Του Γιώργου Λαμπράκου, www.bookpress.gr
Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη Από τον όψιμο Μεσαίωνα ως το τέλος του Διαφωτισμού Παναγιώτης Κονδύλης Επιμέλεια σειράς: Θάνος Σαμαρτζής Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012
Στη σύγχρονη Ελλάδα, έγραφε ο Κονδύλης πριν από 20 χρόνια, το καχεκτικό αστικό στοιχείο συντίθεται κυρίως από «νεόπλουτους χάρη σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες» και από επιχειρηματίες που έχουν ως πνευματικό ορίζοντα «όσα συμβαίνουν στα γήπεδα ή στα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως», ενώ το «όλο και πολυπληθέστερο μεσαίο στρώμα [χαρακτηρίζεται] από τον μιμητικό καταναλωτισμό και από την έπαρση της νεοαπόκτητης ευημερίας και της επίσης νεοαπόκτητης ημιμάθειας» (σ. 41). Σε ατομικό επίπεδο, η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων συνδυάζει «σχιζοφρενικά» την «παρασιτική κατανάλωση» στην πράξη με έναν «μυγιάγγιχτο εθνικισμό» στη θεωρία. Σε πολιτικό επίπεδο, «τα κόμματα πλειοδοτούν σε εθνικιστική ρητορεία την ίδια στιγμή που εκποιούν τον κρατικό μηχανισμό». Σε εθνικό επίπεδο, «η χώρα δεν παράγει τα καταναλωτικά αγαθά αλλά τα εισάγει, και για να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της» (σ. 44). Άραγε μας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Ναι μεν η πολλαπλή κρίση (χρέους, ανεργίας κ.λπ.) των τελευταίων ετών στα ανεπτυγμένα κράτη της Δύσης είναι ένα συμβάν συναρμοσμένο με το τρίτο στάδιο του καπιταλισμού (ο οποίος αποκαλείται «ύστερος», «πολυεθνικός», «μεταβιομηχανικός», «καζίνο» κ.λπ.), αλλά μόλις ξέσπασε μετά το 2008-9, σύντομα ο πιο αδύναμος κρίκος αποδείχτηκε διόλου τυχαία η Ελλάδα, ακριβώς για τους λόγους που αναλύει, με εγκυρότητα ενοχλητική για τη μακάρια αυτοεικόνα μας, ο Κονδύλης. Σε άλλο βιβλίο του, γραμμένο επίσης πριν από 20 χρόνια, υπογραμμίζει ότι όποιος «μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα “δίκαιά” του» (Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, Θεμέλιο, 1992, σ. 156, στο επίμετρο: «Η ελληνική εθνική πολιτική»). Συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι στην πλήρη ένταξη της Ελλάδος στην Ευρώπη ωθεί «μια μαζική επιθυμία καταναλωτικής ευζωίας, η οποία προκειμένου να πραγματοποιηθεί, δεν θα δίσταζε και πολύνα μετατρέψει την ένταξη σε ταπεινωτική εθνική εκποίηση» (σ. 158, η υπογράμμιση δική μας). Παράλληλα, τα «κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού» έχουν βυθίσει τη χώρα «στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει» (σσ. 168-9).
Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη Από τον όψιμο Μεσαίωνα ως το τέλος του Διαφωτισμού Παναγιώτης Κονδύλης Επιμέλεια σειράς: Θάνος Σαμαρτζής Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012
Στη σύγχρονη Ελλάδα, έγραφε ο Κονδύλης πριν από 20 χρόνια, το καχεκτικό αστικό στοιχείο συντίθεται κυρίως από «νεόπλουτους χάρη σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες» και από επιχειρηματίες που έχουν ως πνευματικό ορίζοντα «όσα συμβαίνουν στα γήπεδα ή στα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως», ενώ το «όλο και πολυπληθέστερο μεσαίο στρώμα [χαρακτηρίζεται] από τον μιμητικό καταναλωτισμό και από την έπαρση της νεοαπόκτητης ευημερίας και της επίσης νεοαπόκτητης ημιμάθειας» (σ. 41). Σε ατομικό επίπεδο, η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων συνδυάζει «σχιζοφρενικά» την «παρασιτική κατανάλωση» στην πράξη με έναν «μυγιάγγιχτο εθνικισμό» στη θεωρία. Σε πολιτικό επίπεδο, «τα κόμματα πλειοδοτούν σε εθνικιστική ρητορεία την ίδια στιγμή που εκποιούν τον κρατικό μηχανισμό». Σε εθνικό επίπεδο, «η χώρα δεν παράγει τα καταναλωτικά αγαθά αλλά τα εισάγει, και για να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της» (σ. 44). Άραγε μας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Ναι μεν η πολλαπλή κρίση (χρέους, ανεργίας κ.λπ.) των τελευταίων ετών στα ανεπτυγμένα κράτη της Δύσης είναι ένα συμβάν συναρμοσμένο με το τρίτο στάδιο του καπιταλισμού (ο οποίος αποκαλείται «ύστερος», «πολυεθνικός», «μεταβιομηχανικός», «καζίνο» κ.λπ.), αλλά μόλις ξέσπασε μετά το 2008-9, σύντομα ο πιο αδύναμος κρίκος αποδείχτηκε διόλου τυχαία η Ελλάδα, ακριβώς για τους λόγους που αναλύει, με εγκυρότητα ενοχλητική για τη μακάρια αυτοεικόνα μας, ο Κονδύλης. Σε άλλο βιβλίο του, γραμμένο επίσης πριν από 20 χρόνια, υπογραμμίζει ότι όποιος «μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα “δίκαιά” του» (Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, Θεμέλιο, 1992, σ. 156, στο επίμετρο: «Η ελληνική εθνική πολιτική»). Συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι στην πλήρη ένταξη της Ελλάδος στην Ευρώπη ωθεί «μια μαζική επιθυμία καταναλωτικής ευζωίας, η οποία προκειμένου να πραγματοποιηθεί, δεν θα δίσταζε και πολύνα μετατρέψει την ένταξη σε ταπεινωτική εθνική εκποίηση» (σ. 158, η υπογράμμιση δική μας). Παράλληλα, τα «κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού» έχουν βυθίσει τη χώρα «στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει» (σσ. 168-9).
(...) Ας έλθουμε όμως τώρα στα (εντελώς) καθ’ ημάς. Η ελληνική έκδοση της Παρακμής του αστικού πολιτισμού (Θεμέλιο, 1991) ξεκινά με ένα δοκίμιο υπό τον προσφυή τίτλο: «Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία». (Αυτό το δοκίμιο κυκλοφορεί πλέον αυτόνομο από τις ίδιες εκδόσεις, υπό τον τίτλο «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας». Ωστόσο συνιστούμε την ανάγνωση ολόκληρης της Παρακμής του αστικού πολιτισμού, ειδάλλως δεν θα κατανοηθεί εις βάθος το καχεκτικό πέρασμα της Ελλάδας «από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία»). Στο εν λόγω δοκίμιο ο Κονδύλης ανέλυσε καίρια τη νεοελληνική πραγματικότητα και προφήτευσε τη σημερινή της κατάσταση. Όχι φυσικά επειδή γεννήθηκε προφήτης, αλλά επειδή συνδύασε την τρομακτικά ευρυμαθή παιδεία του με την αξιολογικά ουδέτερη κρίση του. Κατά τον Κονδύλη, η νεότερη Ελλάδα δεν απέκτησε ποτέ μια συγκροτημένη αστική τάξη, ενεργή μέσα σε ένα κράτος λειτουργικό, αποσυνδεδεμένο από τα πελατειακά κομματικά συμφέροντα και τις πατριαρχικές κοινωνικές δομές· απεναντίας στη Δύση (πιστεύουμε πως καλύτερο είναι να μιλάμε για «Άπω Δύση») η αστική τάξη γεννήθηκε και παγιώθηκε ως η νέα προοδευτική δύναμη που εναντιώθηκε στα πανίσχυρα κληρονομημένα προνόμια της αριστοκρατίας και της κληρικοκρατίας.
Κατά τον Κονδύλη, η βασιλευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία της Ελλάδος επιβλήθηκε έξωθεν, μετά τον επαναστατικό Αγώνα του 1821, χωρίς να έχουν προηγηθεί όλες οι απαραίτητες κοινωνικές, πολιτισμικές και παραγωγικές ζυμώσεις τις οποίες γνώρισε ιστορικά η (Άπω) Δύση. Αποτέλεσμα; «Οι κοινωνικές ανακατατάξεις των τελευταίων δεκαετιών γενικά ενίσχυσαν τον χαρακτήρα της χώρας ως χώρας μικροϊδιοκτητών και μικροαστών. Όμως η ενίσχυση αυτή συντελέστηκε στη βάση ολότελα νέων καταναλωτικών συνηθειών, οι οποίες δεν καλύπτονταν από το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό. Ακριβώς επειδή η ευημερία ήταν, με την ουσιαστική αυτήν έννοια, επισφαλής, το πελατειακό σύστημα επιτάθηκε αντί να συρρικνωθεί εξ αιτίας της υποχώρησης του πατριαρχισμού σε κοινωνικό επίπεδο» (σ. 42). Στην Ελλάδα η διάκριση κράτους και κοινωνίας έμεινε «ημιτελής», εξού και όλα τα κόμματα, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους αρχές, ήταν και είναι πρωτίστως «κρατιστικά».
Στη σύγχρονη Ελλάδα, έγραφε ο Κονδύλης πριν από 20 χρόνια, το καχεκτικό αστικό στοιχείο συντίθεται κυρίως από «νεόπλουτους χάρη σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες» και από επιχειρηματίες που έχουν ως πνευματικό ορίζοντα «όσα συμβαίνουν στα γήπεδα ή στα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως», ενώ το «όλο και πολυπληθέστερο μεσαίο στρώμα [χαρακτηρίζεται] από τον μιμητικό καταναλωτισμό και από την έπαρση της νεοαπόκτητης ευημερίας και της επίσης νεοαπόκτητης ημιμάθειας» (σ. 41). Σε ατομικό επίπεδο, η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων συνδυάζει «σχιζοφρενικά» την «παρασιτική κατανάλωση» στην πράξη με έναν «μυγιάγγιχτο εθνικισμό» στη θεωρία. Σε πολιτικό επίπεδο, «τα κόμματα πλειοδοτούν σε εθνικιστική ρητορεία την ίδια στιγμή που εκποιούν τον κρατικό μηχανισμό». Σε εθνικό επίπεδο, «η χώρα δεν παράγει τα καταναλωτικά αγαθά αλλά τα εισάγει, και για να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της» (σ. 44).
Άραγε μας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Ναι μεν η πολλαπλή κρίση (χρέους, ανεργίας κ.λπ.) των τελευταίων ετών στα ανεπτυγμένα κράτη της Δύσης είναι ένα συμβάν συναρμοσμένο με το τρίτο στάδιο του καπιταλισμού (ο οποίος αποκαλείται «ύστερος», «πολυεθνικός», «μεταβιομηχανικός», «καζίνο» κ.λπ.), αλλά μόλις ξέσπασε μετά το 2008-9, σύντομα ο πιο αδύναμος κρίκος αποδείχτηκε διόλου τυχαία η Ελλάδα, ακριβώς για τους λόγους που αναλύει, με εγκυρότητα ενοχλητική για τη μακάρια αυτοεικόνα μας, ο Κονδύλης. Σε άλλο βιβλίο του, γραμμένο επίσης πριν από 20 χρόνια, υπογραμμίζει ότι όποιος «μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα “δίκαιά” του» (Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, Θεμέλιο, 1992, σ. 156, στο επίμετρο: «Η ελληνική εθνική πολιτική»). Συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι στην πλήρη ένταξη της Ελλάδος στην Ευρώπη ωθεί «μια μαζική επιθυμία καταναλωτικής ευζωίας, η οποία προκειμένου να πραγματοποιηθεί, δεν θα δίσταζε και πολύνα μετατρέψει την ένταξη σε ταπεινωτική εθνική εκποίηση» (σ. 158, η υπογράμμιση δική μας). Παράλληλα, τα «κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού» έχουν βυθίσει τη χώρα «στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει» (σσ. 168-9).
Όσο για μια πιθανή και απολύτως εύλογη αντίδραση του τύπου «καλά όλα αυτά, αλλά ο ελληνικός λαός πεινάει», η δέουσα απόκριση θα ήταν ότι αυτή δεν αποτελεί μια πραγματική αντίρρηση, αφού όχι μόνο δεν αναιρεί τις κονδυλικές αιτιώδεις εξηγήσεις της εγχώριας υπογείωσης, απεναντίας αυτές επιβεβαιώνονται διά της προβλεπτικής ισχύος τους. Επομένως, ανεξάρτητα από την όποια μελλοντική τύχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και της Ευρωζώνης, και μόνο το γεγονός ότι η Ελλάδα βρέθηκε αμέσως στο στόχαστρο κυβερνήσεων και αγορών επιβεβαιώνει τα παραπάνω (οι αγορές είναι φυσικά ύαινες, αλλά ως ύαινες ορμούν μόνο σε ψοφίμια). Ό,τι κι αν γίνει λοιπόν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οικονομική κατάσταση στη χώρα μας θα είναι ούτως ή άλλως χειρότερη απ’ ό,τι στη Δυτική Ευρώπη, για τους ιστορικούς και δομικούς λόγους που έχει εξηγήσει ο Κονδύλης και που δεν πρόκειται να αλλάξουν. Τώρα η σκυτάλη βρίσκεται ξανά στα χέρια του «ελληνικού λαού» ώστε να αποφασίσει, αφενός ποιο παραγωγικό και πολιτισμικό μοντέλο θέλει και μπορεί (υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες) να έχει, αφετέρου να αναλάβει την ευθύνη αυτού του μοντέλου. Σε κάθε περίπτωση, φοβούμαστε μήπως κάποια στιγμή γίνει πράξη άλλη μια κονδυλική παρατήρηση: «Στην κατανομή αγαθών είναι κανείς λιγότερο γενναιόδωρος απ’ ό,τι στην ανταλλαγή πληροφοριών. Και αν τεθεί ζήτημα κατανομής ζωτικών υλικών πόρων –συμπεριλαμβανόμενου του νερού και του αέρα–, τότε οι τέρψεις που χαρίζουν τα ηλεκτρονικά περιδιαβάσματα στον κυβερνοχώρο θα κοπούν απότομα» (Από τον 20ο στον 21 αιώνα, Θεμέλιο, 1998, σ. 156). (...)
Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψηΑπό τον όψιμο Μεσαίωνα ως το τέλος του ΔιαφωτισμούΠαναγιώτης Κονδύλης
Επιμέλεια σειράς: Θάνος Σαμαρτζής
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012
Τιμή € 18,00, σελ. 410
Επιμέλεια σειράς: Θάνος Σαμαρτζής
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012
Τιμή € 18,00, σελ. 410
Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψηΑπό τον Χέγκελ και τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ και τον Βίττγκενσταϊν
Παναγιώτης Κονδύλης
Μετάφραση: Μιχάλης Παπανικολάου
Επιμέλεια σειράς: Θάνος Σαμαρτζής
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012
Τιμή € 18,00, σελ. 317
Μετάφραση: Μιχάλης Παπανικολάου
Επιμέλεια σειράς: Θάνος Σαμαρτζής
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012
Τιμή € 18,00, σελ. 317
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου