Του Γιάννη Παπαθεοδώρου, Αυγή, 29.08.2011
Με τον κίνδυνο να μείνει πολιτικά απομονωμένη μπροστά στις αδιέξοδες τελικές επιλογές της, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας αποφάσισε, την τελευταία στιγμή της ψήφισης του νομοσχεδίου, να παραχωρήσει την καθολική εκλογή του πρύτανη με αντάλλαγμα τη διαβεβαίωση για κατάργηση του ασύλου. Κάπως έτσι, ένα νομοσχέδιο που απαιτούσε τις μέγιστες δυνατές συναινέσεις κατέληξε να ψηφιστεί με τους ελάχιστους δυνατούς συμβιβασμούς. Με ένα «κλικ δεξιά», η νέα «μεταρρύθμιση» ισορρόπησε πάνω σε νέες επικοινωνιακές συμμαχίες που δεν τόλμησαν, ωστόσο, να θέσουν σε κριτική τον σκληρό πυρήνα του νομοσχεδίου : την αλλοίωση των «νομολογιακών δεδομένων» του άρθρου 16 και την απομείωση της ακαδημαϊκής φυσιογνωμίας των σπουδών και της έρευνας στο δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Καλοδεχούμενες ήταν, βέβαια, οι αλλαγές της τελευταίας ώρας. Μόνο που δεν ήταν μόνο αυτές οι μείζονες εγγυήσεις, τις οποίες απαιτούσε η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα, εδώ κι ένα χρόνο. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, συνοπτικά τι έμεινε «έξω» από αυτή τη «μεταρρύθμιση» και τι αποτελεί στοιχείο της περαιτέρω βελτίωσης του νόμου, στην κατεύθυνση που ανέδειξε ο δημόσιος διάλογος. Σχηματικά, λόγω έλλειψης χώρου, θα αναφερθώ σε πέντε σημεία, που αποτελούν, νομίζω, τα κεντρικά διακυβεύματα της «επόμενης μέρας»:
Η αποδυνάμωση της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, σύμφωνα και με την έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής, προκαλεί αμφιβολίες για τη συνταγματική νομιμότητα του νομοθετήματος σε επιμέρους σημεία, ή τουλάχιστον, σε εκείνα που αφορούν τον σκληρό πυρήνα του. Ειδικότερα, σοβαρές ενστάσεις εγείρονται για τη λειτουργία του Συμβουλίου Ιδρύματος, στο οποίο ανατίθενται αρμοδιότητες, (απόφαση για τον Οργανισμό και τον εσωτερικό κανονισμό των ιδρυμάτων, διορισμός και παύση των πανεπιστημιακών αρχών), οι οποίες είναι πράξεις και ενέργειες διοικητικού και όχι εποπτικού/ελεγκτικού χαρακτήρα. Είναι προφανές πως η αλλαγή αυτής της λειτουργίας δεν αλλάζει με ποσοτικές ποσοστώσεις εσωτερικών και εξωτερικών μελών αλλά με ουσιαστικό ανακαθορισμό αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου, και ταυτόχρονη αναβάθμιση της Συγκλήτου, η οποία πρέπει να παραμείνει το κυρίαρχο όργανο της αυτοδιοίκησης του Παν/μίου.
Η χρηστή, αποτελεσματική και αξιοκρατική διοίκηση περνάει υποχρεωτικά μέσα από τη διευρυμένη δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων. Στην κατεύθυνση αυτή, όλα τα μονοπρόσωπα όργανα διοίκησης (πρύτανης, αντιπρυτάνεις, κοσμήτορες, διευθυντές προγραμμάτων σπουδών) πρέπει να εκλέγονται από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα. Μετά το δειλό βήμα που έκανε η κυβέρνηση στην καθολική ψηφοφορία για την εκλογή του πρύτανη, οφείλει τώρα να διευρύνει τη διαδικασία συμμετοχής των εκλεκτόρων και για τα υπόλοιπα όργανα. Ειδικότερα για τους κοσμήτορες, με τον αναβαθμισμένο ρόλο τους, θα πρέπει να προβλεφθεί η εκλογή τους από τα μέλη ΔΕΠ της σχετικής Σχολής.
Επείγει η πλήρης αποκατάσταση των Τμημάτων ως εκπαιδευτικών μονάδων, που αντιστοιχούν σε αναγνωρισμένα επιστημονικά αντικείμενα, για τα οποία χορηγούνται τα σχετικά πτυχία. Επίσης, οι εκλογές μελών ΔΕΠ αλλά και οι εξελίξεις του υπάρχοντος εκπαιδευτικού προσωπικού πρέπει να γίνονται από επιτροπές μελών ΔΕΠ με ευθύνη των Τμημάτων (και όχι του Κοσμήτορα), με άξονα τη συνάφεια του αντικειμένου.
Στο νομοσχέδιο δεν υπάρχει σαφής δέσμευση για δημόσια χρηματοδότηση της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας. Η ένταξη, μάλιστα, των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας σε ένα Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου ενδέχεται να αυξήσει τις πιέσεις της αγοράς στο ακαδημαϊκό προϊόν της έρευνας.
Τέλος, ιδιαίτερα προβληματική είναι η μη κατοχύρωση της φοιτητικής συμμετοχής, η υποβάθμιση των πτυχίων μέσω της αποσύνδεσής τους από συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο (άρα, και από το αντίστοιχο περιεχόμενο σπουδών, που οδηγεί σε συγκεκριμένο πτυχίο) και η έλλειψη σαφούς στήριξης της φοιτητικής μέριμνας.
Είναι σαφές πως το νομοσχέδιο πάσχει από αντιφάσεις που υπονομεύουν την εσωτερική συνοχή του και θα οδηγήσουν σε δυσλειτουργίες της ακαδημαϊκής ζωής, σε φαινόμενα ολιγαρχίας και πολυαρχίας, σε συγχύσεις ρόλων και αρμοδιοτήτων. Πολλές από τις γκρίζες ζώνες του θα κριθούν από την τελική νομική ρύθμιση, ενδεχομένως και με τη συνδρομή του ΣΤΕ. Στα θετικά του, ωστόσο, πρέπει να προσμετρηθεί η αναβάθμιση της Σχολής, η αυτονομία του Ιδρύματος στη σύνταξη του εσωτερικού Οργανισμού, η κινητικότητα φοιτητών και διδασκόντων καθώς και η ενίσχυση της κοινωνικής λογοδοσίας.
Παρ’ όλα τα θετικά και τα αρνητικά του στοιχεία, ωστόσο, η εφαρμογή του νόμου θα κριθεί στην πράξη, με ανοιχτά πανεπιστήμια και με τη δημοκρατική συμμετοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας, που θα εμποδίσει τις πιθανές «δοτές διοικήσεις» να προσφέρουν «με διαπιστωτικές πράξεις» τις πρόθυμες υπηρεσίες τους. Η κρίσιμη δύναμη των πανεπιστημιακών που συμμετείχαν με τις προτάσεις τους αλλά και των αγώνα τους για την υπεράσπιση και τη μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου θα αποτελέσει τη νέα ασπίδα της νομιμότητας. Προς το παρόν, το υπουργείο θριαμβολογεί επειδή «κέρδισε την παρτίδα». Αν η πολιτική όμως κρίνεται κυρίως από τη διαχείριση των συμβόλων, τότε η εκλογή του πρύτανη από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας, μπορεί να θεωρηθεί ως εκείνο το πολιτικό σύμβολο που ανοίγει το παιχνίδι για να κριθούν και τα «ρέστα». Η επόμενη μέρα των ελληνικών ΑΕΙ θα είναι μια ενδιαφέρουσα μέρα, κυρίως επειδή βρίσκει την ακαδημαϊκή κοινότητα περισσότερο ενωμένη, από οποιαδήποτε άλλη φορά. «Είναι κι αυτό μια στάσις?, νοιώθεται», που θα έλεγε κι ο Καβάφης.
Με τον κίνδυνο να μείνει πολιτικά απομονωμένη μπροστά στις αδιέξοδες τελικές επιλογές της, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας αποφάσισε, την τελευταία στιγμή της ψήφισης του νομοσχεδίου, να παραχωρήσει την καθολική εκλογή του πρύτανη με αντάλλαγμα τη διαβεβαίωση για κατάργηση του ασύλου. Κάπως έτσι, ένα νομοσχέδιο που απαιτούσε τις μέγιστες δυνατές συναινέσεις κατέληξε να ψηφιστεί με τους ελάχιστους δυνατούς συμβιβασμούς. Με ένα «κλικ δεξιά», η νέα «μεταρρύθμιση» ισορρόπησε πάνω σε νέες επικοινωνιακές συμμαχίες που δεν τόλμησαν, ωστόσο, να θέσουν σε κριτική τον σκληρό πυρήνα του νομοσχεδίου : την αλλοίωση των «νομολογιακών δεδομένων» του άρθρου 16 και την απομείωση της ακαδημαϊκής φυσιογνωμίας των σπουδών και της έρευνας στο δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Καλοδεχούμενες ήταν, βέβαια, οι αλλαγές της τελευταίας ώρας. Μόνο που δεν ήταν μόνο αυτές οι μείζονες εγγυήσεις, τις οποίες απαιτούσε η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα, εδώ κι ένα χρόνο. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, συνοπτικά τι έμεινε «έξω» από αυτή τη «μεταρρύθμιση» και τι αποτελεί στοιχείο της περαιτέρω βελτίωσης του νόμου, στην κατεύθυνση που ανέδειξε ο δημόσιος διάλογος. Σχηματικά, λόγω έλλειψης χώρου, θα αναφερθώ σε πέντε σημεία, που αποτελούν, νομίζω, τα κεντρικά διακυβεύματα της «επόμενης μέρας»:
Η αποδυνάμωση της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, σύμφωνα και με την έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής, προκαλεί αμφιβολίες για τη συνταγματική νομιμότητα του νομοθετήματος σε επιμέρους σημεία, ή τουλάχιστον, σε εκείνα που αφορούν τον σκληρό πυρήνα του. Ειδικότερα, σοβαρές ενστάσεις εγείρονται για τη λειτουργία του Συμβουλίου Ιδρύματος, στο οποίο ανατίθενται αρμοδιότητες, (απόφαση για τον Οργανισμό και τον εσωτερικό κανονισμό των ιδρυμάτων, διορισμός και παύση των πανεπιστημιακών αρχών), οι οποίες είναι πράξεις και ενέργειες διοικητικού και όχι εποπτικού/ελεγκτικού χαρακτήρα. Είναι προφανές πως η αλλαγή αυτής της λειτουργίας δεν αλλάζει με ποσοτικές ποσοστώσεις εσωτερικών και εξωτερικών μελών αλλά με ουσιαστικό ανακαθορισμό αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου, και ταυτόχρονη αναβάθμιση της Συγκλήτου, η οποία πρέπει να παραμείνει το κυρίαρχο όργανο της αυτοδιοίκησης του Παν/μίου.
Η χρηστή, αποτελεσματική και αξιοκρατική διοίκηση περνάει υποχρεωτικά μέσα από τη διευρυμένη δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων. Στην κατεύθυνση αυτή, όλα τα μονοπρόσωπα όργανα διοίκησης (πρύτανης, αντιπρυτάνεις, κοσμήτορες, διευθυντές προγραμμάτων σπουδών) πρέπει να εκλέγονται από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα. Μετά το δειλό βήμα που έκανε η κυβέρνηση στην καθολική ψηφοφορία για την εκλογή του πρύτανη, οφείλει τώρα να διευρύνει τη διαδικασία συμμετοχής των εκλεκτόρων και για τα υπόλοιπα όργανα. Ειδικότερα για τους κοσμήτορες, με τον αναβαθμισμένο ρόλο τους, θα πρέπει να προβλεφθεί η εκλογή τους από τα μέλη ΔΕΠ της σχετικής Σχολής.
Επείγει η πλήρης αποκατάσταση των Τμημάτων ως εκπαιδευτικών μονάδων, που αντιστοιχούν σε αναγνωρισμένα επιστημονικά αντικείμενα, για τα οποία χορηγούνται τα σχετικά πτυχία. Επίσης, οι εκλογές μελών ΔΕΠ αλλά και οι εξελίξεις του υπάρχοντος εκπαιδευτικού προσωπικού πρέπει να γίνονται από επιτροπές μελών ΔΕΠ με ευθύνη των Τμημάτων (και όχι του Κοσμήτορα), με άξονα τη συνάφεια του αντικειμένου.
Στο νομοσχέδιο δεν υπάρχει σαφής δέσμευση για δημόσια χρηματοδότηση της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας. Η ένταξη, μάλιστα, των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας σε ένα Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου ενδέχεται να αυξήσει τις πιέσεις της αγοράς στο ακαδημαϊκό προϊόν της έρευνας.
Τέλος, ιδιαίτερα προβληματική είναι η μη κατοχύρωση της φοιτητικής συμμετοχής, η υποβάθμιση των πτυχίων μέσω της αποσύνδεσής τους από συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο (άρα, και από το αντίστοιχο περιεχόμενο σπουδών, που οδηγεί σε συγκεκριμένο πτυχίο) και η έλλειψη σαφούς στήριξης της φοιτητικής μέριμνας.
Είναι σαφές πως το νομοσχέδιο πάσχει από αντιφάσεις που υπονομεύουν την εσωτερική συνοχή του και θα οδηγήσουν σε δυσλειτουργίες της ακαδημαϊκής ζωής, σε φαινόμενα ολιγαρχίας και πολυαρχίας, σε συγχύσεις ρόλων και αρμοδιοτήτων. Πολλές από τις γκρίζες ζώνες του θα κριθούν από την τελική νομική ρύθμιση, ενδεχομένως και με τη συνδρομή του ΣΤΕ. Στα θετικά του, ωστόσο, πρέπει να προσμετρηθεί η αναβάθμιση της Σχολής, η αυτονομία του Ιδρύματος στη σύνταξη του εσωτερικού Οργανισμού, η κινητικότητα φοιτητών και διδασκόντων καθώς και η ενίσχυση της κοινωνικής λογοδοσίας.
Παρ’ όλα τα θετικά και τα αρνητικά του στοιχεία, ωστόσο, η εφαρμογή του νόμου θα κριθεί στην πράξη, με ανοιχτά πανεπιστήμια και με τη δημοκρατική συμμετοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας, που θα εμποδίσει τις πιθανές «δοτές διοικήσεις» να προσφέρουν «με διαπιστωτικές πράξεις» τις πρόθυμες υπηρεσίες τους. Η κρίσιμη δύναμη των πανεπιστημιακών που συμμετείχαν με τις προτάσεις τους αλλά και των αγώνα τους για την υπεράσπιση και τη μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου θα αποτελέσει τη νέα ασπίδα της νομιμότητας. Προς το παρόν, το υπουργείο θριαμβολογεί επειδή «κέρδισε την παρτίδα». Αν η πολιτική όμως κρίνεται κυρίως από τη διαχείριση των συμβόλων, τότε η εκλογή του πρύτανη από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας, μπορεί να θεωρηθεί ως εκείνο το πολιτικό σύμβολο που ανοίγει το παιχνίδι για να κριθούν και τα «ρέστα». Η επόμενη μέρα των ελληνικών ΑΕΙ θα είναι μια ενδιαφέρουσα μέρα, κυρίως επειδή βρίσκει την ακαδημαϊκή κοινότητα περισσότερο ενωμένη, από οποιαδήποτε άλλη φορά. «Είναι κι αυτό μια στάσις?, νοιώθεται», που θα έλεγε κι ο Καβάφης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου