Του Ανδρέα Πανταζόπουλου, ΒΗΜΑ, 28.8.11
Πώς να κατασκευάσεις ένα αξιόπιστο «εθνικό αφήγηµα» εξόδου από µια κρίση όταν τα προνοµιακά κοινωνικά σου ερείσµατα κολυµπάνε στον λαϊκισµό, τον εθνικισµό, στη δαιµονολογική συνωµοσιολογία, σε αρκετές περιπτώσεις και στην ξενοφοβία; Και όταν αυτά τα δεινά ενισχύονται από τα αποτελέσµατα της διεθνούς κρίσης;
Η ουσιαστική σύγκλιση Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς, Σοσιαλιστών και Φιλελευθέρων, όχι µόνο στο πεδίο της οικονοµίας, είναι ένα από τα σηµαντικότερα θέµατα που προέκυψαν τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσµα και της παγκοσµιοποίησης. Αυτή η κεντρώα σύγκλιση έδωσε τη δυνατότητα για την ανάπτυξη στα άκρα του πολιτικού φάσµατος λαϊκιστικών κινηµάτων και κοµµάτων που ανέλαβαν να ενσαρκώσουν τις δικές τους εναλλακτικές απαντήσεις στον κεντρώο µεταµορφισµό τού «κατεστηµένου». Η εξέλιξη αυτή επηρέασε ιδιαίτερα την Αριστερά, σοσιαλιστική και µη, η οποία είδε µεγάλο τµήµα του λαϊκού της ακροατηρίου να στρέφεται και προς τα δύο άκρα.
Την ίδια µάλιστα στιγµή που η κεντρώα µετεξέλιξη των Σοσιαλιστών, η µεσοστρωµατική τους αγκύρωση, επικεντρωµένη κυρίως σε αξιακές θεµατικές, δεν έβαλε τα θεµέλια µιας µακρόπνοης ηγεµονίας που να µεταφράζεται σε εκλογικές πλειοψηφίες.
Σήµερα, εν µέσω ευρωπαϊκής και παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης, αλλά και κοινωνικής απονοµιµοποίησης αρκετών εθνικών πολιτικών συστηµάτων, η στρατηγική τού φιλελεύθερου κεντρισµού µοιάζει να συναντά τα όριά της, πλαγιοκοπούµενη από αυτούς τους λαϊκισµούς και, σε ορισµένες περιπτώσεις, από οµότροπες αυθόρµητες κινητοποιήσεις. Λαϊκισµοί και κινητοποιήσεις που παρά τις ενίοτε διαφορετικές αφετηρίες τους µοιάζουν να συγκλίνουν και να προάγουν ένα είδος κλεισίµατος στον εθνικό εαυτό, διεκδικώντας ένα δικαίωµα στον «προστατευτισµό».
Η έδρα του προβλήµατος είναι από ποια θέση, από ποιο τόπο, σκέφτεται τον κόσµο η σοσιαλιστική αριστερά. Ενα από τα κεντρικά ερωτήµατα είναι το ακόλουθο: Οι αµετάθετες ουµανιστικές της αξίες παραπέµπουν αυτοµάτως, και ανεξαρτήτως συγκυρίας, σε µια άµεση βολονταριστική τους µετάφραση στο πεδίο της πολιτικής; Το απαραίτητο φιλελεύθερης προέλευσης «άνοιγµα» στο «άλλο» και στο «διαφορετικό» δεν ισοδυναµεί όµως µε την προσχώρηση στον πλανητικό οικονοµικό υπερφιλελευθερισµό. Υπό προϋποθέσεις µπορεί να εξυπηρετείται από µια νέα διαλεκτική εθνικού και παγκόσµιου. Η σηµερινή κρίση των υπερεθνικών συσσωµατώσεων, η διεθνής χρηµατιστική κρίση, είναι µία µόνον όψη τους, η ευρωπαϊκή κρίση µια άλλη, κλητεύει έναν αναστοχασµό του εθνικού πεδίου άσκησης της πολιτικής ως πρωτογενούς αφετηρίας, το οποίο οφείλει να συνδιαλέγεται δηµιουργικά µε τις οικουµενιστικές αξίες. Η σοσιαλιστική αριστερά πληρώνει σήµερα το αντίτιµο µιας παρανόησης. Την τελευταία εικοσαετία υπέταξε τις αντοχές, τους εθνικούς ρυθµούς άσκησης της πολιτικής, στην επίκληση αφηρηµένων αξιών που δεν µπορούσαν να αποκτήσουν κοινωνικό πρόσωπο.
Η ελληνική περίπτωση αν και εγγράφεται σε αυτό το πλαίσιο διατηρεί ωστόσο την προσίδια φυσιογνωµία της. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να αντλήσει διδάγµατα από αυτή τη σοσιαλδηµοκρατική εκτροπή, την ίδια στιγµή που βρίσκεται αντιµέτωπο µε θηριώδεις αρχαϊσµούς που κυριαρχούν στην κοινωνία. Μια ορισµένη επιστροφή στις ρίζες θα λειτουργήσει ασφαλώς ως επικύρωση του καθ’ ηµάς εθνικολαϊκισµού, ενώ µια άρνησή του αποτελεί «απόδειξη» της πλήρους ενσωµάτωσης στον αδηφάγο «νεοφιλελευθερισµό». Πώς να κατασκευάσεις ένα αξιόπιστο «εθνικό αφήγηµα» εξόδου από µια κρίση όταν τα προνοµιακά κοινωνικά σου ερείσµατα κολυµπάνε στον λαϊκισµό, τον εθνικισµό, στη δαιµονολογική συνωµοσιολογία, σε αρκετές περιπτώσεις και στην ξενοφοβία; Και όταν αυτά τα δεινά ενισχύονται από τα αποτελέσµατα της διεθνούς κρίσης; ∆εν φαίνεται να υπάρχει άλλος δρόµος από έναν άνωθεν βολονταρισµό που δεν θα εξαντλείται σε ατοµικές πρωτοβουλίες, αλλά θα κατανοεί την ούτως ή άλλως συνθετότητα αυτών των προβληµάτων στο έδαφος µιας εµµένουσας ελληνικής κακοδαιµονίας.
Η οποία δεν είναι µόνο «οικονοµική». Η σηµερινή οικονοµική της όψη επιβάλλει µια πολιτισµική της αναπλαισίωση, την κατανόησή της ως πολιτικοπολιτισµικό πρόβληµα. Για αυτήν την υστέρηση από τον «δυτικό κανόνα», η σοσιαλιστική Aριστερά στην Ελλάδα δεν έχει εσχάτως δώσει καµία άξια λόγου µάχη, απορροφηµένη από τα κρίσιµα επείγοντα της καθηµερινότητας. Σίγουρα, από µια τέτοια µάχη θεµελίων, µια µάχη µε τις καθηλωτικές νοοτροπίες και αντιδραστικά φαντασιακά, δεν µπορεί κάποιος να προσδοκά άµεσα αποτελέσµατα. Ωστόσο, είναι µια µάχη που µεσοπρόθεσµα θα µπορούσε να αρχίσει να δίνει καρπούς, και να συγκροτεί την «ιδεολογική» βάση για νέα ευαίσθητα κοινωνικά υποκείµενα, ικανά να επεξεργάζονται καινοτόµες εναλλακτικές και προγράµµατα. Αν ισχύει η διαπίστωση ότι η «Αριστερά» είναι υπόθεση και διανοουµένων και πολιτικών, είναι τουλάχιστον κρίµα, ενώπιον του επείγοντος των οικονοµικών προβληµάτων, να αφεθεί η πολιτικο-πολιτισµική µάχη στους κατεστηµένους διαχειριστές νοήµατος τύπου Ναόµι Κλάιν και Λεπέν.
Την ίδια µάλιστα στιγµή που η κεντρώα µετεξέλιξη των Σοσιαλιστών, η µεσοστρωµατική τους αγκύρωση, επικεντρωµένη κυρίως σε αξιακές θεµατικές, δεν έβαλε τα θεµέλια µιας µακρόπνοης ηγεµονίας που να µεταφράζεται σε εκλογικές πλειοψηφίες.
Σήµερα, εν µέσω ευρωπαϊκής και παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης, αλλά και κοινωνικής απονοµιµοποίησης αρκετών εθνικών πολιτικών συστηµάτων, η στρατηγική τού φιλελεύθερου κεντρισµού µοιάζει να συναντά τα όριά της, πλαγιοκοπούµενη από αυτούς τους λαϊκισµούς και, σε ορισµένες περιπτώσεις, από οµότροπες αυθόρµητες κινητοποιήσεις. Λαϊκισµοί και κινητοποιήσεις που παρά τις ενίοτε διαφορετικές αφετηρίες τους µοιάζουν να συγκλίνουν και να προάγουν ένα είδος κλεισίµατος στον εθνικό εαυτό, διεκδικώντας ένα δικαίωµα στον «προστατευτισµό».
Η έδρα του προβλήµατος είναι από ποια θέση, από ποιο τόπο, σκέφτεται τον κόσµο η σοσιαλιστική αριστερά. Ενα από τα κεντρικά ερωτήµατα είναι το ακόλουθο: Οι αµετάθετες ουµανιστικές της αξίες παραπέµπουν αυτοµάτως, και ανεξαρτήτως συγκυρίας, σε µια άµεση βολονταριστική τους µετάφραση στο πεδίο της πολιτικής; Το απαραίτητο φιλελεύθερης προέλευσης «άνοιγµα» στο «άλλο» και στο «διαφορετικό» δεν ισοδυναµεί όµως µε την προσχώρηση στον πλανητικό οικονοµικό υπερφιλελευθερισµό. Υπό προϋποθέσεις µπορεί να εξυπηρετείται από µια νέα διαλεκτική εθνικού και παγκόσµιου. Η σηµερινή κρίση των υπερεθνικών συσσωµατώσεων, η διεθνής χρηµατιστική κρίση, είναι µία µόνον όψη τους, η ευρωπαϊκή κρίση µια άλλη, κλητεύει έναν αναστοχασµό του εθνικού πεδίου άσκησης της πολιτικής ως πρωτογενούς αφετηρίας, το οποίο οφείλει να συνδιαλέγεται δηµιουργικά µε τις οικουµενιστικές αξίες. Η σοσιαλιστική αριστερά πληρώνει σήµερα το αντίτιµο µιας παρανόησης. Την τελευταία εικοσαετία υπέταξε τις αντοχές, τους εθνικούς ρυθµούς άσκησης της πολιτικής, στην επίκληση αφηρηµένων αξιών που δεν µπορούσαν να αποκτήσουν κοινωνικό πρόσωπο.
Η ελληνική περίπτωση αν και εγγράφεται σε αυτό το πλαίσιο διατηρεί ωστόσο την προσίδια φυσιογνωµία της. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να αντλήσει διδάγµατα από αυτή τη σοσιαλδηµοκρατική εκτροπή, την ίδια στιγµή που βρίσκεται αντιµέτωπο µε θηριώδεις αρχαϊσµούς που κυριαρχούν στην κοινωνία. Μια ορισµένη επιστροφή στις ρίζες θα λειτουργήσει ασφαλώς ως επικύρωση του καθ’ ηµάς εθνικολαϊκισµού, ενώ µια άρνησή του αποτελεί «απόδειξη» της πλήρους ενσωµάτωσης στον αδηφάγο «νεοφιλελευθερισµό». Πώς να κατασκευάσεις ένα αξιόπιστο «εθνικό αφήγηµα» εξόδου από µια κρίση όταν τα προνοµιακά κοινωνικά σου ερείσµατα κολυµπάνε στον λαϊκισµό, τον εθνικισµό, στη δαιµονολογική συνωµοσιολογία, σε αρκετές περιπτώσεις και στην ξενοφοβία; Και όταν αυτά τα δεινά ενισχύονται από τα αποτελέσµατα της διεθνούς κρίσης; ∆εν φαίνεται να υπάρχει άλλος δρόµος από έναν άνωθεν βολονταρισµό που δεν θα εξαντλείται σε ατοµικές πρωτοβουλίες, αλλά θα κατανοεί την ούτως ή άλλως συνθετότητα αυτών των προβληµάτων στο έδαφος µιας εµµένουσας ελληνικής κακοδαιµονίας.
Η οποία δεν είναι µόνο «οικονοµική». Η σηµερινή οικονοµική της όψη επιβάλλει µια πολιτισµική της αναπλαισίωση, την κατανόησή της ως πολιτικοπολιτισµικό πρόβληµα. Για αυτήν την υστέρηση από τον «δυτικό κανόνα», η σοσιαλιστική Aριστερά στην Ελλάδα δεν έχει εσχάτως δώσει καµία άξια λόγου µάχη, απορροφηµένη από τα κρίσιµα επείγοντα της καθηµερινότητας. Σίγουρα, από µια τέτοια µάχη θεµελίων, µια µάχη µε τις καθηλωτικές νοοτροπίες και αντιδραστικά φαντασιακά, δεν µπορεί κάποιος να προσδοκά άµεσα αποτελέσµατα. Ωστόσο, είναι µια µάχη που µεσοπρόθεσµα θα µπορούσε να αρχίσει να δίνει καρπούς, και να συγκροτεί την «ιδεολογική» βάση για νέα ευαίσθητα κοινωνικά υποκείµενα, ικανά να επεξεργάζονται καινοτόµες εναλλακτικές και προγράµµατα. Αν ισχύει η διαπίστωση ότι η «Αριστερά» είναι υπόθεση και διανοουµένων και πολιτικών, είναι τουλάχιστον κρίµα, ενώπιον του επείγοντος των οικονοµικών προβληµάτων, να αφεθεί η πολιτικο-πολιτισµική µάχη στους κατεστηµένους διαχειριστές νοήµατος τύπου Ναόµι Κλάιν και Λεπέν.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήµης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου