «Ο Ελληνισμός αγωνίζεται επί δύο χιλιετίες σε έναν εχθρικό κόσμο υπό συνεχή απειλή ολοκληρωτικού αφανισμού… αντιστέκεται… επί δύο χιλιετίες ολομόναχος.» Το ανάδελφον Έθνος που όλοι επιβουλεύονται. Μύθος επιστημονικά ανυπόστατος και πολιτικά παρανοϊκός, αλλά τόσο ελκυστικός και αυτάρκης.
Παράλληλα, έχει εμφανιστεί ένα ακόμα ιδιαίτερα επικίνδυνο φαινόμενο: η άρνηση των δημοκρατικών θεσμών και του δημοκρατικού κεκτημένου αυτής της χώρας, η ταχύτατη διολίσθηση σε αντιδημοκρατικές ατραπούς. Γενέθλιος τόπος αυτής της εξέλιξης, που προϋπήρχε σε λανθάνουσα μορφή, ήταν οι κινητοποιήσεις των «αγανακτισμένων» στην Πλατεία Συντάγματος, το καλοκαίρι του 2011, με τις κρεμάλες, τις μούντζες και την υπέρβαση των ιδεολογικών διαχωριστικών γραμμών, με τη συνύπαρξη ακροδεξιών και ακροαριστερών σε ένα ιδιότυπο φαιοκόκκινο μέτωπο αντιδημοκρατίας, που περιγράφει με ακρίβεια ο Γιάννης Βούλγαρης: «Οι κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας, αγανακτισμένες ή όχι, όταν δεν περιορίζονται στην αντικοινοβουλευτική µούντζα, οχυρώνονται στην ψυχολογική άρνηση του “δεν χρωστάω, δεν πουλάω, δεν πληρώνω”. Την ίδια στιγμή, όμως, µια φαιοκόκκινη συμπόρευση υποσκάπτει το ιστορικό κεκτημένο της µεταπολίτευσης: την απόλυτη διάκριση της χουντικής περιόδου από τη δημοκρατική. Επί μέρες τώρα, στο Σύνταγμα, χιλιάδες άνθρωποι κάθονται κάτω από το άθλιο πανό “η χούντα δεν τελείωσε το ’73” αμφισβητώντας (συνειδητά; αµέριµνα;) την ιστορική σηµασία της µεταπολιτευτικής ρήξης.»
Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για έναν «πολιτιστικό αυτισμό», σύμφωνα με τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Θοδωρή Κουλουμπή: «Το πολιτικό σύστημα –η εδραιωμένη δημοκρατία που οικοδομήθηκε μετά το 1974– απαξιώνεται στο σύνολό του. Διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις και δεξαμενές έρευνας και προβληματισμού (δείγματα πλουραλισμού σε μια κοινωνία των πολιτών), κατηγορούνται ότι απεργάζονται την αλλοίωση της ελληνικής ταυτότητας και της εθνικής συνείδησης. Έτσι, ο πολιτιστικός αυτισμός γίνεται το τελευταίο καταφύγιο των αγωνιστών της καθαρής εθνικής συνείδησης και του ανυποχώρητου πατριωτισμού. Και όλα τα παραπάνω, συμπληρώνονται με διάφορες θεωρίες συνωμοσίας που χρεώνουν στην υλιστική Δύση, τα καταχθόνια σχέδια για την εδαφική πολυδιάσπαση της ελληνικής επικράτειας.»
Τον τελευταίο καιρό, έχει εμφανιστεί ένα ακόμα πιο επικίνδυνο φαινόμενο: η κοινωνική νομιμοποίηση της πολιτικής βίας. Σύμφωνα με σειρά δημοσκοπήσεων, μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων εγκρίνει την πολιτική βία και δεν διστάζει να πει ότι ευχαρίστως θα συμμετείχε σε πράξεις βίας κατά πολιτικών αντιπάλων. Η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να είναι η μοναδική ευρωπαϊκή(;) χώρα, όπου ένα εξτρεμιστικό, φιλοναζιστικό ακροδεξιό κόμμα, η Χρυσή Αυγή, έχει εισέλθει στο Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενη από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρων. Όλες οι ενδείξεις είναι ότι το κόμμα αυτό διευρύνει συνεχώς την πολιτική του επιρροή, δεδομένου ότι εμφανίζεται ενισχυμένο σε όλες τις δημοσκοπήσεις μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012. Παράλληλα, πυκνώνουν τα επεισόδια ρατσιστικής βίας που έχουν φτάσει ακόμα και σε εν ψυχρώ δολοφονίες μεταναστών.
Οι τρεις διαπιστώσεις που προηγήθηκαν, δηλαδή, η απουσία αυτογνωσίας με επίρριψη όλων των ευθυνών στους κακούς ξένους, η αντιδημοκρατική διολίσθηση και η κοινωνική νομιμοποίηση της πολιτικής βίας, οδηγούν αβίαστα στο βασικό συμπέρασμα: Η οικονομική κρίση δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί, όσο σωστές πολιτικές αποφάσεις και εάν ληφθούν, χωρίς να αλλάξουν νοοτροπίες και συμπεριφορές στο κοινωνικό και ανθρωπολογικό επίπεδο. Τίποτα δεν θα αλλάξει, εάν δεν καταπολεμηθεί η ηγεμονία του ανορθολογισμού.
Τα μέτρα που λαμβάνονται και οι μεταρρυθμίσεις που αποφασίζονται, ακόμα και εάν υλοποιηθούν, αναβαθμίζουν το hardware της χώρας. Δεν αγγίζουν τις νοοτροπίες, το software που είναι απαραίτητο για την επανεκκίνηση και για τη ριζική τομή με το παρελθόν.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Νίκος Δήμου, «Οι αντι-ορθολογιστι­κές απόψεις, φαίνεται, ακόμα και σήμερα, να είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στη χώρα μας. Η ιδεολογική συγκρότηση του νεοέλληνα παραμένει το κύριο εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια για την ουσιαστική αλλαγή των πραγμάτων.
»Το έλλειμμα του ορθολογισμού είναι, κατά τη γνώμη μου, το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως έθνος. Βρίσκεται πίσω από όλα μας τα επί μέρους προβλήματα – από τα πολιτικά και τα οικονομικά, μέχρι τα πολιτιστικά. Μας δυσκολεύει αφάνταστα στις διεθνείς μας σχέσεις και μας ταλαιπωρεί τρομακτικά στην καθημερινή μας ζωή, που κινείται μόνιμα μέσα σε ένα χαοτικό περιβάλλον. Δοξασίες και μύθοι που δεν αντέχουν στον παραμικρό κριτικό έλεγχο, αποτελούν δόγματα για τον μέσο Έλληνα. Μεταφυσικές και παραφυσικές θεωρίες κυκλοφορούν ελεύθερα και γίνονται αποδεκτές χωρίς να αντικρούονται ποτέ. Οι αστρολόγοι και τα μέντιουμ συναγωνίζονται στην τηλεόραση τους “αποκαλυπτικούς δημοσιογράφους” και δεν ξέρω ποιοι είναι πιο επικίνδυνοι για τη δημόσια υγεία.»
Τα ανωτέρω συγκροτούν ένα κρίσιμο πολιτισμικό πρόβλημα. Μια διαρκή κρίση ταυτότητας, με κύριο χαρακτηριστικό την ανασφάλεια και την εθελοντική και αυθαίρετη θυματοποίηση. Όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης, «Στην αφετηρία βρίσκεται σαφώς η κρίση του πολιτιστικού προτύπου. Η κρίση είναι κατά βάση κρίση πολιτιστική. Η δημοσιονομική κρίση απαιτεί την άμεση και κατά προτεραιότητα αντιμετώπιση, αλλά η επίλυσή της δεν απαντά από μόνη της στην καθολικότητα του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Η συνολική απάντηση απαιτεί ριζικές μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα.»
Πώς μπορεί να αλλάξουν αυτές οι ανορθολογικές νοοτροπίες και συμπεριφορές; Πώς μπορεί να ηγεμονεύσει ο ορθολογισμός, γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, που από επίσημα εκκλησιαστικά χείλη έχει χαρακτηριστεί «Επικατάρατος»; Μήπως η αλλαγή συνειδήσεων προϋποθέτει ευρύτερες διεργασίες στην ελληνική κοινωνία, για τις οποίες δεν υπάρχει διαθέσιμος χρόνος, δεδομένου ότι η κλεψύδρα του πολιτικού χρόνου μοιάζει να εξαντλείται;
Το ερώτημα είναι εύλογο και κρίσιμο. Θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς σε μια «πολιτικοποίηση του προσωπικού», όπως ρομαντικά ζητούσαν κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του Μάη του ’68. Αντίθετα, είναι ρεαλιστικό να πιστεύει κανείς ότι με μια συντονισμένη προσπάθεια του πολιτικού προσωπικού και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, θα μπορούσε να αποδομηθεί ο απλοϊκός κοινός νους και να αντικατασταθεί από μια νέα αυτογνωσία, δηλαδή από μια νέα αφήγηση για μια Ελλάδα που αντιλαμβάνεται την κρίση ως ευκαιρία, που αγωνίζεται να την υπερβεί, που δημιουργεί, που εναντιώνεται στους καταστροφικούς συντεχνιασμούς και την ιδιοτέλεια. Μια νέα αφήγηση που στο επίκεντρό της θα έχει την πίστη ότι πρέπει επιτέλους να λειτουργήσουμε όλοι στο όνομα του γενικού συμφέροντος και της κοινής μας μοίρας.
Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Η πανούκλα του λαϊκισμού, είτε με αριστερόστροφο είτε με ακροδεξιό μανδύα, εμποδίζει το πολιτικό προσωπικό και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης (με λίγες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του κανόνα) να μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας και να πουν τα πράγματα με το όνομά τους: για πολλά χρόνια αυτή η κοινωνία έζησε πάνω από τις δυνατότητές της, οικοδομώντας ένα απολύτως στρεβλό και αντιπαραγωγικό μοντέλο. Η μάχη των ιδεών, η μάχη της Ηγεμονίας, έχει αφεθεί στα χέρια ελάχιστων διανοουμένων και ακόμα λιγότερων πολιτικών. Ο λαϊκισμός έχει κυριαρχήσει παντού. Το πολιτικό σύστημα, όταν δεν υπερθεματίζει σε δημαγωγία και λαϊκισμό, αρθρώνει έναν αμυντικό και ηττοπαθή πολιτικό λόγο, στη λογική του ελάσσονος κακού, συμπεριφερόμενο ως το δύσμοιρο θύμα των διαθέσεων της κοινής γνώμης και των δημοσκοπήσεων.
Όπως ευθύβολα επισημαίνει ο Μάκης Καραγιάννης, «Αν θέλει να προσφέρει κάτι η Αριστερά, πρέπει να θυμηθεί πάλι την ιδεολογική ηγεμονία του Γκράμσι και τη σημασία της ιδεολογίας. Που σημαίνει να αναδείξει το ψέμα στο οποίο ζούσαμε. Να καταγγείλει την υποκρισία που ενδημεί και στην ίδια την Αριστερά. Να κάνει δηλαδή την αυτοκριτική της. Να ξαναδώσει πάλι στις λέξεις την αλήθεια τους. Να αναδείξει τις αξίες που έσβησαν. Την αλληλεγγύη. Την εργασία. Την αξιοκρατία. Την ηθική. Την υπεράσπιση των αδυνάτων.
»Έχουμε ανάγκη από αλήθεια. Όμως είναι οδυνηρή και κοστίζει. Ο λαϊκισμός είναι πάντα γοητευτικός και χαϊδεύει τ’ αυτιά. Γι’ αυτό και θα έχει πολύ μέλλον.»
Την ίδια στιγμή, στην Ευρώπη συντελούνται κοσμοϊστορικές αλλαγές. Κατά έναν παράδοξο και αντιφατικό τρόπο, οι αγορές υποχρεώνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση να προχωρήσει σε αποφάσεις οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης, αδιανόητες πριν από μερικά χρόνια. Οι δισταγμοί και οι καθυστερήσεις δεν πρέπει να μας κάνουν να υποτιμήσουμε τη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, που αναδύεται με τις οδύνες του τοκετού τού νέου. Τα έθνη κράτη, ένας ιστορικός αναχρονισμός στην παρούσα μορφή τους, αντιστέκονται με κάθε τρόπο στη νέα πραγματικότητα, που ελπίζουμε να οδηγήσει σε έναν ευρωπαϊκό φεντεραλισμό, έτσι όπως τον οραματίστηκαν οι πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής ιδέας και που αποτυπώνεται με ακρίβεια σε ένα πρόσφατο κείμενο:
«Χρειαζόμαστε μια αξιόπιστη νέα πρόταση για οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ανάπτυξη, στην οποία θα μπορέσουν να συναινέσουν όλοι οι Ευρωπαίοι – στο Βορρά όπως στο Νότο. Αυτό που δεν χρειαζόμαστε, είναι συνεχώς νέα πακέτα μέτρων λιτότητας, τα οποία δεν δημιουργούν ούτε εμπιστοσύνη, ούτε οικονομική και κοινωνική αειφορία.
»Χρειαζόμαστε νέους και αποτελεσματικούς οικονομικούς κυβερνητικούς μηχανισμούς, προκειμένου να διορθωθούν οι θεσμικές ελλείψεις της Ευρωζώνης και να προωθηθεί ο στενότερος συντονισμός της δημοσιονομικής πολιτικής. Η νομισματική ένωση δεν λειτουργεί χωρίς στενότερη πολιτική ένωση. Αυτό πρέπει να αναγνωριστεί και να εφαρμοστεί, αντί να ρισκάρουμε την κατάρρευση της Ευρωζώνης. Μια τέτοια κατάρρευση θα συνεπαγόταν απρόβλεπτο πολιτικό και οικονομικό κόστος.»[1]
Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι ο πρόεδρος του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος SPD, Sigmar Gabriel, ζήτησε το καλοκαίρι του 2012 από τον Jürgen Habermas, να ετοιμάσει ένα κείμενο για την ευρωπαϊκή ενοποίηση που θα ήταν η βάση του προγράμματος του SPD για τις εθνικές εκλογές του 2013. Ο Jürgen Habermas, μαζί με τους Peter Bofinger και Julian Nida-Rümelin, έγραψαν ένα κείμενο-σταθμό, με τίτλο «Μόνο η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μπορεί να σώσει το ευρώ», όπου προτείνεται ότι η Γερμανία πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία για μια συντακτική συνέλευση της Ευρώπης, με δημοψηφίσματα σε όλες τις χώρες-μέλη, προκειμένου να προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Μια πρόταση ιδιαίτερα τολμηρή, που έχει ήδη προκαλέσει έντονες συζητήσεις σε όλη την Ευρώπη.
Έτσι, παρά τις απαισιόδοξες διαπιστώσεις που προηγήθηκαν, η αισιοδοξία της πράξης παραμένει. Μικρή συνεισφορά σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι τα κείμενα που συγκροτούν αυτό το βιβλίο, δημόσιες παρεμβάσεις στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας. Η κρυφή ελπίδα είναι να συμβάλουν, έστω και κατ’ ελάχιστο, στην απομάγευση της ελληνικής κοινωνίας και στην επικράτηση της νεωτερικότητας. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται ως αρχικό κείμενο «Η καταστροφική “ιδεολογία της μεταπολίτευσης”», δημοσιευμένο στο προηγούμενο βιβλίο μου,Πολιτικό Τραβέρσο στην Ύστερη Μεταπολίτευση. Το κείμενο αυτό περιγράφει το πώς εισήλθε, από ιδεολογική σκοπιά, η Ελλάδα, στην κρίση των τελευταίων ετών. Απολύτως απαρασκεύαστη, με φαντασιώσεις και ιδεοληψίες που πολύ συχνά οδηγούσαν σε φαντασιακή απόδραση από την πραγματικότητα.
Τα υπόλοιπα κείμενα, δημοσιευμένα σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και στο facebook, σε blogs και σε ιστοτόπους, αρθρώνονται γύρω από έναν κοινό άξονα: Προσπαθούν να αναλύσουν και να αντιμετωπίσουν όλα τα νοσηρά φαινόμενα που περιγράφηκαν στις παραπάνω γραμμές. Η δημοσίευσή τους προκάλεσε, αρκετές φορές, έντονους διαλόγους και αντιπαραθέσεις. Ελπίζω και εύχομαι ότι η έκδοσή τους σε βιβλίο θα δώσει περισσότερα ερεθίσματα για προβληματισμό.



[1] Το κείμενο υπογράφουν οι Giuliano Amato (πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας),Zygmunt Bauman (Leeds University)Ulrich Beck (Ludwig - Maximilians - Universität, Μόναχο)Peter Bofinger (Julius - Maximilians - Universität, Βύρτσμπουργκ)Stefan Collignon (Scuola Superiore Sant’Anna, Πίζα)Alfred Gusenbauer (πρώην ομοσπονδιακός καγκελάριος της Αυστρίας)Jürgen Habermas(Γερμανός φιλόσοφος)David Held (London School of Economics)Gustav Horn(Ινστιτούτο Μακροοικονομίας και Οικονομικής Έρευνας, Ντίσελντορφ)Bernard-Henri Lévy (Γάλλος φιλόσοφος)Roger Liddle (Βουλή των Λόρδων και πρόεδρος του Policy Network), David Marquand (Oxford University), Henning Meyer (London School of Economics)Kalypso Nicolaidis (Oxford University)Jan Pronk (ISS, Χάγη, και πρώην Ολλανδός Υπουργός Ανάπτυξης)Poul Nyrup Rasmussen (πρώην πρωθυπουργός της Δανίας και πρόεδρος του κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών PES)Maria Joao Rodrigues (Université Libre de Bruxelles και Lisbon University Institute)Martin Schulz (πρόεδρος της σοσιαλιστικής κοινοβουλευτικής ομάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο)Gesine Schwan (Humboldt-Viadrina School of Governance, Βερολίνο).

1 σχόλιο:

Crisis and Critique είπε...

Η Ευρωπαϊκή κρίση, ο πολυ-πολικός κόσμος, η αβέβαιη ηγεμονία
(επικαιρότητα του Μάξ Βέμπερ στον καιρό της κρίσης, συγκλίσεις και αποκλίσεις με τον Κάρολο Μάρξ)
http://aftercrisisblog.blogspot.com/2013/04/blog-post_23.html

Το "σιδερένιο κλουβί" του καπιταλισμού (Μάξ Βέμπερ) και ο Τελευταίος άνθρωπος
http://www.rnbnet.gr/details.php?id=5372

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες