Η ηλεκτρονική ψηφοφορία «δεν απαγορεύεται από καμιά συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη και […] αποσκοπεί στην εξασφάλιση του εκλογικού δικαιώματος, σε περίπτωση που αυτό δεν μπορεί να ασκηθεί με φυσική παρουσία των ψηφοφόρων». Με την κατηγορηματική αυτή διατύπωση, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε καθαρά προ ημερών ως εντελώς αβάσιμες τις αιτιάσεις που είχαν διατυπωθεί για την αντισυνταγματικότητα, την αδιαφάνεια και τον αυθαίρετο, τάχα, χαρακτήρα της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, που είχε καθιερωθεί το 2012 και το 2013 για την ανάδειξη των Συμβουλίων των ΑΕΙ, των πρυτάνεών τους, των κοσμητόρων και των άλλων μονομελών οργάνων των πανεπιστημίων (ΣτΕ (Ολ.) 519/2015). Εκεί, λοιπόν, που θα περίμενε κανείς ότι, ως προς αυτό τουλάχιστον το ζήτημα, η συζήτηση έκλεισε και ότι θα μπορούσαμε, πλέον, οι πανεπιστημιακοί να εκλέγουμε τους επικεφαλής των ιδρυμάτων μας χωρίς να προπηλακιζόμαστε, έρχεται ο υπουργός Παιδείας και, με το νομοσχέδιό του για τα ΑΕΙ και την έρευνα, καταργεί τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις (άρθρο 3 παρ.6). Και τούτο με την απίθανης υποκρισίας σκέψη, ότι έτσι τάχα επιτυγχάνεται ο σκοπός της «ενδυνάμωσης της δημοκρατίας και της καθολικής εκπροσώπησης στα ιδρύματα», αφού τα όργανα διοίκησής τους θα «εκλέγονται πλέον από το σώμα των εκλεκτόρων και όχι από μέρος του, χωρίς τη διαμεσολάβηση κανόνων που στρεβλώνουν τη δημοκρατική εκπροσώπηση».
Λησμονεί, προφανώς, ο συντάκτης της αιτιολογικής έκθεσης του νομοσχεδίου ότι τα ποσοστά συμμετοχής των εκλεκτόρων στις εκλογές των οργάνων των ΑΕΙ, με την υπό κατάργηση ηλεκτρονική ψηφοφορία, ξεπέρασαν σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας το 80%. Αυτό, αν δεν κάνω λάθος, δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν.
Λησμονεί, ακόμη, ότι ο τρόπος αυτός ψηφοφορίας έχει καθιερωθεί πλέον στις βουλευτικές εκλογές πολλών χωρών (όπως, π.χ., η Ολλανδία και η Φινλανδία), για να διασφαλισθεί η μυστική και αδιάβλητη ψήφος όσων για λόγους υγείας ή αποστάσεως δεν μπορούν να προσέλθουν στις κάλπες.
Πάνω απ’ όλα, όμως, λησμονεί ο εμπνευστής της σχολιαζόμενης κατάργησης ότι η ηλεκτρονική ψηφοφορία καθιερώθηκε ως απάντηση στη βία που απροσχημάτιστα, επί χρόνια, ασκούσαν την ημέρα των εκλογών ορισμένες φοιτητικές παρατάξεις –με τη συμπαράσταση των γνωστών εξωπανεπιστημιακών–, οι οποίες «εξαφάνιζαν» αυθαίρετα τις κάλπες, διακόπτοντας με το «έτσι θέλω» την εκλογική διαδικασία. Δεν επρόκειτο, με άλλα λόγια, για τον συνήθη τρόπο ψηφοφορίας (που παρέμενε, βέβαια, η κάλπη), αλλά για εναλλακτικό, που εφαρμοζόταν μόνον όταν η ψηφοφορία διακοπτόταν (και μάλιστα 2 φορές). Ηταν, δηλαδή, μια ευφυής απάντηση στην άσκηση της βίας, που διασφάλιζε το αδιάβλητο των διαδικασιών, η απάντηση της δημοκρατίας στην ωμή αυθαιρεσία.
Παρότι διαφωνώ «κάθετα» με τις λοιπές νομοθετικές πρωτοβουλίες του κ. Μπαλτά, όπως είναι π.χ. η κατάργηση των Συμβουλίων ή η επαναφορά –με μοναδικά παγκοσμίως ποσοστά– της φοιτητικής συμμετοχής στη διοίκηση των πανεπιστημίων, τις σέβομαι. Διότι υπηρετούν ένα διαφορετικό οργανωτικό μοντέλο, το οποίο, παρότι, όπως πιστεύω, εμποδίζει την ανάπτυξη του ελληνικού πανεπιστημίου και το «άνοιγμά» του στον έξω κόσμο, έχει τη δική του λογική, εσφαλμένη ασφαλώς και κακομοίρικη, αλλά συνεκτική. Με αυτήν, άλλωστε, ζήσαμε τόσο χρόνια.
Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την κατάργηση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Διότι αυτή δεν υπηρετεί καμιά απολύτως λογική, αλλά αποτελεί άτακτη υποχώρηση μπροστά στον ανορθολογισμό της σκοτεινής βίας, τον εφιάλτη δηλαδή των ελληνικών πανεπιστημίων.
Γνωρίζοντας από παλιά τον σημερινό υπουργό Παιδείας, μου είναι αδύνατο να πιστέψω ότι ενέδωσε τόσο επιπόλαια σ’ ένα πείσμα. Και ότι θα δεχθεί να συνδεθεί το όνομά του με μια τόσο ολέθρια όσο και αντιδημοκρατική επιλογή.
*Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου