Η επικέντρωση των συζητήσεων γύρω από το πρόβλημα της διοίκησης των πανεπιστημίων, με αφορμή το πρόσφατο σχέδιο νόμου, μόνο κακό κάνει στην υπόθεση της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Και αυτό γιατί, παραμερίζει το πρόβλημα των σπουδών, την ουσία δηλαδή της εκπαίδευσης. Με ή χωρίς συγκεντρωτική διοίκηση, με ή χωρίς άμεσα εκλεγμένα, από το σύνολο του ΔΕΠ, όργανα, το πανεπιστήμιο θα διοικηθεί με κάποιο τρόπο και θα λειτουργήσει. Το ζήτημα είναι αν θα λειτουργήσει προς όφελος των ανθρώπων της εργασίας, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Το πρόβλημα των σπουδών, συνίσταται σε μερικά κομβικά σημεία που είναι:
α. Ποιοι εισάγονται στα ΑΕΙ, με ποια προσόντα και με ποιο τρόπο.
β. Πως κατανέμονται οι εισακτέοι στα τμήματα των σχολών και ποιες δυνατότητες εσωτερικής μετακίνησης διαθέτουν.
γ. Πως διαρθρώνονται τα προγράμματα σπουδών ανά αντικείμενο (σε πτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο) και τι σχέση έχουν με τις απαιτήσεις της εγχώριας και παγκόσμιας αγοράς εργασίας αλλά και την ανάπτυξη της χώρας.
δ. Πως αναδιαρθρώνονται σχολές και τμήματα σε όλη την επικράτεια και πως συνδέονται με τις παραγωγικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής.
Η υπόθεση των σπουδών δεν είναι θέμα που θα λυθεί από τα πολιτικά κόμματα, τους διδάσκοντες, ή τους τοπικούς παράγοντες. Είναι έργο ομάδων ειδικών και πρέπει να γίνει με νηφαλιότητα, με γνώση της διεθνούς εμπειρίας και των σημερινών παγκόσμιων απαιτήσεων. Οι λύσεις που θα προταθούν θα πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους διαθέσιμους πόρους, την ιστορία των ιδρυμάτων, το διαθέσιμο επιστημονικό δυναμικό, αλλά και κάτι ακόμα. Τους παραγωγικούς τομείς στους οποίους σκοπεύουμε να αναπτυχθούμε ως χώρα, στο άμεσο μέλλον.
Α. Θεωρούμε δεδομένο ότι μετά την αναδιάρθρωση τμημάτων και σχολών και την ορθολογική κατανομή των διαθέσιμων πόρων, ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ και ΑΤΕΙ θα μειωθεί δραστικά. Ο αναγκαίος αυτός περιορισμός φέρνει ξανά και επιτακτικά στο προσκήνιο τον τρόπο εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση. Το θέμα δεν είναι τεχνικό, είναι πολιτικό. Στο λύκειο έχουμε να λύσουμε καταρχήν 2 προβλήματα. Το πρώτο αφορά το είδος και η έκταση της ύλης των μαθημάτων της γενικής παιδείας, που επηρεάζει άμεσα την κουλτούρα του κάθε νέου και νέας. Το δεύτερο αφορά το είδος και την έκταση των προαπαιτούμενων ειδικών γνώσεων που πρέπει να έχει ο απόφοιτος λυκείου για να μπορέσει να παρακολουθήσει με επάρκεια τα μαθήματα μιας πανεπιστημιακής σχολής.
Οι γνώσεις αυτές θα πρέπει να ελέγχονται και να αξιολογούνται με κάποιο τρόπο μέσω αδιάβλητων εξετάσεων. Μπορεί να γίνει όμως αυτό αξιόπιστα μέσα από τα προτεινόμενα προγράμματα του μελλοντικού λυκείου; Μπορούμε να εξαλείψουμε την αποστήθιση; Μήπως θα έπρεπε να εισάγουμε το πείραμα και την επεξεργασία πειραματικών δεδομένων, όπως γίνεται στην Κύπρο; Είναι σωστό να μη λαμβάνονται υπόψη, για την εισαγωγή, οι συνολικές επιδόσεις του κάθε μαθητή στο λύκειο; Μήπως είναι αναγκαίο οι μαθητές της τεχνολογικής κατεύθυνσης και τεχνικά μαθήματα ειδικότητας ( μηχανολογία, ηλεκτρολογία, τεχνικό σχέδιο κλπ). Μήπως θα πρέπει να μειώσουμε σε 5 τα χρόνια των σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εισάγοντας ένα 6ο προπαρασκευαστικό έτος καθαρής εξειδίκευσης;
Τα προηγούμενα ερωτήματα βάζουν το θέμα της οικονομίας των σπουδών στο λύκειο. Αν κάποιος μετρήσει τις ώρες και την ενέργεια που ξοδεύει ένας μαθητής (τρια) επί 6 χρόνια και τα αντιπαραβάλει με την ποσότητα και την ποιότητα των γνώσεων που πραγματικά αποκτά, θα διαπιστώσει μια παράλογη ανισότητα. Με μια ορθολογική σχεδίαση του προγράμματος σπουδών θα μπορούσε με λιγότερο κόπο και χρόνο να μάθει περισσότερα και κυρίως να μάθει πως να μαθαίνει, να αναζητά και να κρίνει. Η έλλειψη αυτών ακριβώς των δεξιοτήτων κάνει προβληματική την πρόοδό του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και προδικάζει εν πολλοίς και το τελικό αποτέλεσμα.
Ταυτόχρονα όμως, η μελλοντική μείωση των εισακτέων βάζει και το θέμα της μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Οι ανάγκες της χώρας για προσωπικό με μεσαία προσόντα θα αυξηθούν. Άρα υπάρχει και αυξημένη ανάγκη για αξιόπιστη τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, που θα οδηγεί αξιόπιστα σε πιστοποιημένο επάγγελμα. Τα ΕΠΑΛ και ΙΕΚ δεν καλύπτουν τις σημερινές ανάγκες, πόσο μάλλον αυτές του μέλλοντος. Το συνολικό τοπίο πρέπει να επανασχεδιαστεί.
Β. Η κατανομή είναι ένα άλλο «άλυτο» πρόβλημα, που δεν μπορεί να λυθεί με ενιαίο τρόπο. Κάθε χρόνο πολλοί επιτυχόντες εγκλωβίζονται σε σχολές και τμήματα που δεν ήταν μέσα στις πρώτες επιλογές τους. Άλλοι πάλι διαπιστώνουν στο δρόμο, ότι η επιλογή που έκαναν ως υποψήφιοι τελικά δεν τους ταιριάζει. Τι κάνεις με αυτούς; Τους δίνεις τη δυνατότητα να μετακινηθούν από τμήμα σε τμήμα ή και από σχολή σε σχολή; Και με ποια κριτήρια; Όταν οι διαφορές βαθμολογίας για την εισαγωγή είναι μεγάλες, πως κάποιος που δεν θέλει ή δεν μπορεί να γίνει τοπογράφος, μπορεί να συνεχίσει στους πολιτικούς μηχανικούς; Αλλά ακόμα και αν οι μαθητές εισάγονται σε σχολές και όχι σε τμήματα, με ποια αδιάβλητα κριτήρια μπορούν οι σχολές να τους κατανείμουν μετά το 1ο ή το 2ο έτος; Το πρόβλημα αυτό έχει τη δική του συνεισφορά στην επιμήκυνση των σπουδών, αλλά και στην εγκατάλειψη αυτών. Το κυριότερο όμως είναι ότι πολλοί νέοι αναγκάζονται να σπουδάσουν κάτι που δεν τους αρέσει ή δεν τους ταιριάζει, με αποτέλεσμα να μη γίνουν ποτέ καλοί επαγγελματίες. Αυτό είναι μια σοβαρή αποτυχία του συστήματος που έχει επιπτώσεις στην παραγωγική διαδικασία. Και δεν θα διορθωθεί, αν δεν αναμορφωθεί ο επαγγελματικός προσανατολισμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που σήμερα πρακτικά είναι ανύπαρκτος. Είμαστε σαφώς υπέρ της οριζόντιας κινητικότητας μέσα στις σχολές, αλλά απομένει να δούμε πως μπορεί να γίνεται αυτό με δίκαιο τρόπο.
Γ. Είναι σαφές ότι τα προγράμματα σπουδών πρέπει να παρακολουθούν τις εξελίξεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, τις νέες ανάγκες διδασκαλίας και ως ένα βαθμό το κάνουν. Σε πολλές όμως περιπτώσεις οι παγιωμένες από χρόνια καταστάσεις δεν ανατρέπονται, γιατί εξυπηρετούν μικροσυμφέροντα διδασκόντων και διαφυλάσσουν ισορροπίες. Παραθέτω από την ανακοίνωση της Πανεπιστημιακής Συμπαράταξης του ΑΠΘ:
« Είναι, επίσης, σαφές ότι το πανεπιστημιακό δυναμικό αναπαράγεται κληρονομικώ δικαίω, αντί να εξελίσσεται παρακολουθώντας τις νέες ανάγκες της επιστήμης. Σπανίως μια θέση ενός απερχόμενου συναδέλφου πηγαίνει σε άλλο αντικείμενο, που την έχει μεγαλύτερη ανάγκη, ή σε νέο αντικείμενο, που για πρώτη φορά εισάγεται. Επαναπροκηρύσσεται στο ίδιο αντικείμενο, ακόμη κι αν είναι παρωχημένο, διότι αυτό επιτάσσουν οι ισορροπίες που έχουν με πολύ κόπο επιτευχθεί μεταξύ συναδέλφων και τομέων, πολλές φορές μετά από οξύτατες πολυετείς αντιδικίες. Και πάντως, ουδέποτε μια τέτοια θέση φεύγει από τον τομέα στον οποίο υπηρετούσε ο απερχόμενος συνάδελφος. Πώς να προσαρμοστεί, λοιπόν, ένα πρόγραμμα σπουδών στις εξελίξεις της επιστήμης κάτω από αυτές τις συνθήκες; Ποιοι θα το διδάξουν;»
Το αυτοδιοίκητο δίνει δυνατότητα στις πανεπιστημιακές κοινότητες να προγραμματίζουν και να υλοποιούν κατά το δοκούν, έχοντας μάλιστα εξασφαλισμένη τη χρηματοδότηση. Είναι όμως αυτές σε θέση να το κάνουν προς όφελος της κοινωνίας και όχι μόνο προς ίδιον όφελος; Μήπως και εδώ χρειάζεται ένας κεντρικότερος σχεδιασμός για το τι διδάσκεται και που, σε συνεργασία με τις σχολές, που θα λάβαινε υπόψη του, όχι το τι μπορεί να διδάξει το συγκεκριμένο διδακτικό προσωπικό, αλλά το τι πρέπει να διδαχθεί σύμφωνα με τα διεθνή standards; Και αυτό δεν περιορίζεται μόνο στη διδασκαλία, αλλά αφορά και την έρευνα. Μήπως είναι απαραίτητος ένας συντονισμός όλων των ερευνητικών προγραμμάτων της χώρας και η κατάρτιση ενός κεντρικού οργανογράμματος με συγκεκριμένους στόχους; Είναι δυνατό να έχουμε περισσότερα από 520 μεταπτυχιακά προγράμματα χωρίς να έχουμε διερευνήσει σοβαρά και κεντρικά τις ανάγκες μας ως κοινωνία και τις αντίστοιχες παραγωγικές μας δυνατότητες; Χωρίς να έχουμε λάβει υπόψη τις ροπές και τις τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας και των διεθνών ερευνητικών προγραμμάτων;
Δ. «Ο πολλαπλασιασμός των τμημάτων ναρκοθέτησε τα κατά παράδοση ισχυρά και με σαφές επιστημονικό αντικείμενο τμήματα» γράφει στην Καθημερινή (31/07/2011) ο καθηγητής Ι.Κ. Μουρμούρης. Απλώσαμε σε 66 πόλεις 40 ιδρύματα και 511 τμήματα. Έχουμε 6 τμήματα πολιτικών μηχανικών και 6 Αρχιτεκτόνων. Γράφει ακόμα ο ίδιος, «Η Νομική Αθηνών έχει τους μισούς φοιτητές από τη Νομική του ΔΠΘ με διπλάσιους καθηγητές από το ΔΠΘ. Από τα πέντε οικονομικά τμήματα που υπήρχαν το 1980 έχουμε σήμερα 40 οικονομικά τμήματα και οι παλιοί τομείς των «Οικονομικών επιστημών» έγιναν τμήματα και μετά πανεπιστήμια στην περιοχή Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Υπάρχουν 15 πανομοιότυπα Τμήματα Οικονομικών Σπουδών σε Αθήνα - Πειραιά συγκροτημένα κυρίως σε δύο ίδια πανεπιστήμια σε απόσταση 20 λεπτών, με διπλάσια μέλη ΔΕΠ από αυτά της περιφέρειας.»
Ποιες ανάγκες καλύπτουν όλα αυτά; Πως μπορούμε να τα συντηρήσουμε αξιοπρεπώς όταν οι πόροι επαρκούν μόνο για τα μισά; Το ξεσπίτωμα χιλιάδων νέων κάθε χρόνο, που στοιχίζει εκατομμύρια Eυρώ στα ήδη χειμαζόμενα ελληνικά νοικοκυριά, μήπως πρέπει να περιοριστεί δραστικά; Πότε θα απαλλαγούν τα πανεπιστήμια από αδιαφανείς ετεροπροσδιορισμούς; Τι θα κάνουμε με τα ΑΤΕΙ που βαφτίστηκαν μεν «ανώτατα», αλλά αμέσως μετά άρχισαν να υποβαθμίζονται; Ο πανεπιστημιακός Καλλικράτης, που υπόσχεται ο νέος νόμος πλαίσιο, αποτελεί μείζονα μεταρρύθμιση αρκεί να εφαρμοστεί με σύνεση αλλά και με ταχύτητα. Ελπίζουμε να γίνει με ορθολογικά κριτήρια με βάση τις παραγωγικές ανάγκες της χώρας και όχι μόνο με κριτήρια στενά οικονομικά. Τέλος, ελπίζουμε να μην ενδώσει το υπουργείο στις μικροπολιτικές πιέσεις που θα ασκηθούν από ισχυρούς τοπικούς παράγοντες.
Αυτά νομίζουμε ότι είναι κάποια από τα σημαντικά ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και οι απαντήσεις δεν είναι δυνατό να δοθούν μόνο μέσα από την ψήφιση ενός νόμου.
Αντιθέτως, ισχυρές πολιτικές δυνάμεις μέσα και έξω από το χώρο των πανεπιστημίων προσπαθούν πεισματικά να μεταφέρουν το επίκεντρο των συζητήσεων στη «δημοκρατία», στο «αυτοδιοίκητο» ή στη «συνταγματικότητα». Η τάση αυτή ξεκινά από την παγιωμένη ιδιοκτησιακή αντίληψη από την οποία διακατέχονται όσοι επηρεάζουν καθοριστικά τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων, εντός των σχολών. Είναι αυτοί που σήμερα νιώθουν ότι το κράτος έρχεται να αμφισβητήσει τα όρια του χώρου επιρροής του καθενός τους και αμύνονται. Δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο ανήκει σε αυτόν που το χρηματοδοτεί, δηλαδή, στον ελληνικό λαό. Ως εκ τούτου πρέπει να είναι αυτόνομο αλλά ανοικτό στον δημόσιο έλεγχο, να λειτουργεί ως χώρος επιστημονικής έρευνας και διακίνησης ιδεών, αλλά και ως εργαλείο πολιτιστικής και οικονομικής αναβάθμισης της χώρας.
Ενώ οι συζητήσεις πυκνώνουν και οι τόνοι ανεβαίνουν ένας ολόκληρος κόσμος, εκεί έξω, αγωνιά για το πτυχίο που θα πάρει το παιδί του και για τις επαγγελματικές δυνατότητες που του δίνει το πτυχίο αυτό. Οι διορισμοί στο δημόσιο περιορίζονται. Ένας ολόκληρος κόσμος αναμένει να δει επιτέλους τη μεταφορά και την εφαρμογή των επιστημονικών δεδομένων στην παραγωγή και την πραγματική οικονομία της χώρας μας. Να δει να αναδύεται η πολυθρύλητη υψηλή ανταγωνιστικότητα. Αλλά δεν τη βλέπει. Ακούει μονάχα κούφια λόγια σε βαρύ περιτύλιγμα.
γ. Πως διαρθρώνονται τα προγράμματα σπουδών ανά αντικείμενο (σε πτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο) και τι σχέση έχουν με τις απαιτήσεις της εγχώριας και παγκόσμιας αγοράς εργασίας αλλά και την ανάπτυξη της χώρας.
δ. Πως αναδιαρθρώνονται σχολές και τμήματα σε όλη την επικράτεια και πως συνδέονται με τις παραγωγικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής.
Η υπόθεση των σπουδών δεν είναι θέμα που θα λυθεί από τα πολιτικά κόμματα, τους διδάσκοντες, ή τους τοπικούς παράγοντες. Είναι έργο ομάδων ειδικών και πρέπει να γίνει με νηφαλιότητα, με γνώση της διεθνούς εμπειρίας και των σημερινών παγκόσμιων απαιτήσεων. Οι λύσεις που θα προταθούν θα πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους διαθέσιμους πόρους, την ιστορία των ιδρυμάτων, το διαθέσιμο επιστημονικό δυναμικό, αλλά και κάτι ακόμα. Τους παραγωγικούς τομείς στους οποίους σκοπεύουμε να αναπτυχθούμε ως χώρα, στο άμεσο μέλλον.
Α. Θεωρούμε δεδομένο ότι μετά την αναδιάρθρωση τμημάτων και σχολών και την ορθολογική κατανομή των διαθέσιμων πόρων, ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ και ΑΤΕΙ θα μειωθεί δραστικά. Ο αναγκαίος αυτός περιορισμός φέρνει ξανά και επιτακτικά στο προσκήνιο τον τρόπο εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση. Το θέμα δεν είναι τεχνικό, είναι πολιτικό. Στο λύκειο έχουμε να λύσουμε καταρχήν 2 προβλήματα. Το πρώτο αφορά το είδος και η έκταση της ύλης των μαθημάτων της γενικής παιδείας, που επηρεάζει άμεσα την κουλτούρα του κάθε νέου και νέας. Το δεύτερο αφορά το είδος και την έκταση των προαπαιτούμενων ειδικών γνώσεων που πρέπει να έχει ο απόφοιτος λυκείου για να μπορέσει να παρακολουθήσει με επάρκεια τα μαθήματα μιας πανεπιστημιακής σχολής.
Οι γνώσεις αυτές θα πρέπει να ελέγχονται και να αξιολογούνται με κάποιο τρόπο μέσω αδιάβλητων εξετάσεων. Μπορεί να γίνει όμως αυτό αξιόπιστα μέσα από τα προτεινόμενα προγράμματα του μελλοντικού λυκείου; Μπορούμε να εξαλείψουμε την αποστήθιση; Μήπως θα έπρεπε να εισάγουμε το πείραμα και την επεξεργασία πειραματικών δεδομένων, όπως γίνεται στην Κύπρο; Είναι σωστό να μη λαμβάνονται υπόψη, για την εισαγωγή, οι συνολικές επιδόσεις του κάθε μαθητή στο λύκειο; Μήπως είναι αναγκαίο οι μαθητές της τεχνολογικής κατεύθυνσης και τεχνικά μαθήματα ειδικότητας ( μηχανολογία, ηλεκτρολογία, τεχνικό σχέδιο κλπ). Μήπως θα πρέπει να μειώσουμε σε 5 τα χρόνια των σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εισάγοντας ένα 6ο προπαρασκευαστικό έτος καθαρής εξειδίκευσης;
Τα προηγούμενα ερωτήματα βάζουν το θέμα της οικονομίας των σπουδών στο λύκειο. Αν κάποιος μετρήσει τις ώρες και την ενέργεια που ξοδεύει ένας μαθητής (τρια) επί 6 χρόνια και τα αντιπαραβάλει με την ποσότητα και την ποιότητα των γνώσεων που πραγματικά αποκτά, θα διαπιστώσει μια παράλογη ανισότητα. Με μια ορθολογική σχεδίαση του προγράμματος σπουδών θα μπορούσε με λιγότερο κόπο και χρόνο να μάθει περισσότερα και κυρίως να μάθει πως να μαθαίνει, να αναζητά και να κρίνει. Η έλλειψη αυτών ακριβώς των δεξιοτήτων κάνει προβληματική την πρόοδό του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και προδικάζει εν πολλοίς και το τελικό αποτέλεσμα.
Ταυτόχρονα όμως, η μελλοντική μείωση των εισακτέων βάζει και το θέμα της μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Οι ανάγκες της χώρας για προσωπικό με μεσαία προσόντα θα αυξηθούν. Άρα υπάρχει και αυξημένη ανάγκη για αξιόπιστη τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, που θα οδηγεί αξιόπιστα σε πιστοποιημένο επάγγελμα. Τα ΕΠΑΛ και ΙΕΚ δεν καλύπτουν τις σημερινές ανάγκες, πόσο μάλλον αυτές του μέλλοντος. Το συνολικό τοπίο πρέπει να επανασχεδιαστεί.
Β. Η κατανομή είναι ένα άλλο «άλυτο» πρόβλημα, που δεν μπορεί να λυθεί με ενιαίο τρόπο. Κάθε χρόνο πολλοί επιτυχόντες εγκλωβίζονται σε σχολές και τμήματα που δεν ήταν μέσα στις πρώτες επιλογές τους. Άλλοι πάλι διαπιστώνουν στο δρόμο, ότι η επιλογή που έκαναν ως υποψήφιοι τελικά δεν τους ταιριάζει. Τι κάνεις με αυτούς; Τους δίνεις τη δυνατότητα να μετακινηθούν από τμήμα σε τμήμα ή και από σχολή σε σχολή; Και με ποια κριτήρια; Όταν οι διαφορές βαθμολογίας για την εισαγωγή είναι μεγάλες, πως κάποιος που δεν θέλει ή δεν μπορεί να γίνει τοπογράφος, μπορεί να συνεχίσει στους πολιτικούς μηχανικούς; Αλλά ακόμα και αν οι μαθητές εισάγονται σε σχολές και όχι σε τμήματα, με ποια αδιάβλητα κριτήρια μπορούν οι σχολές να τους κατανείμουν μετά το 1ο ή το 2ο έτος; Το πρόβλημα αυτό έχει τη δική του συνεισφορά στην επιμήκυνση των σπουδών, αλλά και στην εγκατάλειψη αυτών. Το κυριότερο όμως είναι ότι πολλοί νέοι αναγκάζονται να σπουδάσουν κάτι που δεν τους αρέσει ή δεν τους ταιριάζει, με αποτέλεσμα να μη γίνουν ποτέ καλοί επαγγελματίες. Αυτό είναι μια σοβαρή αποτυχία του συστήματος που έχει επιπτώσεις στην παραγωγική διαδικασία. Και δεν θα διορθωθεί, αν δεν αναμορφωθεί ο επαγγελματικός προσανατολισμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που σήμερα πρακτικά είναι ανύπαρκτος. Είμαστε σαφώς υπέρ της οριζόντιας κινητικότητας μέσα στις σχολές, αλλά απομένει να δούμε πως μπορεί να γίνεται αυτό με δίκαιο τρόπο.
Γ. Είναι σαφές ότι τα προγράμματα σπουδών πρέπει να παρακολουθούν τις εξελίξεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, τις νέες ανάγκες διδασκαλίας και ως ένα βαθμό το κάνουν. Σε πολλές όμως περιπτώσεις οι παγιωμένες από χρόνια καταστάσεις δεν ανατρέπονται, γιατί εξυπηρετούν μικροσυμφέροντα διδασκόντων και διαφυλάσσουν ισορροπίες. Παραθέτω από την ανακοίνωση της Πανεπιστημιακής Συμπαράταξης του ΑΠΘ:
« Είναι, επίσης, σαφές ότι το πανεπιστημιακό δυναμικό αναπαράγεται κληρονομικώ δικαίω, αντί να εξελίσσεται παρακολουθώντας τις νέες ανάγκες της επιστήμης. Σπανίως μια θέση ενός απερχόμενου συναδέλφου πηγαίνει σε άλλο αντικείμενο, που την έχει μεγαλύτερη ανάγκη, ή σε νέο αντικείμενο, που για πρώτη φορά εισάγεται. Επαναπροκηρύσσεται στο ίδιο αντικείμενο, ακόμη κι αν είναι παρωχημένο, διότι αυτό επιτάσσουν οι ισορροπίες που έχουν με πολύ κόπο επιτευχθεί μεταξύ συναδέλφων και τομέων, πολλές φορές μετά από οξύτατες πολυετείς αντιδικίες. Και πάντως, ουδέποτε μια τέτοια θέση φεύγει από τον τομέα στον οποίο υπηρετούσε ο απερχόμενος συνάδελφος. Πώς να προσαρμοστεί, λοιπόν, ένα πρόγραμμα σπουδών στις εξελίξεις της επιστήμης κάτω από αυτές τις συνθήκες; Ποιοι θα το διδάξουν;»
Το αυτοδιοίκητο δίνει δυνατότητα στις πανεπιστημιακές κοινότητες να προγραμματίζουν και να υλοποιούν κατά το δοκούν, έχοντας μάλιστα εξασφαλισμένη τη χρηματοδότηση. Είναι όμως αυτές σε θέση να το κάνουν προς όφελος της κοινωνίας και όχι μόνο προς ίδιον όφελος; Μήπως και εδώ χρειάζεται ένας κεντρικότερος σχεδιασμός για το τι διδάσκεται και που, σε συνεργασία με τις σχολές, που θα λάβαινε υπόψη του, όχι το τι μπορεί να διδάξει το συγκεκριμένο διδακτικό προσωπικό, αλλά το τι πρέπει να διδαχθεί σύμφωνα με τα διεθνή standards; Και αυτό δεν περιορίζεται μόνο στη διδασκαλία, αλλά αφορά και την έρευνα. Μήπως είναι απαραίτητος ένας συντονισμός όλων των ερευνητικών προγραμμάτων της χώρας και η κατάρτιση ενός κεντρικού οργανογράμματος με συγκεκριμένους στόχους; Είναι δυνατό να έχουμε περισσότερα από 520 μεταπτυχιακά προγράμματα χωρίς να έχουμε διερευνήσει σοβαρά και κεντρικά τις ανάγκες μας ως κοινωνία και τις αντίστοιχες παραγωγικές μας δυνατότητες; Χωρίς να έχουμε λάβει υπόψη τις ροπές και τις τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας και των διεθνών ερευνητικών προγραμμάτων;
Δ. «Ο πολλαπλασιασμός των τμημάτων ναρκοθέτησε τα κατά παράδοση ισχυρά και με σαφές επιστημονικό αντικείμενο τμήματα» γράφει στην Καθημερινή (31/07/2011) ο καθηγητής Ι.Κ. Μουρμούρης. Απλώσαμε σε 66 πόλεις 40 ιδρύματα και 511 τμήματα. Έχουμε 6 τμήματα πολιτικών μηχανικών και 6 Αρχιτεκτόνων. Γράφει ακόμα ο ίδιος, «Η Νομική Αθηνών έχει τους μισούς φοιτητές από τη Νομική του ΔΠΘ με διπλάσιους καθηγητές από το ΔΠΘ. Από τα πέντε οικονομικά τμήματα που υπήρχαν το 1980 έχουμε σήμερα 40 οικονομικά τμήματα και οι παλιοί τομείς των «Οικονομικών επιστημών» έγιναν τμήματα και μετά πανεπιστήμια στην περιοχή Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Υπάρχουν 15 πανομοιότυπα Τμήματα Οικονομικών Σπουδών σε Αθήνα - Πειραιά συγκροτημένα κυρίως σε δύο ίδια πανεπιστήμια σε απόσταση 20 λεπτών, με διπλάσια μέλη ΔΕΠ από αυτά της περιφέρειας.»
Ποιες ανάγκες καλύπτουν όλα αυτά; Πως μπορούμε να τα συντηρήσουμε αξιοπρεπώς όταν οι πόροι επαρκούν μόνο για τα μισά; Το ξεσπίτωμα χιλιάδων νέων κάθε χρόνο, που στοιχίζει εκατομμύρια Eυρώ στα ήδη χειμαζόμενα ελληνικά νοικοκυριά, μήπως πρέπει να περιοριστεί δραστικά; Πότε θα απαλλαγούν τα πανεπιστήμια από αδιαφανείς ετεροπροσδιορισμούς; Τι θα κάνουμε με τα ΑΤΕΙ που βαφτίστηκαν μεν «ανώτατα», αλλά αμέσως μετά άρχισαν να υποβαθμίζονται; Ο πανεπιστημιακός Καλλικράτης, που υπόσχεται ο νέος νόμος πλαίσιο, αποτελεί μείζονα μεταρρύθμιση αρκεί να εφαρμοστεί με σύνεση αλλά και με ταχύτητα. Ελπίζουμε να γίνει με ορθολογικά κριτήρια με βάση τις παραγωγικές ανάγκες της χώρας και όχι μόνο με κριτήρια στενά οικονομικά. Τέλος, ελπίζουμε να μην ενδώσει το υπουργείο στις μικροπολιτικές πιέσεις που θα ασκηθούν από ισχυρούς τοπικούς παράγοντες.
Αυτά νομίζουμε ότι είναι κάποια από τα σημαντικά ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και οι απαντήσεις δεν είναι δυνατό να δοθούν μόνο μέσα από την ψήφιση ενός νόμου.
Αντιθέτως, ισχυρές πολιτικές δυνάμεις μέσα και έξω από το χώρο των πανεπιστημίων προσπαθούν πεισματικά να μεταφέρουν το επίκεντρο των συζητήσεων στη «δημοκρατία», στο «αυτοδιοίκητο» ή στη «συνταγματικότητα». Η τάση αυτή ξεκινά από την παγιωμένη ιδιοκτησιακή αντίληψη από την οποία διακατέχονται όσοι επηρεάζουν καθοριστικά τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων, εντός των σχολών. Είναι αυτοί που σήμερα νιώθουν ότι το κράτος έρχεται να αμφισβητήσει τα όρια του χώρου επιρροής του καθενός τους και αμύνονται. Δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο ανήκει σε αυτόν που το χρηματοδοτεί, δηλαδή, στον ελληνικό λαό. Ως εκ τούτου πρέπει να είναι αυτόνομο αλλά ανοικτό στον δημόσιο έλεγχο, να λειτουργεί ως χώρος επιστημονικής έρευνας και διακίνησης ιδεών, αλλά και ως εργαλείο πολιτιστικής και οικονομικής αναβάθμισης της χώρας.
Ενώ οι συζητήσεις πυκνώνουν και οι τόνοι ανεβαίνουν ένας ολόκληρος κόσμος, εκεί έξω, αγωνιά για το πτυχίο που θα πάρει το παιδί του και για τις επαγγελματικές δυνατότητες που του δίνει το πτυχίο αυτό. Οι διορισμοί στο δημόσιο περιορίζονται. Ένας ολόκληρος κόσμος αναμένει να δει επιτέλους τη μεταφορά και την εφαρμογή των επιστημονικών δεδομένων στην παραγωγή και την πραγματική οικονομία της χώρας μας. Να δει να αναδύεται η πολυθρύλητη υψηλή ανταγωνιστικότητα. Αλλά δεν τη βλέπει. Ακούει μονάχα κούφια λόγια σε βαρύ περιτύλιγμα.
Είναι καιρός να μετατοπιστούν οι προβληματισμοί στα ουσιώδη.
----
Ο Λεωνίδας Καστανάς εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και είναι μέλος της ΚΕ της Δημοκρατικής Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου