ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΜΠΑΤΖΙΔΟΥ, Αρχιτέκτονας - Πολεοδόμος, TUDelft
Ανάπτυξη βασισμένη στον πολιτισμό στην Ολλανδία και διεθνώς
Η αναγνώριση της δυνατότητας των επενδύσεων στον πολιτισμό να συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη έφτασε στο ζενίθ στο τέλος της δεκαετίας του 1980. Αλλά πέρα από τις πανάκριβες επενδύσεις σε μεγάλα πολιτιστικά ιδρύματα που αποδίδουν σε διεθνή αναγνώριση, οι τέχνες έχουν ακόμα πολλά να προσφέρουν στα πεδία της κοινωνικής ανανέωσης και συμμετοχής. Καινούρια κτίρια μπορούν να ξεκινήσουν την διαδικασία της φυσική ανανέωσης αλλά η συμμετοχή σε πολιτιστικές δραστηριότητες δημιουργεί τις συνθήκες για άτομα και κοινότητες να ανανεωθούν εκ των έσω. Καλλιτέχνες και πολιτιστικές οργανώσεις είναι αστικοί φορείς par excellence που συνέβαλλαν ανέκαθεν στην ζωτικότητα και τον χαρακτήρα των πόλεων.
Στις ΗΠΑ, από το τέλος της δεκαετίας του 1960 έδειξαν πώς μπορούν να συμβάλλουν στην αστική αναβάθμιση, συχνά με την δημιουργία μικρών στούντιο και «καλλιτεχνικών γειτονιών» σε υπανάπτυκτες αστικές περιοχές. (Lardy et al. 1996). Η Νέα Υόρκη με το SoHo, το Βερολίνο με το Kreuzberg, είναι μερικά μόνο από τα πιο γνωστά παραδείγματα πόλεων που κατέφυγαν στον πολιτισμό για την αναβάθμιση παραμελημένων περιοχών.
Πρόκειται για ένα σχεδόν αυτούσια επαναλαμβανόμενο σενάριο «εξευγενισμού» των περιοχών αυτών.
Αστικές περιοχές παρακμάζουν, επιχειρήσεις μεταφέρονται και φεύγουν και μαζί τους φεύγουν και οι εργαζόμενοι που τις υποστήριζαν. Σπίτια και μαγαζιά αδειάζουν και οι αξίες γης και ακινήτων πέφτουν. Σιγά σιγά οι περιοχές γεμίζουν με περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, μετανάστες και καλλιτέχνες.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, επηρεασμένες από την ευρεία απήχηση των θεωριών του R. Florida (2002), όλο και περισσότερες τοπικές αρχές και αναπτυξιακοί παράγοντες υιοθετούν αναπτυξιακές πολιτικές βασισμένες στην υποστήριξη πολιτιστικών και δημιουργικών επαγγελμάτων.
Η Zukin (2001) μιλά ήδη για ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο που χρησιμοποιεί μεθοδικά την καλλιτεχνική μετακίνηση και επιχειρηματικότητα και στην Ολλανδία αυτό βρίσκει πρόσφορο έδαφος για εφαρμογή. Το Ολλανδικό παράδειγμα που αποτελεί το αντικείμενο αυτής της εργασίας επιλέχθηκε γιατί στην εν λόγω χώρα υιοθετήθηκαν ευρέως και πολύ νωρίς αστικές αναπτυξιακές πρακτικές βασιμένες στα πολιτιστικά επαγγέλματα, που δεν επικεντρώνονται μόνο στα επιφανή κτίρια και ιδρύματα αλλά διαπερνούν όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Παράλληλα, υπάρχουν δύο βασικές συνθήκες που τοποθετούν την Ολλανδία σε μια ιδιαίτερη θέση σε σχέση με άλλα παραδείγματα. Αφενός, η ιδιωτική αγορά τέχνης δεν είναι μεγάλη, όπως για παράδειγμα στην Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο, πόλεις που συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό συλλεκτών, γκαλερύ και οίκων δημοπρασιών. Το κράτος που υπήρξε, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, κατά κύριο λόγο κράτος κοινωνικής πρόνοιας, επιδοτεί πάρα πολλές καλλιτεχνικές δραστηριοτήτες σε πολλές κλίμακες. Μεγάλα μουσεία και ιδρύματα, μικρά κέντρα και μεμονωμένοι καλλιτέχνες υποστηρίζονται οικονομικά από δημόσιους και δημοτικούς πόρους. Αφετέρου, το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας ανήκει σε στεγαστικές εταιρείες και όχι σε ιδιώτες, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτό δίνει την δυνάτοτητα για μεγάλες και σχετικά γρήγορες αστικές αναπλάσεις, με ό,τι επιπτώσεις αυτό συνεπάγεται.
Στην συνέχεια θα δούμε πώς οι δύο αυτοί παράγοντες επηρέασαν και συνεχίζουν να επηρεάζουν την πολιτιστική ζωή και την ανάπτυξη των ολλανδικών πόλεων με έμφαση στην πόλη του Rotterdam και συγκεκριμένα την γειτονιά του Oud Charlois που πρόσφατα θεσμοθετήθηκε ως «εικαστική ζώνη» (Rotterdam, Charlois, Woonstad, Vestia 2009).
2. Η θέση των τοπικών αρχών ως προς την αστική ανάπλαση και την θέση των καλλιτεχνών στην διαδικασία αναβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος
Οι Kooijman και Romein (2007) διακρίνουν τρεις διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις στην αστική ανάπτυξη στην Ολλανδία το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επικράτησε αυτό που ονομάζουν «αστική ανασυγκρότηση». Υπήρχε τεράστια έλλειψη κατοικιών, λόγω της 5ετούς παράλυσης του κατασκευαστικού τομέα και των ελάχιστων δυνατών επενδύσεων,καθώς και της μαζικής εισροής μεταναστών από την Ινδονησία το 1947 και της θεαματικής άυξησης των γεννήσεων που ακολούθησε τον πόλεμο. Έτσι δόθηκε προτεραιότητα στην κάλυψη των άμεσων στεγαστικών αναγκών του αυξανόμενου πληθυσμού με πολυκατοικίες, επιδοτούμενες κοινωνικές κατοικίες και συνθήκες λιτότητας.
Η γρήγορη και κακής ποιότητας κατασκευή και η αυξανόμενη οικονομική ευμάρεια τις επόμενες δεκαετίες, αποκάλυψε τον προβληματικό χαρακτήρα αυτών των περιοχών, περίπου την δεκαετία του 1970. Η πολιτική της «κλασσικής αστικής ανάπλασης)) διήρκησε από το 1973 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, συνέπεσε με το κράτος πρόνοιας και επικεντρώθηκε περισσότερο στις πόλεις ως περιοχές κατοικίας, με έμφαση σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα.
Αυτή η πολιτική μακροπρόθεσμα οδήγησε σε οικονομική δυσπραγία, διάβρωση της βιομηχανική βάσης των αστικών οικονομιών και στην νοητική σύνδεση των πόλεων με την κοινωνική παρακμή. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά επικρατεί η εικόνα της πόλης ως όχημα οικονομικής ανάπτυξης. Η αποσύνθεση των ευρωπαϊκών συνόρων και η αυξημένη κινητικότητα σε αναζήτηση εργασίας οδήγησαν τις ολλανδικές πόλεις να δώσουν περισσότερη έμφαση σε μια εικόνα που προωθεί τις δυνατότητές τους και κρύβει τις αδυναμίες τους, προκειμένου να γίνουν διεθνώς πιο ανταγωνιστικές. Αυτού του είδους η πολιτική οδήγησε αρχικά σε μεγάλα και εντυπωσιακά έργα, όπως θέατρα και μουσεία. (Kooijman, Romein, 2007) Η δεκαετία του 1970 άφησε πίσω της την πεποίθηση πως η Τέχνη συμβάλει στην ποιοτική εξέλιξη της κοινωνίας. Αυτό οδήγησε σε ένα σημαντικό αριθμό κρατικών κυρίως υποτροφιών και ιδρυμάτων που προωθούν τις τέχνες. Η καλλιτεχνική ζωή δεν αναπτύχθηκε υπό την παρουσία μιας δυνατής αγοράς τέχνης αλλά με αναθέσεις έργων δημόσιας και κοινωνικής τέχνης. Σταδιακά όμως οι καλλιτέχνες έγιναν εξαρτημένοι από τις κρατικές επιδοτήσεις.
Στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης οι προτεραιότητες της κοινωνίας επαναπροσδιορίζονται και ο λαϊκισμός θριαμβεύει, με αποτέλσμα την διάδοση της πεποίθησης πως οι καλλιτέχνες έχασαν την επαφή τους με την κοινωνία και κατέληξαν μια ελιτίστικη ομάδα.. Στην Ολλανδία αυτό αντανακλάται στην δήλωση του αντιισλαμιστή πολιτικού και μέλους της κυβέρνησης, Geert Wilders (2009) ότι «Η κυβέρνηση πρέπει τώρα να μειώσει όσα ξοδεύει σε αριστερίστικα χόμπυ, όπως τα δισεκατομύρια που δαπανούνται για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ανάπτυξη, το περιβάλλον, τις επιδοτήσεις τέχνης, τις προβληματικές γειτονιές, την κοινωνική ένταξη και όλα τα σχετικά.)).
H ανάπτυξη με στρατηγικό άξονα τον πολιτισμό είναι στενά συνδεδεμένη με την ιδιαίτερη τοπική ταυτότητα. H τοπική αυτοδιοίκηση αναγνωρίζει την σημασία της τοπικότητας, ειδικά στις πολυπολιτισμικές κοινότητες αλλά οι κεντρικές συζητήσεις γύρω από το θέμα πολλές φορές εστιάζουν στις οικονομικές προσδοκίες και αγνοούν την σημασία της τοπικότητας. Συνεπώς δημιουργούνται πολλές διαφορές μεταξύ της κυβερνητικής γραμμής και των πολιτικών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Για παράδειγμα, η προσέλκυση των δημιουργικών επαγγελματιών [creative industries] είναι ένας από τους 7 βασικούς στόχους του στρατηγικού σχεδίου προώθησης της πόλης του Amsterdam (Amsterdam, 2004).
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, έργα μεγάλης κλίμακας «αναβάθμισαν) το κέντρο της πόλης, που θεωρούνταν παρηκμασμένο, προσθέτοντας συμβατικές εμπορικές χρήσεις και εργολαβικές κατοικίες. Αυτό οδήγησε στην έξοδο πολλών δημιουργικών επαγγελματιών με προορισμό άλλες πόλεις και κυρίως το Rotterdam. Μετά την διαμαρτυρία πολλών πολιτιστικών ομάδων η πόλη διαπίστωσε την καταστροφή στο πολιτισμικό της κεφάλαιο και θέσπισε την διάθεση εγκαταλελειμένων κτιρίων, που βρίσκονται πλέον εκτός αγοράς, σε μικρές εταιρείες και καλλιτεχνικές ομάδες, προκειμένου να τους διασφαλίσει οικονομικές συνθήκες ύπαρξης και λειτουργίας (Kooijman, Romein 2007).
Στην περίπτωση του Rotterdam 5 από τα 10 χαρακτηριστικά με τα οποία προβάλεται ως πόλη αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα την πολιτιστική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στην πόλη. H πολιτιστική πολιτική της πόλης του Rotterdam έχει διαμορφωθεί γύρω από τρία βασικά θέματα: την συμμετοχή των πολιτών, την πολιτιστική εκπαίδευση και την διεθνοποίηση της πολιτιστικής σκηνής της πόλης (Rotterdam, 2007). Οι τοπικές αρχές αναγνωρίζουν ότι το βασικό πρόβλημα σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία είναι η ίση πρόσβαση όλων στον πολιτισμό και πιστεύουν πως οι μεμονωμένοι καλλιτέχνες μπορούν να συνεισφέρουν σε αυτό, σε βαθμό που τα μεγάλα πολιτιστικά ιδρύματα δεν μπορούν. Η αναμενώμενη δράση τους όμως δεν περιορίζεται στο να φέρουν νέο κοινό σε επαφή με την τέχνη αλλά συνδέεται και με την διεθνή εικόνα της πόλης.
Η πολιτική αναφέρει ρητά πως «δεν θα εστιάσουμε πλέον αποκλειστικά στην αναγνωρισμένη τέχνη και στα μεγάλα ιδρύματα αλλά στην ποιότητα της καλλιτεχνικής παραγωγής γενικά και στην προώθηση της σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.» (Rotterdam, 2007:2) Πάρα πολλοί εργαζόμενοι στο πολιτιστικό τμήμα του δήμου, ανέφεραν την σημασία της διεθνούς εικόνας της πόλης, όπως αυτή μεταδίδεται από στόμα σε στόμα. Καλλιτέχνες που έρχονται στην πόλη για μερικά χρόνια και μεταφέρουν τις εντυπώσεις τους για την καλλιτεχνική ανάπτυξη στο Rotterdam θεωρούνται οι πιο αξιοπίστοι μάρτυρες και επιθυμία της τοπικής αρχής είναι να μεταδόσουν την εικόνα μιας ζωντανής και ενεργής καλλιτεχνικής ζωής που θα επανατροφοδοτήσει την πόλη με νέα πρόσωπα.
Τέλος, σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει και η συμμετοχή των καλλιτεχνών στην αστική ανάπτυξη. Οι καλλιτέχνες καλούνται να συμμετέχουν ενεργά στον σχεδιασμό και την εκτέλεση του πολεοδομικού σχεδίου και να προσφέρουν στην αναβάθμιση των δημόσιων χώρων, συμπληρωματικά με τα υπόλοιπα μέτρα. Σε αντάλλαγμα, ο δήμος θα συνεχίσει να διαθέτει κτίρια και εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων και φτηνών χώρων κατοικίας, προκειμένου να διασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας.
3. Ο ρόλος των στεγαστικών εταιρειών στην αναβάθμιση προβληματικών περιοχών και στην υποστήριξη πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Οι στεγαστικές εταιρείες έχουν μια ιδιάζουσα θέση στην ολλανδική κοινωνία. Εμφανίστηκαν τον 19ο αιώνα, στο κλίμα της έντονης αστικοποίησης που δημιουργήθηκε από την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Αρχικά επρόκειτο για μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς με σκοπό την προώθηση κοινωνικών κατοικιών. Με την μεγάλη ανοικοδόμηση που ακολούθησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι στεγαστικές εταιρείες απέκτησαν μεγάλη ακίνητη περιουσία, φτάνοντας στο 42% του συνολικού αριθμού κατοικιών στην δεκαετία του 1990. (Priemus, 2006). Η Ολλανδία έχει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό κοινωνικών κατοικιών σε σχέση με τις άλλες ευρωπαικές χώρες, με το 37% του συνολικού αριθμού κατοικιών να υπάγεται στις κοινωνικές κατοικίες . Στο μερίδιο των στεγαστικών εταιρειών περιλαμβάνονται σήμερα και κατοικίες για μεσαία και μεγάλα εισοδήματα αλλά ειδικά στις προβληματικές περιοχές τα ποσοστά τους κειμένονται από το 50% μέχρι το 100%. (Priemus, 2006) Αυτονόητα λοιπόν παίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπλαση και αναβάθμιση των περιοχών αυτών. Το 1995 οι στεγαστικές εταιρείες απέκτησαν αυτόνομη οικονομική οντόντητα. Συνεπώς βρέθηκαν στην αντιφατική θέση να πρέπει να γίνουν ανταγωνιστικές στην αγορά αλλά και να συνεχίσουν να παρέχουν φτηνές κοινωνικές κατοικίες. Με το 95% των ενοικίων στην Ολλανδία να είναι ελεγχόμενα και το κράτος να ζητάει μεγαλύτερη συμμετοχή στην αναβάθμιση, όχι μόνο του κτιριακού αποθέματος αλλά και των δημόσιων χώρων, οι στεγαστικές εταιρείες βρεθηκαν σε μια δύσκολη θέση. Όταν ιδιωτικές εργολαβικές εταιρείες αναλαμβάνουν την αναβάθμιση μιας περιοχής, συνήθως ωθούν τους κατοίκους προς άλλες γειτονιές, προχωρούν στην κατεδάφιση των υπαρχόντων κτιρίων και στην κατασκευή νέων ελκυστικότερων και ακριβότερων κατοικιών. Αυτό φυσικά είναι μια μεγάλη βελτίωση στο τεχνητό τοπίο αλλά μια κοινωνική καταστροφή. Οι προήγουμενοι κάτοικοι μετατρέπονται σε «νομάδες της αστικής ανάπλασης» μετακινούμενοι από περιοχή σε περιοχή, όπου και για όσο μπορούν να αντεπεξέλθουν στα ενοίκια, οι κοινωνικοί δεσμοί που έχουν αναπτυχθεί χάνονται και τα προβλήματα μεταφέρονται σε άλλες υποβαθμισμένες περιοχές χωρίς να λύνονται. Πηγή: The Netherlands, Ministerie van VROM (2009) Cijfers over Wonen Wijken en Integratie 2009 Από το 1997 και μετά με την θέσπιση της «Νέας Αστικής Ανανέωσης» από το Υπουργείο Κατοικίας, Χωροταξικού Σχεδιασμού και Περιβάλλοντος (VROM, 1997) οι κοινωνικές κατοικίες θεωρούνται η αιτία των προβλημάτων στις παρηκμασμένες γειτονιές, αντί η λύση στα προβλήματα στέγασης που υπήρξαν μέχρι τότε.
Οι στεγαστικές εταιρείες που υιοθετούν ένα μοντέλο παρόμοιο με των εμπορικών εργολάβων συναντούν την δυσπιστία της κοινής γνώμης που τους κατηγορεί πως δεν εκπληρώνουν τον κοινωνικό τους ρόλο, παρόλο που διαθέτουν το κεφαλαίο που χρειάζεται για να επενδύσουν σε ανακαινίσεις των υπαρχόντων κτιρίων, που θα διατηρήσουν τους ίδιους κατοίκους. Η είσοδος των στεγαστικών εταιρειών στην ελεύθερη αγορά τις έφερε αντιμέτωπες και με την οικονομική κρίση. Πολλές εταιρείες αδυνατούν πλέον να πουλήσουν τα σπίτια που κατασκευάζουν, τα ενοίκια έχουν παγώσει και πολλές τηρούν στάση αναμονής. Παράλληλα προβληματικές περιοχές που ήταν ήδη υπό ανασυγκρότηση, έχουν μείνει στη μέση με κτίρια άδεια, περιμένοντας την κατεδάφιση ή οικόπεδα άδεια λόγω μιας ανέγερσης που αναβλήθηκε επ' αόριστο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε την ολλανδική παράδοση στην κατάληψη κτιρίων. Μέχρι τον Οκτώβριο του 2010, που αναθεωρήθηκε ο σχετικός νόμος, κάθε κτίριο που έμενε άδειο για περισσότερο απο 2 συνεχόμενα χρόνια μπορούσε να καταληφθεί και να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία. Ο νόμος αυτός βοήθησε την ανάπτυξη πάρα πολλών καλλιτεχνικών ιδρυμάτων και συνέβαλλε στην ανάπτυξη γειτονιών μέσα στις πόλεις.
Στην αντίθετη περίπτωση, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα που προορίζονται για κατεδάφιση παραμένουν άδεια για πολύ καιρό με αποτέλεσμα την παρακμή των γύρω δρόμων και την αύξησης της εγκληματικότητας. Με την κατάργιση του νόμου για τις καταλήψεις οι εταιρείες, διαπραγματεύονται με τους ενοίκους ή προσφέρουν τους χώρους αυτούς σε καλλιτέχνες για ένα πολύ χαμηλό αντίτιμο με αντάλλαγμα την συμφωνία πως θα φύγουν όποτε η εταιρεία είναι έτοιμη να προχωρήσει στην αξιοποίηση του κτιρίου.
Έτσι οι εταιρείες βρίσκουν προσωρινή λύση στα εν αναμονή κατεδάφισης άδεια κτίριά τους, οι γειτονιές δεν χάνουν την ζωτικότητά τους και οι αξίες γης παραμένουν στα ίδια επίπεδα ή και αυξάνονται. Με αυτό το σύστημα, που τείνει πλέον να αντικαταστήσει τις καταλήψεις συνεχίζουν να βρίσκουν χώρους πάρα πολλοί καλλιτέχνες. Κάποιοι από τους οργανισμούς που διαχειρίζονται τα κτίρια αυτά έχουν πάρει κερδοσκοπικό χαρακτήρα, προωθώντας την ιδέα μιας περιπετειώδους διαμονής και την ευχαρίστηση του να μένεις σε κτίρια που δεν είναι παραδοσικά προορισμένα για κατοίκηση, όπως σχολεία, στρατιωτικές εγκαταστάσεις κλπ. Κάποιοι άλλοιεπενδύουν αποκλειστικά στην εγκατάσταση και προώθηση νέων καλλιτεχνών και μικρών ομάδων, παρέχοντας φθηνούς χώρους σε νέους δημιουργικούς επαγγελματίες.
4. Δημιουργικές γειτονιές στο Rotterdam και το παράδειγμα του Oud Charlois
4.1 Rotterdam, μια νέα και δυναμική πόλη
Το Rotterdam αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση ολλανδικής πόλης. Οι τοπικές αρχές είδαν τον βομβαρδισμό της πόλης κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σαν την ευκαιρία να δημιουργήσουν μια νέα, σύγχρονη πόλη από το μηδέν. Όπως εξηγεί ο Ruud Breteler (2012), διευθυντής του πολιτιστικού τμήματος του Δήμου , η σύγχρονη ιστορία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στον δημιουργικό χαρακτήρα της. Σε σύγκριση με τον ολλανδικό μέσο όρο, το Rotterdam είναι μια πόλη που δεν γερνάει. Σύμφωνα με το Κέντρο Στατιστικής και Έρευνας της πόλης, το 2025 η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα θα είναι αυτή των νέων μεταξύ 25-30 ετών, σε αντίθεση με τον Ολλανδικό μέσο όρο, όπου θα κυριαρχούν οι ηλικίες μεταξύ 55-60. (Rotterdam COS, 2009) Το λιμάνι της πόλης εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο της Ευρώπης και δίνει τον χαρακτήρα στον τοπικό πληθυσμό. Το Rotterdam είναι μια εργατική πόλη. Έχει χαμηλότερο μέσο εκπαιδευτικό επίπεδο εργατικού δυναμικού και βασίσεται σε παραγωγή και εφοδιασμό έντασης κεφαλαίου.
Κατά συνέπεια, το βασικότερο σημείο στην τρέχουσα αναπτυξιακή πολιτική είναι η βελτίωση της εικόνας της πόλης προκειμένου να γίνει πιο ελκυστική σε νέους κατοίκους και εργατικό δυναμικό μεγαλύτερης εξειδίκευσης. Από τις τέσσερεις μεγάλες πόλεις της Ολλανδίας, μόνο το Rotterdam έχει επενδύσει άμεσα στην ενίσχυση της πολιτιστικής παραγωγής σε όλες τις κλίμακες: μεγάλα ιδρύματα, εκπαίδευση, συμμετοχή και ανάπτυξη ταλέντων και ανεξάρτητους καλλιτέχνες (Kooijman, Romein, 2007).
Επίσης, το Rotterdam είναι και η πόλη με τα περισσότερα φεστιβάλ, γεγονός που της έχει χαρίσει βραβεία και διεθνείς επαίνους. Επίσης μπορεί να καυχηθεί για τους πολυπληθείς καλλιτέχνες και μικρούς πολιτιστικούς επιχειρηματίες που βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλη την πόλη. Καταφέρνουν επιτυχώς να προσελκύουν καινούριο κοινό, τοπικό και διεθνές, χάρη στην μικρή τους κλίμακα, την μεταξύ τους συνεργασία και την αυξημένη κοινωνική τους συμμετοχή.
4.2 Oud Charlois, η προβληματική περιοχή που έγινε «Καλλιτεχνικό Χωριό»
Το 2007 έγινε μια λίστα με τις 40 πιο προβληματικές περιοχές της Ολλανδίας . Για την περίοδο μεταξύ 2008 και 2010 η κεντρική κυβέρνηση δαπάνησε 300 εκατομύρια ευρώ σε αυτές τις γειτονιές. Από αυτά 157 εκατομύρια προορίστηκαν για τα "Σχεδια Δράσης στις γειτονιές", 95 εκατομύρια για την αύξηση της συμμετοχής των πολιτών και 60 εκατομύρια για το άνοιγμα και την επικοινωνία των γειτονιών. Μόνο το 2008 20 εκατομύρια ξοδεύτηκαν αποκλειστικά για πρωτοβουλίες πολιτών. (Rijksoverheid, 2007) Η αύξηση της κοινωνικής συμμετοχής μέσα από πολτιστικές δραστηριότητες υπήρξε σημαντικό μέρος των «Σχεδίων δράσης στις γειτονιές) .
Έξι από τις γειτονιές στο Νότιο Rotterdam, συμπεριλαμβανομένου και του Oud Charlois, βρίσκονται σε αυτήν την λίστα. Το Oud Charlois ήταν ένα ανεξάρτητο αγροτικό χωριό μέχρι το 1895 που προσαρτήθηκε στον δήμο του Rotterdam, όταν ξεκίνησε η κατασκευή του λιμανιού. Η ταχεία επέκταση των πετρελαικών εταιρειών στο λιμάνι και το πρώτο αεροδρομίο που κατασκευάστηκε το 1919, οδήγησαν στην γρήγορη οικοδόμηση περιοχών εργατικής κατοικίας, γύρω από τον ιστορικό πυρήνα του χωριού.
Παρακείμενες γειτονιές όπως το Tarwewijk και το Carnisse χτίστηκαν την ίδια περίοδο, για τον ίδιο λόγο. Με την μεταφορά των βιομηχανιών του λιμανιού προς τις νέες προβλήτες και την επέκταση του κέντρου της πόλης προς τον νότο, το Oud Charlois έμεινε μια γειτονιά κατοικίας, που στεγάζει κυρίως μετανάστες. Η κακή ποιότητα και η παλαιότητα των σπιτιών απωθεί πιο εύπορους ενοικιαστές και η θέση του νότια του ποταμού δημιουργεί ένα νοητικό όριο, που πολλοί κάτοικοι του κέντρου δεν είναι διατεθιμένοι να περάσουν.
Στο Oud Charlois, οι εταιρείες Woonstad και Vestia κρατούν το 39% των κατοικιών, ενώ το 31% ανήκουν σε ιδιώτες (Rotterdam, Charlois, Woonstad, Vestia 2009).
5 Οργανωμένη καλλιτεχνική παρουσία στο Oud Charlois
Στα μέσα της δεκαετίας 2000-2010, όλο και περισσότερα κτίσματα βγήκαν εκτός της αγοράς ακινήτων, λόγω της κακής ποιότητας κατασκευής και η περιοχή σταδιακά παρήκμασε. Όπως σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, ο μεγάλος αριθμός άδειων ή φτηνών λόγω της κακής τους κατάστασης κτιρίων προσήλκυσε πολλούς καταληψίες και καλλιτέχνες που αναζητούσαν φτηνή στέγη και χώρους εργασίας. Η μεγάλη συγκέντρωση καλλιτεχνών οδήγησε το 2004 στην ίδρυση του NAC - Nieuwe Ateliers Charlois, ένα ίδρυμα με σκοπό την διαπραγμάτευση με τις στεγαστικές εταιρείες προκείμενου να παραχωρήσουν περισσότερους χώρους στους καλλιτέχνες.
5.1 Μοντέλο λειτουργίας του ιδρύματος
Οι απαρχές του ιδρύματος εντοπίζονται το 2001, όταν με αφορμή την επιλογή του Rotterdam ως ευρωπαϊκή πολιτιστική πρωτεύσουσα, ο Kamiel Verschuren , τώρα πρόεδρος του NAC, θέλησε να διοργανώσει μια εικαστική διαδρομή στο Charlois, που θα αναδείκνυε τους τοπικούς καλλιτέχνες. Λόγω του διασκορπισμού των καλλιτεχνών το επιχείρημα ήταν δύσκολο και τελικά ζήτησε από στεγαστικές εταιρείες να του παρέχουν άδεια σπίτια και μαγαζιά σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο. Μετά την επιτυχία της διοργάνωσης οι εταιρείες συμφώνησαν να παραχωρήσουν τους χώρους αυτούς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Την ίδια περίοδο, άλλοι καλλιτέχνες κατελάμβαναν τους άδειους χώρους, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη συγκέντρωση.
Το 2004 τέθηκε το θέμα της κατεδάφισης όλων των κτιρίων της οδού Wolphaertstraat. Τότε οι καλλιτέχνες ένοικοι αποφάσισαν να οργανωθούν σε ένα συλλογικό σώμα και να επενδύσουν από κοινού με την στεγαστική εταιρεία στην ανακαίνιση των σπιτιών. Το συλλογικό όργανο που προέκυψε είναι το NAC. Η αυθόρμητη διαδικασία με την οποία προέκυψε το ίδρυμα και η συμμετοχή σε αυτό ανθρώπων που ήθελαν κυρίως να εξασφαλίσουν φθηνές συνθήκες διαβίωσης έκαναν την λήψη αποφάσεων αρκετά χρονοβόρα.
Μετά από 8 χρόνια, στην πιο καθιερωμένη του μορφή το ίδρυμα φιλοξενεί περίπου 180 καλλιτέχνες, οι οποίοι πληρώνουν κάθε μήνα ένα χαμηλό ενοίκιο που διοχετεύεται στο πολιτιστικό ταμείο του ιδρύματος. Ένα ελάχιστο μέρος των χρημάτων δίνεται στις εταιρείες που παραχωρούν τους χώρους, αλλά το μεγαλύτερο μέρος επενεπενδύεται σε έργα με σκοπό την αναβάθμιση της κοινότητας. Αυτό επιτρέπει στους καλλιτέχνες που είναι ενεργοί και έχουν την διάθεση να εμπλακούν περισσότερο με την τοπική κοινωνία, να χρηματοδοτήσουν τις προτάσεις τους από το κοινό ταμείο. Στις περισσότερες χώρες η δυνατότητα να παρέχεις φθηνούς χώρους σε καλλιτέχνες θα ήταν το απότέλεσμα μιας δράσης, στο NAC είναι η αρχή.
Η οικονομική εξασφάλιση της ανεμπόδιστης λειτουργίας των καλλιτεχνών, χωρίς να πρέπει να ανησυχούν για την επιβίωσή τους, είναι μια επένδυση που αποδίδει σε ποιότητα. Το ίδρυμα προσπαθεί να δημιουργεί θέσεις εργασίας για τους καλλιτέχνες που ζουν εκεί και να οργανώσει δραστηριότητες στην γειτονιά χωρίς να απαιτεί την συμμετοχή όλων. Όσοι το επιθυμούν όμως, μπορούν να αδράξουν την ευκαιρία για να δημιουργήσουν μέσα στο πλαίσιο που δημιουργείται από αυτήν την οργανωμένη συλλογικότητα.
Το σύστημα αυτό φαίνεται να είναι κερδοφόρο για όλους: για αυτούς που ψάχνουν μόνο ένα φτηνό χώρο για να μείνουν ή να δουλέψουν, για αυτούς που θέλουν να δημιουργήσουν κοινωνική τέχνη στην περιοχή τους, για το ίδρυμα που λειτουργεί οικονομικά αυτόνομα και για τις στεγαστικές εταιρείες που κεδρίζουν χρόνο και χρήματα μέχρι να αποφασίσουν για το μέλλον των ακινήτων τους.
Μόνο η τοπική αυτοδιοίκηση εμφανίζεται ευχαριστημένη αλλά διστακτική απέναντι στο NAC, σύμφωνα με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Παρά την επιτυχία που φαίνεται να έχει στην συμμετοχή των κατοίκων και στην λήψη πρωτοβουλιών για την αναβάθμιση των δημόσιων χώρων, ο τοπικός δήμος φαίνεται να αγνοεί το ίδρυμα που παραπονιέται για αποφάσεις που παίρνονται κεκλεισμένων των θυρών και αφήνουν απέξω σημαντικούς τοπικούς παράγοντες. Από την μεριά τους, οι στεγαστικές εταιρείες φαίνονται ενθουσιώδεις με την τακτική αυτή και είναι πολύ πιο πρόθυμες να υποστηρίξουν την πρωτοβουλία ακόμη και να υποστηρίξουν παρόμοιες κοινότητες σε άλλες περιοχές. Σύμφωνα με τον Verschuren, το μοντέλο λειτουργίας του ιδρύματος είναι από τα λίγα που μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν και να ακμάζουν σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Αναφέρει πώς τα μοντέλα ανάπτυξης που περιγράφουν οι Lardy και Florida βασίζονται και λειτουργούν μόνο σε περιπτώσεις όπου υπάρχει οικονομική ανάπτυξη σε μια πόλη. Οι τωρινές σύνθηκες όμως σίγουρα δεν μας επιτρέπουν να συμπεριφερόμαστε με αυτόν τον τρόπο. Το NAC καταφέρνει να είναι αυτόνομο οικονομικά χάρη στην υπεραξία που δημιουργούν οι καλλιτέχνες με την δουλειά τους. Το ίδρυμα διαθέτει χρήματα από το ταμείο του για την βελτίωση των κτιρίων και των δημόσιων χώρων που τα περιβάλλουν. Οι καλλιτέχνες δουλεύουν για την πραγματοποίηση αυτών των έργων για λίγα χρήματα - τα οποία όμως είναι αξιοπρεπή, δεδομένου ότι τα πάγια έξοδά τους είναι σημαντικά μειωμένα λόγω του χαμηλού ενοικίου - και παράγουν ποιότητα που στην ελεύθερη αγορά θα κόστιζε πολύ περισσότερο. Σύμφωνα με τον Verschuren αυτός είναι ένας μοναδικός τρόπος αειθαλούς ανάπτυξης σε μικρή κλίμακα.
5.2 Παραδείγματα καλλιτεχνικών επεμβάσεων στο Oud Charlois
5.2.1 Stichting Kick, Kamiel Verschuren, Giuseppe Licari, Alain Hurel, Illegal Busstop 3081-3089, 2007 To έργο Illegal busstop 3081-3089, από τους καλλιτέχνες Kamiel Verschuren, Giuseppe Licari και Alain Hurel είναι «μια διαμαρτυρία των πολιτών ενάντια στο άρθρο 2.1.1 που απαγορεύει την συνεύρεση περισσότερων των τριών ατόμων σε συγκεκριμένους δημόσιους χώρους». (Licari, 2007) Το άρθρο αυτό αρχικά στόχευε στην απομάκρυνση των εμπόρων ναρκωτικών που συγκεντρώνονταν σε συγκεκριμένες πλατείες αλλά οδήγησε στην περαιτέρω υποβάθμιση των δημόσιων αυτών χώρων και τον διασκορπισμό των εμπόρων στους γύρω δρόμους. Για το έργο Illegal Busstop οι καλλιτέχνες δημιούργησαν μια κινητή στάση λεωφορείου, που μετατρεπόταν σε ένα προσωρινό υπαίθριο μπαρ. Σέρνοντας την στάση στους δημόσιους χώρους όπου απαγορευόταν η συγκέντρωση καλούσαν τους περαστικούς να σταθούν και να μιλήσουν για την χρήση του δημόσιου χώρου και την καλύτερη αξιοποίησή του, ώστε να καταργηθούν παρόμοιες διατάξεις. Η διαμαρτυρία τους φαίνεται να απέδωσε, μια και σε πολλά μέρη η πινακίδα που ανακοίνωνε το άρθρο αφαιρέθηκε και ειδικά σε μία περίπτωση, στην πλατεία Gouwplein, έδωσε την αφορμή για την αρχή ενός μεγάλου προγράμματος ανάπλασης της περιοχής με την συμμετοχή των κατοίκων, των στεγαστικών εταιρειών, του δήμου και του πανεπιστημίου του Delft.
5.2.2 Giuseppe Licari, Tetris Wall, 2009
Το έργο Tetris Wall είναι το αποτέλεσμα της ανταπόκρισης των κατοίκων του Charlois στην εγκατάσταση στην περιοχή τους μεγάλου αριθμού καλιτεχνών. Ο συγκεκριμένος τοίχος βρίσκεται σε μία προεξέχουσα γωνία στην συμβολή δύο δρόμων. Μέχρι το 2006 υπήρχε εκεί το έργο «De Klimmers» (οι Ορειβάτες) του ολλανδού Van Persie, αλλά μετά από 25 χρόνια και αρκετές ανακαινίσεις οι αρχές αποφάσισαν πως το έργο έπρεπε να αφαιρεθεί. Η Jannie Hommes , κάτοικος της περιοχής εξηγεί πως το έργο του διάσημου καλλιτέχνη, έδινε χαρακτήρα στην γειτονιά και είλκυε αρκετούς τουρίστες που ερχόντουσαν να το δουν: «Όλοι θεωρούσαμε αυτόν τον τοίχο δικό μας. Δεν θέλαμε να μείνει άδειος.»
Έτσι το 2006 μια ομάδα 12 κατοίκων της περιοχής, συγκέντρωσαν το ποσό των 20.000 ευρώ και διοργάνωσαν τον διαγωνισμό «Kunst op kopgevel» για το καινούριο έργο. H Hommes αναφέρει πως η συγκέντρωση τόσο πολλών καλλιτεχνών ήταν πολύ σημαντική για την απόφασή τους να οργανώσουν τον διαγωνισμό και γι'αυτό επέλεξαν ναεπιτρέψουν την συμμετοχή μόνο σε τοπικούς καλλιτέχνες. Νικητής του διαγωνισμού αναδείκτηκε ο καλλιτέχνης Giuseppe Licari με το έργο Tetris Wall, μια οθόνη του διάσημου παιχνιδιού όπου οι σημαίες των κρατών σχηματίζουν τα κομμάτια που πέφτουν.
6. Μπορεί πράγματι η παρουσία καλλιτεχνών να αποδειχθεί ουσιαστικά επικερδής για την αναβάθμιση και ανάδειξη προβληματικών περιοχών;Προκειμένου να βελτιωθεί η εικόνα μιας περιοχής δεν αρκεί να δουλέψει κανείς για την εικόνα της. Πρέπει να δουλέψει στην ίδια την περιοχή. Όπως είπε και ο Seth Godin, ιδρυτής της εταιρείας Squidoo: "Το κλειδί στο να αποκτήσεις την φήμη πως είσαι ιδιοφυΐα, είναι να είσαι όντως, όχι απλά να δείχνεις ότι είσαι." Όπως εξηγεί το Luc Jonger της εταιρείας Vestia, οι κάτοικοι του Oud Charlois βρίσκουν ενδιαφέρουσα την παρουσία των καλλιτεχνών στην γειτονιά τους. Το γεγονός πώς σύμφωνα με τα στοιχεία τους ο μέσος χρόνος παραμονής στο ίδιο διαμέρισμα έχει αυξηθεί δείχνει πως οι άνθρωποι θέλουν να μείνουν στη γειτονιά και δεν την θεωρούν έναν ενδιάμεσο σταθμό, πρωτού μετακομίσουν σε μια καλύτερη περιοχή. Την ικανοποίηση της Vestia εξέφρασε και ο Gerben Vrijkorte , υπεύθυνος της περιοχής για την ίδια εταιρεία, ο οποίος ανέφερε πως θεωρούν επιτυχή την συνεργασία τους με το NAC και έχουν ήδη προγραμματίσει την προσέλκυση καλλιτεχνών στην περιοχή Afrikanderwijk, επίσης στο νότιο μέρος της πόλης. Ο Δείκτης Ζωτικότητας (VROM) των περιοχών είναι μια εθνική βάση δεδομένων που υπολογίζει τις συνθήκες ζωής στις ολλανδικές γειτονιές, με βάση 49 διαφορετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων της ποιότητας και τύπου των κατοικιών, τις δημόσιες υπηρεσίες, την πρόσβαση στην φύση, την κοινωνική συνοχή, τον δημόσιο χώρο κλπ. Συγκρίνοντας το Charlois to 2002 και το 2012 η περιοχή έχει βελτιωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία, αλλά ακόμα παρουσιάζει αρνητικές επιδόσεις σχεδόν σε όλους τους τομείς που μετρά ο Δείκτης.
Παρ'όλα αυτά, άλλοι δείκτες φαίνονται επίσης να βελτιώνονται. Το μέσο εισόδημα ανεβαίνει τα τελυταία χρόνια αργά αλλά σταθερά, η απασχόληση και το επίπεδο εκπαίδευσης των κατοίκων το ίδιο. Η ανεργία έχει μειωθεί από 17.5% το 2004 σε 9.8% το 2008, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της πόλης. (Rotterdam, Charlois, Woonstad, Vestia 2009).
Ακόμα και στην καθημερινή ζωή όμως οι διαφορές είναι αισθητές. Τα μικρά μαγαζιά της περιοχής πληθαίνουν και τα καταστήματα υλικών επεκτείνονται για να εξυπηρετήσουν την νέα αγορά. Ο μέσος όρος ηλικίας έχει κατέβει και σε πολλές περιπτώσεις μικρές ομάδες κατοίκων έχουν προσεγγίσει το ίδρυμα NAC για να ζητήσουν βοήθεια στην διοργάνωση κάποιας δραστηριότητας ή στην χρήση των χώρων του ιδρύματος για δικές τους πρωτοβουλίες, αυξάνοντας έτσι περισσότερο τις ευκαιρίες επαφών μεταξύ των καλλιτεχνών και των άλλων κατοίκων του Oud Charlois.
6.1 Αντίλογος
Υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις στην χρήση της δημιουργικότητας ως εργαλείο αστικής ανάπλασης. Οι Bavo (2007) φτάνουν να καταγγείλουν τον φόνο της δημιουργικότητας στο Rotterdam, υποστηρίζοντας πώς η υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης ιδέας της «δημιουργικότητας», όπως ορίζεται από τον Florida, την υποδουλώνει στην φιλοδοξία των πολέων να ξεχωρίσουν στον διεθνή ανταγωνισμό, χωρίς να προσφέρει στην εκ των έσω βελτίωση και κοινωνική συνοχή. Αντιθέτως απορροφούν την κοινωνικά ενεργή συμπεριφορά των δημιουργικών ομάδων, οικειοποιούμενοι τακτικές παραδοσιακά συνυφασμένες με τον κοινωνικό τους ρόλο, όπως συμμετοχή, αυθεντικότητα και αυτοοργάνωση (Bavo, 2009). Σίγουρα η μεταφορά πιο ευκατάστατων κατοίκων με υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο βελτιώνει τις στατιστικές, αλλά πολλές φορές οδηγεί σε «δημιουργικά γκέτο», απομονωμένα από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Η παρουσίαση της αστικής ανάπτυξης μέσω του πολτισμού που παρουσίαζεται σαν πανάκεια είναι απλά κοντόφθαλμη και υποτιμά την αξία της τέχνης και του πολιτισμού για τους ανθρώπους μιας συγκεκριμένης τοπικής κοινωνίας. Από την άλλη, όσο οι κυβερνήσεις ψάχνουν για άμεσες ενδείξεις οικονομικής κερδοφορίας, θα συνεχίσουν να υποτιμούν τις δυνατότητες μακροπρόθεσμης βελτίωσης που μπορεί να φέρει η πολιτιστική αστική ανάπτυξη, όσον αφορά την συνδιαλλαγή με τις τοπικές κοινωνικές ομάδες (Miles, Paddison, 2005). Μένει λοιπόν να εξεταστεί περαιτέρω πόσο οι καλλιτέχνες καταφέρνουν πράγματι να προσεγγίσουν τις περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες και πόσο καταφέρνουν μακροπρόθεσμα να συμβάλλουν στην διαρκή συμμετοχή τους στα κοινά. Όπως φαίνεται στις πολιτικές προθέσεις της πόλης του Rotterdam υπάρχει η διάθεση να υποστηρίξουν πρωτοβουλίες που ωθούν τους καλλιτέχνες να βγουν από τις γκαλερύ στο δρόμο και να προσανατολίσουν την δουλειά του στις κοινωνικές ανάγκες της εποχής. Όμως είναι ανίκανοι να σκεφτούν έξω από ένα σύστημα που βασίζεται στις επιδοτήσεις, δηλαδή στην χρηματοδότηση πρωτοβουλιών που βρίσκουν μόνες τους το δρόμο για την αναζήτηση αυτών των χρημάτων. Όσο κυριαρχεί η λογική «Κάντε κοινωνική τέχνη κι εμείς θα σας υποστηρίξουμε», η αστική ανάπτυξη μέσω του πολιτισμού θα παραμείνει ένα συμπλήρωμα στις σκληροπυρηνικές οικονομικές διαδικασίες που κινούν τα νήματα. Θα ήταν εποικοδομιτικότερο ο δήμος να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για τους διαθέσιμους καλλιτέχνες. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορεί να κατευθύνει την καλλιτεχνική παραγωγή προς τους τομείς της κοινωνίας που το έχουν περισσότερο ανάγκη και να εξασφαλίσει την ουσιώδη συμμετοχή των δημιουργικών επαγγελματιών στην αστική ανάπτυξη. Στο άλλο άκρο του νήματος, με την συνεχή παρακμή των κρατικών θεσμών, την αδυναμία τους να υποκινήσουν ή ακόμα και να προωθήσουν την ανάπτυξη μέσω του πολιτισμού, μοιραία περισσότερες ευθύνες θα έρθουν στα χέρια μικρότερων και πιο ευέλικτων σχημάτων. Αυτό που διαφαίνεται από την περίπτωση του ιδρύματος NAC είναι ότι όταν οι άνθρωποι είναι διατεθιμένοι να πάρουν την ευθύνη στα χέρια τους, μπορούν να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες για την προσωπική και κοινωνική τους ανάπτυξη και να συμβάλουν ακόμα και στην αναβάθμιση του αστικού τοπίου μέσα στο οποίο δρουν. Όπως το έθεσε ο Verschuren «Όταν είσαι καλλιτέχνης θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο. Πρέπει όμως να καταλάβεις πως μπορείς να αλλάξεις μόνο τον κόσμο στον οποίο έχεις άμεση πρόσβαση, γιατί μόνο εκεί μπορείς να αναλάβεις ολόκληρη την ευθύνη για τις πράξεις σου.» Έτσι μπορούμε να μιλάμε για μικρές πρωτοβουλίες που βελτιώνουν τοπικά και σταδιακά, καθώς πολλαπλασιάζονται, μεγαλύτερες περιοχές, καθώς περισσότεροι άνθρωποι διατίθενται να αναλάβουν την ευθύνη για το κομμάτι που τους αναλογεί. Η ανάληψη ευθυνών από μικρές αυτόνομες ομάδες απαλλάσει τις τοπικές αρχές από την δική τους ευθύνη. Και όταν οι πρωτοβουλίες συμβάλλουν στην βελτίωση των συνθηκών για το ευρύτερο σύνολο, δεν είναι μόνο καλοδεχούμενες, είναι και επιθυμητές.
6.2 Πώς μπορεί το παράδειγμα του Oud Charlois να φανεί χρήσιμο στην Ελλάδα;
Είδαμε πως η επιτυχία του συγκεκριμένου παραδείγματος οφείλεται στην αυξημένη πρωτοβουλία των καλλιτεχνών, στην σύμπραξη των στεγαστικών εταιρειών και υπό την αιγίδα των δημοτικών αρχών. Στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για τέτοιας κλίμακας αστικές αναπλάσεις μέσω της τέχνης, γιατί λείπει το υπόβαθρο των στεγαστικών εταιρειών που διαχειρίζονται μεγάλα σύνολα συγκεντρωμένων κτιρίων και χώρων. Αυτό που θεωρούμε όμως ότι μπορεί να φανεί χρήσιμο στα ελληνικά συμφραζόμενα είναι η έμμεση υποστήριξη που μπορούν να απολαμβάνουν οι καλλιτέχνες προκειμένου να μπορέσουν να προσφέρουν στην τοπική τους κοινωνία. Στην παρούσα συγκυρία υπάρχουν πολλοί χώροι που έχουν μείνει σε αχρησία. Επιχειρήσεις που κλείνουν θα μπορούσαν να διαθέσουν τους χώρους τους για καλλιτεχνικούς σκοπούς, αποκομίζοντας ένα μικρό όφελος που να εξασφαλίζει τα έξοδα συντήρησης και παράλληλα προλαμβάνουν την υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος, που μοιραία θα οδηγήσει και στην υποτίμηση της αξίας της δικής τους περιουσίας. Με το κράτος να χάνει ολοένα και περισσότερο τον έλεγχο πάνω στην δημόσια ζωή, τους δημόσιους χώρους και να αδυνατεί να εξυπηρετήσει έστω και τις στοιχειώδεις ανάγκες των πολιτών του σημαίνει πώς απαιτείται η λήψη περισσότερων πρωτοβουλιών από την μεριά των δεύτερων. Βλέπουμε πώς ήδη η οικονομική κατάρρευση της χώρας έχει οδηγήσει στην δημιουργία κοινοτήτων που αλληλοστηρίζονται, σε κοινωνικές κουζίνες, κατάληψη άδειων κτιρίων και χώρων και στην δημιουργία ή συντήρηση πάρκων και άλλων δημόσιων χώρων. Πρωτοβουλία όμως σημαίνει και ευθύνη για το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούμε. Αυτό που στην Ολλανδία είναι οργανικά ιδρυματοποιημένο, στην Ελλάδα μπορεί να αποκαλύψει μια ευκαιρία κρυμμένη στην κοινωνική συνεργασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου