Της Ελίζας Παπαδάκη, Αυγή, 7.8.11
Μέρες Αυγούστου του 2008, παραμονές της κατάρρευσης της Lehman Brothers, θυμίζουν κατά τους διεθνείς αναλυτές αυτές που περνάμε: Χρηματιστήρια κατρακυλάνε σε Ανατολή και Δύση. Επίκεντρο αυτή τη φορά η κρίση χρέους της Ευρωζώνης, η οποία δεν περιορίζεται στην Περιφέρεια, αναγνώρισε πλέον επίσημα ο Μανουέλ Μπαρόζο. Αλλά έντονες ανησυχίες εκδηλώνονται και για την πολύ πιο υπερχρεωμένη αμερικανική οικονομία. Πριν καλά καλά βγουν από την ύφεση οι ανεπτυγμένες οικονομίες, εισοδήματα και απασχόληση απειλούνται ξανά. Και πάλι, όπως και τότε, πολιτικές ηγεσίες και κεντρικές τράπεζες δεν τολμούν μιαν ολοκληρωμένη, συντονισμένη παρέμβαση για να προλάβουν την επιδείνωση.
Μέσα στην περασμένη εβδομάδα η αξία των μετοχών στον παγκόσμιο δείκτη MSCI World μειώθηκε κατά 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, όσο είναι περίπου το ΑΕΠ της Γαλλίας. Περισσότερο πλήττονται οι τράπεζες, ιδίως όσες κατέχουν κρατικά ομόλογα από υπερχρεωμένες χώρες. Παρά την υποτιθέμενη επιτυχία των πρόσφατων stress-tests, η εμπιστοσύνη μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών έχει πέσει στο ναδίρ, όπως το 2008-9: αντί να δανείζουν η μία την άλλη στη διατραπεζική αγορά, τοποθετούν τα περισσεύματά τους στην Κεντρική Τράπεζα, όπου οι καταθέσεις τους ξαφνικά πενταπλασιάστηκαν. Στις ΗΠΑ η συμφωνία Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών απέτρεψε μεν την κρατική χρεωκοπία στο παρά 5', επικρίθηκε όμως ευρύτατα ως κακός συμβιβασμός, που ούτε το πρόβλημα του χρέους αντιμετωπίζει, ούτε το δρόμο επιστροφής στην ύφεση κλείνει, αντιθέτως. Στη δε Ευρωζώνη τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και οι ανακοινώσεις της Επιτροπής τις δύο τελευταίες μέρες δεν κρίθηκαν αρκετά και δεν βελτίωσαν τα πράγματα.
Από τη Φρανκφούρτη την Πέμπτη ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ ανακοίνωσε δύο βήματα ενόψει των «νέων εντάσεων» στις αγορές: τη χορήγηση απεριόριστης και πάλι ρευστότητας στις τράπεζες και την ενεργοποίηση του προγράμματος αγορών κρατικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, που αδρανούσε από το Μάρτιο. Το δεύτερο μέτρο ιδίως συνιστούσαν επιτακτικά πολλοί αναλυτές, βλέποντας την ανησυχητική πτώση της αξίας των ομολόγων της Ιταλίας και της Ισπανίας, την άνοδο των αποδόσεών τους σε σύγκριση με των γερμανικών (spreads) προς επίπεδα απαγορευτικά για να συνεχίσουν το δανεισμό τους οι δύο, η τρίτη και η τέταρτη σε μέγεθος, οικονομίες της Ευρωζώνης. Αλλά, όπως φάνηκε κατόπιν, οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων περιορίστηκαν στα ιρλανδικά και τα πορτογαλικά, με αποτέλεσμα ιταλικά και ισπανικά να κάνουν νέα ρεκόρ αποδόσεων -6,35%- το πρωί της Παρασκευής. Υποχώρησαν ελαφρά κατόπιν, αλλά με τις ιταλικές αποδόσεις για πρώτη φορά να υπερβαίνουν τις ισπανικές.
Η σχετική απόφαση δεν ήταν ομόφωνη, πάρθηκε «από τη συντριπτική πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου», διευκρίνισε ο Τρισέ σε ερώτημα δημοσιογράφου, αφήνοντας όλους να καταλάβουν ότι ο Γερμανός πρόεδρος της Bundesbank Γιενς Βάιντμαν, στη γραμμή του συντηρητικού προκατόχου του Άξελ Βέμπερ, διαφώνησε. Ο κ. Τρισέ επέμεινε άλλωστε ότι πρέπει «πλήρως, γρήγορα και αποτελεσματικά» να υλοποιηθούν οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης της 21ης Ιουλίου, ιδίως ως προς την παροχή των σχετικών εξουσιών στον προσωρινό μηχανισμό EFSF και τον κατοπινό μόνιμο ESM, δείχνοντας ότι ούτε ο ίδιος είναι πολύ ευτυχής με τη δραστηριότητα αυτή της Κεντρικής Τράπεζας. «Βασιζόμαστε ότι οι 17 θα τιμήσουν τις υπογραφές τους», υπογράμμισε επανειλημμένα σε ηθικούς τόνους. Την ίδια ημέρα Πέμπτη, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο κοινοποιούσε επιστολή του προς τους 17 ηγέτες, όπου τους καλούσε να επισπεύσουν την εφαρμογή των αποφάσεων αλλά, εμμέσως, και να αυξήσουν τα κεφάλαια του EFSF, που οι πάντες γνωρίζουν ότι δεν επαρκούν για τη στήριξη και άλλων χωρών, πέρα από τις τρείς μικρές ήδη ενταγμένες.
Αρνητική απήχηση είχαν και τα δύο διαβήματα στη Γερμανία, όπου δημοσιεύθηκαν αμέσως πλήθος επικριτικά άρθρα και σχόλια. Την πρωτοβουλία Μπαρόζο απέρριψε μάλιστα με καυστική ανακοίνωση το υπουργείο Οικονομικών του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, λέγοντας ότι καμία ανάγκη δεν υφίσταται για νέες αποφάσεις μόλις πάρθηκαν οι προηγούμενες. Σε έκτακτη συνέντευξη Τύπου την Παρασκευή ο επίτροπος Όλι Ρεν επέμεινε στην επιτακτική ανάγκη και οι ειλημμένες αποφάσεις να υλοποιηθούν γρήγορα («εργαζόμαστε όλοι νυχθημερόν», είπε) αλλά επίσης και να αξιολογούνται συνεχώς οι δυνατότητες του EFSF σε σχέση με τις συνθήκες, υπονοώντας και αυτός σαφώς ότι θα πρέπει να αυξηθούν οι πόροι του.
Αλλά όλες οι διαβεβαιώσεις της Κομισιόν, που επαναλάμβανε προχθές ο Όλι Ρεν, ότι η κοινή ευρωπαϊκή βούληση υπάρχει, οι αποφάσεις επαρκούν για την ώρα και θα συμπληρώνονται όσο απαιτείται, οι αγορές απλώς δεν το έχουν αντιληφθεί ακόμα, δεν μπορούν προφανώς να κρύψουν τις έκδηλες δημόσιες διαφωνίες. Μέσα στην αναταραχή που επικρατούσε φαιδρή ακουγόταν η ειδησεογραφία ότι η κ. Μέρκελ επρόκειτο να δεχθεί τηλεφώνημα από τον κ. Σαρκοζί (στο ιταλικό Τυρόλο, όπου κάνει διακοπές πεζοπορίας), ή ότι ο κ. Σαρκοζί θα συνομιλούσε με τον κ. Τρισέ, αλλά και με τον Ισπανό Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, που επίσης αναχώρησε για τις διακοπές του. Στην Ιταλία, που μάλλον δεν μετέχει σε συνομιλίες, κυκλοφορούσε η πληροφορία ότι ο Τζούλιο Τρεμόντι ετοιμάζει και νέο πακέτο μεταρρυθμίσεων.
Μετά το μεσημέρι της Παρασκευής (δική μας ώρα) σημειώθηκε προς στιγμήν κάποια σταθεροποίηση ύστερα από την πολυήμερη πτωτική τάση στα Χρηματιστήρια, όταν στις ΗΠΑ ανακοινώθηκε μια αύξηση της απασχόλησης τον Ιούλιο κατά 117.000 άτομα. Η Ουόλ Στρητ ανέβαινε μετά την πτώση 4,3% της προηγούμενης μέρας. Κατά τους New York Times η υποχώρηση της ανεργίας στο 9,1% (13,4 εκατομμύρια καταγεγραμμένοι άνεργοι) οφείλεται κυρίως στην παραίτηση πολλών από την αναζήτηση εργασίας. Το ποσοστό των απασχολουμένων, 58,1%, είναι το χαμηλότερο εδώ και 28 χρόνια, ενώ η πιθανότητα επιστροφής στην ύφεση παραμένει ισχυρή. Η επίτευξη συμφωνίας στο Κογκρέσο για την αποτροπή της χρεωκοπίας, υποστηρίζουν οικονομολόγοι στην εφημερίδα, μπορεί να έφερε προσωρινή ανακούφιση, αλλά οι περικοπές δαπανών στις οποίες στηρίχθηκε επιδεινώνουν τις προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας.
Μπορεί η ΕΚΤ να ανακόψει την κρίση;
Τι μέλλει να ξημερώσει από αύριο; Εκτιμώντας ότι στις δεδομένες συνθήκες ο EFSF αποκλείεται να επαρκέσει ως εργαλείο για να ανακόψει την εξάπλωση της κρίσης στην Ευρωζώνη, ο γνωστός Βέλγος καθηγητής Οικονομικών στο Λουβαίν Paul de Grauwe επιχειρηματολογούσε υπέρ του να αναλάβει άμεσα τον πλήρη ρόλο του δανειστή ύστατης καταφυγής η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (στους Financial Times στις 4 Αυγούστου). Μόνον αυτή μπορεί σήμερα να σταματήσει την κρίση, υποστηρίζει. Το ρόλο αυτόν τον ανέλαβε ντροπαλά πέρυσι, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα απειλούμενων χωρών, αλλά απαιτείται τώρα να το πράξει σε όλην την έκταση που απαιτείται. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η κεντρική τράπεζα σε μια χώρα καλύπτει μια εμπορική τράπεζα όταν αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και διατηρεί έτσι τη σταθερότητα όλου του (εθνικού) τραπεζικού συστήματος, η ΕΚΤ θα πρέπει να καλύπτει κράτη - μέλη σε δυσκολία, εφόσον δεν έχουν δική τους κεντρική τράπεζα να τυπώσει και να τους διαθέσει το αναγκαίο χρήμα. Η ένσταση ότι έτσι ενθαρρύνονται οι κυβερνήσεις σε ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί πολιτικά, στο πλαίσιο ενίσχυσης των θεσμών της πολιτικής ένωσης που ο ντε Grauwe κρίνει έτσι κι αλλιώς επιβεβλημένη. Θα απαιτήσει χρόνο όμως, ενώ η ανάγκη τώρα είναι άμεση.
Κάποιοι αισιόδοξοι πιθανολογούσαν προχθές οι περιορισμένες αγορές ιρλανδικών και πορτογαλικών ομολόγων από την ΕΚΤ να είναι προοίμιο για πολύ γενναιότερες παρεμβάσεις που θα καλύψουν Ιταλία και Ισπανία από βδομάδα. Άλλοι όμως δυσπιστούσαν με γνωστή την απόλυτη αντίθεση των Γερμανών. Ο κ. Τρισέ διανύει άλλωστε το τελευταίο του τρίμηνο στην ηγεσία της Τράπεζας, ενώ δεν έχει καταστήσει δημόσια γνωστή την άποψή του ο διάδοχός του Μάριο Ντράγκι, Ιταλός μεν, αλλά τη διαδοχή στην προεδρία της ΕΚΤ την κέρδισε πείθοντας τη γερμανική κυβέρνηση ότι συντάσσεται πλήρως με τις δικές της θέσεις περί σταθερότητας.
Από διαφορετική σκοπιά, σε ασυνήθιστα δραματικούς τόνους το κύριο άρθρο των Financial Times εκτιμούσε προχθές ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να σταματήσουν τις τιμές από το να αντανακλούν το «αίσθημα των αγορών». Και κατέληγε ως εξής: «Μόνον οι πολιτικοί και τα υπουργεία Οικονομικών που ελέγχουν διαθέτουν τα εργαλεία για να μετατρέψουν τον οικονομικό φόβο σε ελπίδα. Η πρόσφατη στάση τους είναι επαρκής λόγος να παραμένουμε έντρομοι».
Εκκρεμούν και τα μέτρα για την Ελλάδα
Μέσα στην όλη αναταραχή κρίσιμη διαγράφεται η προοπτική και για την Ελλάδα ειδικά, καθώς μένει να συγκεκριμενοποιηθούν όλες οι αποφάσεις που αφορούν στο δεύτερο πακέτο διάσωσης της χώρας, όπως πάρθηκαν στις 21 Ιουλίου. Και αυτό θα πρέπει να γίνει μέσα σε λίγες εβδομάδες.
Καθησυχαστικά προσπάθησε να παρέμβει στην προχθεσινή του συνέντευξη ο Όλι Ρεν, επαναλαμβάνοντας αναλυτικά τα στοιχεία των αποφάσεων και αντικρούοντας και στη δική μας περίπτωση αγορές και οικονομικούς αναλυτές που «δεν κατάλαβαν» ότι επαρκούν για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους.
Από την πλευρά του το IIF, το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοοικονομίας, με μέλη του τις βασικές τράπεζες που κατέχουν ελληνικά ομόλογα και το οποίο διαπραγματεύτηκε τη συμφωνία για την επιμήκυνση/μετακύλισή τους, κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα ένα αισιόδοξο σημείωμα για την προοπτική του ελληνικού χρέους. Εφόσον όλα γίνουν όπως έχουν αποφασισθεί προβλέπει το χρέος να έχει πέσει το 2020 στο 98% του ΑΕΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου