ΤΟ ΒΗΜΑ – LE MONDE
Ο κ. Τζβέταν Τοντόροφ είναι διακεκριμένος θεωρητικός της λογοτεχνίας, ιστορικός και δοκιμιογράφος.
Για να μπορεί μια εξουσία να είναι νόμιμη, δεν αρκεί να γνωρίζουμε το πώς αποκτήθηκε (για παράδειγμα μέσω ελεύθερων εκλογών ή πραξικοπήματος), αλλά και το πώς ασκείται. Εδώ και τρεις αιώνες, ο Μοντεσκιέ είχε διατυπώσει έναν κανόνα για να καθοδηγεί την κρίση μας: «Κάθε εξουσία χωρίς όρια δεν θα έπρεπε να είναι νόμιμη». Τα απολυταρχικές εμπειρίες του 20ου αιώνα μας έχουν κάνει πολύ ευαίσθητους στα παραπτώματα της απεριόριστης εξουσίας ενός κράτους ικανού να ελέγχει κάθε πράξη κάθε πολίτη.
Εύκολα καταλαβαίνουμε πώς συνέβη αυτή η ανατροπή στις πρώην κομουνιστικές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Το συλλογικό συμφέρον πλέον αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και κάθε αναφορά σε αυτό θεωρείται υποκριτική.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε ένα τελείως διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο, έχει αναπτυχθεί το κίνημα του Κόμματος του Τσαγιού, που με τη σειρά του εξυμνεί των απεριόριστη ατομική ελευθερία και απορρίπτει κάθε κυβερνητικό έλεγχο. Απαιτεί την δραστική μείωση των φόρων και κάθε μορφής ανακατανομής του πλούτου και τα μόνα «κοινωνικά» έξοδα που αποδέχεται προορίζονται για την αστυνομία και το στρατό, δηλαδή και πάλι για την ασφάλεια των ατόμων. Όποιος αντιτίθεται σε αυτή τη θέαση του κόσμου αντιμετωπίζεται σαν κρυπτοκομουνιστής!
Όμως, η αρχή της δημοκρατίας θέλει να βρίσκονται υπό περιορισμό όλες τις εξουσίες, όχι μόνο του κράτους, αλλά και των ατόμων, ακόμη κι αν αφορούν τον χιτώνα της ελευθερίας. Μέσω των νόμων, ο κυρίαρχος λαός έχει το δικαίωμα να περιορίζει την ελευθερία όλων. Όχι όμως με τον ίδιο τρόπο: ιδανικά περιορίζει όσους έχουν πολλή εξουσία και προστατεύει τους αδύναμους.
Η οικονομική εξουσία είναι η πρώτη που βρίσκεται στα χέρια ατόμων. Απέναντι σε αυτήν, η πολιτική εξουσία αποδεικνύεται πολύ αδύναμη. Στις ΗΠΑ, στο όνομα της απεριόριστης ελευθερίας της έκφρασης το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε στις επιχειρήσεις να χρηματοδοτούν υποψηφίους, γεγονός που σημαίνει ότι όσοι έχουν περισσότερα χρήματα μπορούν και να επιβάλλουν τους υποψήφιους της επιλογής τους.
Στην Ευρώπη, συμβαίνει συχνά να τίθενται οι κυβερνήσεις στην υπηρεσία των ισχυρών του χρήματος. Αφήνοντας μια πολιτικοικονομική ολιγαρχία να διαχειρίζεται συλλογικές υποθέσεις.
Η ελευθερία της έκφρασης αναφέρεται συχνά ως θεμέλιο της δημοκρατίας και για αυτό λέγεται ότι δεν πρέπει να έχει φρένο. Είναι όμως ανεξάρτητη από την εξουσία που διαθέτει; Δεν αρκεί να έχουμε το δικαίωμα να εκφραζόμαστε, πρέπει να έχουμε και τη δυνατότητα. Όλες οι πληροφορίες, όλες οι γνώμες δεν είναι το ίδιο αποδεκτές στα μεγάλα συγκροτήματα του Τύπου.
Και ο δημόσιος λόγος πρέπει μερικές φορές να περιορίζεται. Το κριτήριο μεταξύ άλλων για τον καλό ή τον κακό περιορισμό του έγκειται στη σχέση αυτού που μιλάει και αυτού για τον οποίο γίνεται λόγος. Δεν είναι το ίδιο να επιτίθεται κανείς με διαφάνεια σε κάποιον ισχυρό με το να παραδίδει έναν ανίσχυρο αποδιοπομπαίο τράγο στη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Η οριοθέτηση της ελευθερίας της έκφρασης δεν συνηγορεί υπέρ της επιβολής λογοκρισίας, αλλά κάνει έκκληση στους άρχοντες των ΜΜΕ για υπευθυνότητα. Η τυραννία των ατόμων είναι βεβαίως λιγότερη αιματηρή από εκείνη των κρατών. Αποτελεί όμως και εκείνη τροχοπέδη σε μια ικανοποιητική κοινή ζωή. Κανείς δεν μας υποχρεώνει να επιλέξουμε μόνο μεταξύ «του απόλυτου κράτους» και του απόλυτου ατόμου. Πρέπει να υπερασπιστούμε και τα δύο, περιορίζοντας τις καταχρήσεις εξουσίας που τα συνοδεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου