Του Παναγιώτη Κ. Ιωακειμίδη, ΝΕΑ, 7.6.11
Ο εξευρωπαϊσµός µας φαίνεται να εξαντλείται στην άποψη ότι η Ευρώπη «οφείλει» να µας στηρίζει, να επιδεικνύει αλληλεγγύη, να χρηµατοδοτεί και να διασώζει αν χρειάζεται τη χώρα
Η σχέση που ως κοινωνία έχουµε µε την Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.) θα µπορούσε να χαρακτηριστεί, επιεικώς, σχιζοφρενική και, πάντως, αντιφατική. Η σχέση του νεοελληνικού κράτους µε την Ευρώπη ήταν από τη σύστασή του (1830) προβληµατική, σχέση αµφισηµίας και αντιφάσεων. Για λόγους ιστορικούς, πολιτικούς, γεωγραφικούς κ.ά., η Ελλάδα από την εµφάνισή της ως κρατικής οντότητας έθεσε ένα σοβαρό υπαρξιακό ερώτηµα: «Πού ανήκω, στην Ανατολή ή στη Δύση;». Από ό,τι γνωρίζω, ουδεµία άλλη χώρα µέλος της Ε.Ε. έθεσε, µε την ένταση αυτή τουλάχιστον, παρόµοιο ερώτηµα. Για ορισµένες χώρες µάλιστα (Ολλανδία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερµανία κ.λπ.) το ερώτηµα ήταν και είναι αδιανόητο. Ανήκουν εκεί όπου τις τοποθέτησαν η γεωγραφία και η Ιστορία. Ουδέποτε αναρωτήθηκαν πού ανήκουν.
Στην ελληνική περίπτωση,γεωγραφία, ιστορία και πολιτισµικά µορφώµατα οδηγούσαν την Ελλάδαταυτόχρονα σε Ανατολή και Δύση. Η ελληνική ιστορική διαδροµή µπορεί να ερµηνευθεί και ως διαδικασία απόπειρας απάντησης στο ερώτηµα αυτό. Η φράση του Κωνσταντίνου Καραµανλή (του πρεσβύτερου) «η Ελλάδα ανήκει στη Δύση» και η απάντηση του Ανδρέα Παπανδρέου «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» (αλλά και ο αφορισµός «η Ελλάδα είναι χώρα ανάδελφη») πιστοποιούν εύγλωττα τη διαχρονικότητα αυτού του υπαρξιακού ερωτήµατος.
Η ένταξη στην Ενωση το 1981 (υποτίθεται ότι) απάντησε στο καίριο ερώτηµα, τουλάχιστον σε πολιτικό - θεσµικό επίπεδο. Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη, ως οργανικό, ισότιµο µέλος, µε ό,τι αυτό µπορεί να συνεπάγεται. Ωστόσο, η απάντηση δεν φαίνεται να είναι τελεσίδικη, αλλά ούτε να έχειαφοµοιωθεί από το ευρύτερο κοινωνικό σώµα ως πολιτιστικήστάση (attitude), κατηγορία, µόρφωµα και ταύτιση µε την Ευρώπη.
Είναι γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία καταγράφει υψηλή υποστήριξη προς την Ε.Ε. και τους στόχους τηςευρωπαϊκής ενοποίησης. Ως κοινωνία (αλλά και ως πολιτικό σύστηµα) εµφανιζόµαστε να θέλουµε «περισσότερη Ευρώπη», «περισσότερη κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική», «περισσότερη οικονοµική ενοποίηση», «περισσότερη συνοχή, υποστήριξη και αλληλεγγύη», µεγαλύτερο προϋπολογισµό, περισσότερες επιδοτήσεις και ακόµη περισσότερη «ευρωπαϊκή οµοσπονδία». Θέλουµε η Ευρώπη να µας προστατεύει και να µας διασώζει. Υπάρχει τίποτα µεµπτόσε όλα αυτά; Ασφαλώς όχι. Η Ελλάδα εµφανίζεται ως µια από τις περισσότερο φιλοενοποιητικές χώρες. Πού βρίσκεται συνεπώς το πρόβληµα και η σχιζοφρένεια; Στο ότι, ενώθέλουµε «περισσότερη Ευρώπη», «ταυτιζόµαστε» ολοένα και λιγότερο µαζί της. Ετσι, σε ερώτηµα του τύπου «πόσο Ευρωπαίοι αισθανόµαστε», οι απαντήσεις καταγράφουν εξαιρετικά χαµηλά ποσοστά µαζί µε χώρες όπως το Ηνωµένο Βασίλειο και η Δανία. Ωστόσο, η διαφορά από τις δύοτελευταίες χώρες είναι ότι αυτέςδεν θέλουν «περισσότερη Ευρώπη». Θέλουν «λιγότερη». Οθεν η ελληνικήαντιφατικότητα… Από µια άλλη σκοπιά, αυτό σηµαίνει ότι ο εξευρωπαϊσµός της ελληνικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα ρηχός. Φαίνεται να εξαντλείται στην άποψη ότι η Ευρώπη «οφείλει» να στηρίζει την Ελλάδα, να επιδεικνύει αλληλεγγύη, να χρηµατοδοτεί και να διασώζει αν χρειάζεται τη χώρα. Αλλά ταυτόχρονα η Ελλάδα να συνεχίζει «να χορεύει στους δικούς της, ανατολίτικους ρυθµούς». Να διασκεδάζει και να στέλνει «τον λογαριασµό στην Ανγκελα». Να θεωρεί ότι δεν έχει υποχρεώσεις, δεν δεσµεύεται από κανόνες και πειθαρχία, να µη θέλει ελέγχους,να επικαλείται φτηνά επιχειρήµατα περί εθνικής κυριαρχίας και άλλα «ηχηρά παρόµοια», κάθε φορά που η Ενωση επιχειρεί να µας επισηµάνει τα κακώς κείµενα και να µας ανακαλέσει στην τάξη. Και επικαλείται «τα περίεθνικής κυριαρχίας», την ίδια στιγµή που διατείνεται ότι θέλει «περισσότερη οµοσπονδιακή Ευρώπη». Φαίνεται δηλαδή ότι χρησιµοποιούµε ένα σλόγκαν χωρίς ίσως να το εννοούµε και, πολύ περισσότερο, να δεσµευόµαστε µε το περιεχόµενό του. Αυτό αντανακλάται εύγλωττα στα ελληνικά πολιτικά κόµµατα, τα οποία συµµετέχουν σε αντίστοιχες «ευρωπαϊκές πολιτικές οµάδες», χωρίς όµως να διαµοιράζονται πολλά από τις θέσεις και την υπευθυνότητα των τελευταίων.
«Ταύτιση µε την Ευρώπη» δεν σηµαίνει (ούτε µπορεί βεβαίως να σηµαίνει) αλλοίωση της πολιτικής ταυτότητας της χώρας. Αλλωστε η Ε.Ε. θεµελιώνεται στο αξίωµα «ενότηταστην ποικιλοµορφία» («unity in diversity»). Σηµαίνει όµως την εγκατάλειψη όλων των ανατολίτικων, ανορθολογικών στάσεων, αντιλήψεων, πρακτικών, συµπεριφορών που συγκροτούν τον ελληνικό «εξαιρετισµό» (exceptionalism)που οδήγησε στη σηµερινή δεινήκρίση, καθώς µπλοκάρει την οργανική ενσωµάτωση της χώρας στην Ευρώπη αλλά και κυρίως την ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισµό και τη µετεξέλιξη της χώρας σε σύγχρονο, νεωτερικό σύνολο. Εκτός, βέβαια,αν ο ΝίκοςΓκάτσος έχει τελικά δίκιοόταν λέει «Ανατολή, Ανατολή, δική σου είµαστε, είµαστε φυλή…».
Στην ελληνική περίπτωση,γεωγραφία, ιστορία και πολιτισµικά µορφώµατα οδηγούσαν την Ελλάδαταυτόχρονα σε Ανατολή και Δύση. Η ελληνική ιστορική διαδροµή µπορεί να ερµηνευθεί και ως διαδικασία απόπειρας απάντησης στο ερώτηµα αυτό. Η φράση του Κωνσταντίνου Καραµανλή (του πρεσβύτερου) «η Ελλάδα ανήκει στη Δύση» και η απάντηση του Ανδρέα Παπανδρέου «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» (αλλά και ο αφορισµός «η Ελλάδα είναι χώρα ανάδελφη») πιστοποιούν εύγλωττα τη διαχρονικότητα αυτού του υπαρξιακού ερωτήµατος.
Η ένταξη στην Ενωση το 1981 (υποτίθεται ότι) απάντησε στο καίριο ερώτηµα, τουλάχιστον σε πολιτικό - θεσµικό επίπεδο. Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη, ως οργανικό, ισότιµο µέλος, µε ό,τι αυτό µπορεί να συνεπάγεται. Ωστόσο, η απάντηση δεν φαίνεται να είναι τελεσίδικη, αλλά ούτε να έχειαφοµοιωθεί από το ευρύτερο κοινωνικό σώµα ως πολιτιστικήστάση (attitude), κατηγορία, µόρφωµα και ταύτιση µε την Ευρώπη.
Είναι γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία καταγράφει υψηλή υποστήριξη προς την Ε.Ε. και τους στόχους τηςευρωπαϊκής ενοποίησης. Ως κοινωνία (αλλά και ως πολιτικό σύστηµα) εµφανιζόµαστε να θέλουµε «περισσότερη Ευρώπη», «περισσότερη κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική», «περισσότερη οικονοµική ενοποίηση», «περισσότερη συνοχή, υποστήριξη και αλληλεγγύη», µεγαλύτερο προϋπολογισµό, περισσότερες επιδοτήσεις και ακόµη περισσότερη «ευρωπαϊκή οµοσπονδία». Θέλουµε η Ευρώπη να µας προστατεύει και να µας διασώζει. Υπάρχει τίποτα µεµπτόσε όλα αυτά; Ασφαλώς όχι. Η Ελλάδα εµφανίζεται ως µια από τις περισσότερο φιλοενοποιητικές χώρες. Πού βρίσκεται συνεπώς το πρόβληµα και η σχιζοφρένεια; Στο ότι, ενώθέλουµε «περισσότερη Ευρώπη», «ταυτιζόµαστε» ολοένα και λιγότερο µαζί της. Ετσι, σε ερώτηµα του τύπου «πόσο Ευρωπαίοι αισθανόµαστε», οι απαντήσεις καταγράφουν εξαιρετικά χαµηλά ποσοστά µαζί µε χώρες όπως το Ηνωµένο Βασίλειο και η Δανία. Ωστόσο, η διαφορά από τις δύοτελευταίες χώρες είναι ότι αυτέςδεν θέλουν «περισσότερη Ευρώπη». Θέλουν «λιγότερη». Οθεν η ελληνικήαντιφατικότητα… Από µια άλλη σκοπιά, αυτό σηµαίνει ότι ο εξευρωπαϊσµός της ελληνικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα ρηχός. Φαίνεται να εξαντλείται στην άποψη ότι η Ευρώπη «οφείλει» να στηρίζει την Ελλάδα, να επιδεικνύει αλληλεγγύη, να χρηµατοδοτεί και να διασώζει αν χρειάζεται τη χώρα. Αλλά ταυτόχρονα η Ελλάδα να συνεχίζει «να χορεύει στους δικούς της, ανατολίτικους ρυθµούς». Να διασκεδάζει και να στέλνει «τον λογαριασµό στην Ανγκελα». Να θεωρεί ότι δεν έχει υποχρεώσεις, δεν δεσµεύεται από κανόνες και πειθαρχία, να µη θέλει ελέγχους,να επικαλείται φτηνά επιχειρήµατα περί εθνικής κυριαρχίας και άλλα «ηχηρά παρόµοια», κάθε φορά που η Ενωση επιχειρεί να µας επισηµάνει τα κακώς κείµενα και να µας ανακαλέσει στην τάξη. Και επικαλείται «τα περίεθνικής κυριαρχίας», την ίδια στιγµή που διατείνεται ότι θέλει «περισσότερη οµοσπονδιακή Ευρώπη». Φαίνεται δηλαδή ότι χρησιµοποιούµε ένα σλόγκαν χωρίς ίσως να το εννοούµε και, πολύ περισσότερο, να δεσµευόµαστε µε το περιεχόµενό του. Αυτό αντανακλάται εύγλωττα στα ελληνικά πολιτικά κόµµατα, τα οποία συµµετέχουν σε αντίστοιχες «ευρωπαϊκές πολιτικές οµάδες», χωρίς όµως να διαµοιράζονται πολλά από τις θέσεις και την υπευθυνότητα των τελευταίων.
«Ταύτιση µε την Ευρώπη» δεν σηµαίνει (ούτε µπορεί βεβαίως να σηµαίνει) αλλοίωση της πολιτικής ταυτότητας της χώρας. Αλλωστε η Ε.Ε. θεµελιώνεται στο αξίωµα «ενότηταστην ποικιλοµορφία» («unity in diversity»). Σηµαίνει όµως την εγκατάλειψη όλων των ανατολίτικων, ανορθολογικών στάσεων, αντιλήψεων, πρακτικών, συµπεριφορών που συγκροτούν τον ελληνικό «εξαιρετισµό» (exceptionalism)που οδήγησε στη σηµερινή δεινήκρίση, καθώς µπλοκάρει την οργανική ενσωµάτωση της χώρας στην Ευρώπη αλλά και κυρίως την ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισµό και τη µετεξέλιξη της χώρας σε σύγχρονο, νεωτερικό σύνολο. Εκτός, βέβαια,αν ο ΝίκοςΓκάτσος έχει τελικά δίκιοόταν λέει «Ανατολή, Ανατολή, δική σου είµαστε, είµαστε φυλή…».
Ο εξευρωπαϊσµός µας φαίνεται να εξαντλείται στην άποψη ότι η Ευρώπη «οφείλει» να µας στηρίζει, να επιδεικνύει αλληλεγγύη, να χρηµατοδοτεί και να διασώζει αν χρειάζεται τη χώραο Π.Κ. Ιωακειµίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστηµίου Αθηνών και µέλος Δ.Σ. του ΕΛΙΑΜΕΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου