Κώστας Ντιος: Double Vincent, 1990 |
Να κυβερνά κανείς ή να μην κυβερνά; Ιδού η απορία. Βεβαίως, τα τελευταία χρόνια, οι έχοντες την εξουσία, ξεπερνούν με χαρακτηριστική ευκολία το αμλετικό δίλημμα και φανερώνουν μια κλίση προς το δεύτερο, κι ας είναι η «κυβέρνηση». Διότι «κυβερνώ» δεν σημαίνει απλώς εκλέγομαι απ’ τον λαό και ονομάζομαι «πρωθυπουργός». Αυτό είναι το σημείο αφετηρίας. Μετά αρχίζει η ουσία – και τα δύσκολα. Ο πρώην πρωθυπουργός, ο κύριος Κώστας Καραμανλής, για παράδειγμα, επέλεξε τελικώς να μην κυβερνήσει επί της ουσίας. Εως σήμερα η στάση του παραμένει μυστήριο: ήθελε αλλά δεν μπορούσε ή δεν ήθελε καθόλου;
Ο σημερινός πρωθυπουργός, ο κύριος Γιώργος Παπανδρέου, πάλι, μολονότι ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο (και αυτό είναι το μοναδικό ελαφρυντικό του), δείχνει και αυτός μια χαρακτηριστική αδυναμία να κυβερνήσει. Ο απλός κόσμος εκφράζει την απορία του πολύ απλά: αν δεν μπορείς να κάνεις καλά τους υπουργούς σου και το κόμμα σου, πώς θα νοικοκυρέψεις ολόκληρη τη χώρα; Εύλογο ερώτημα, όταν βλέπει κανείς τις παλινωδίες, τους δισταγμούς του σημερινού πρωθυπουργού και τον τρόπο με τον οποίο συνεχίζουν είτε να τον αψηφούν είτε να αντιδρούν στις αποφάσεις του, στελέχη της κυβέρνησης και μέλη του κόμματός του.
Οι φημολογίες επί των ημερών Καραμανλή οργίαζαν (π.χ., ότι είχε περιπέσει σε βαθιά μελαγχολία, επωμιζόμενος ένα ρόλο που στην πραγματικότητα δεν ήθελε ή ότι απέφευγε τη συστηματική εργασία κτλ.), αλλά και τώρα σχολιαστές και άνθρωποι που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα (αλλά και ο απλός κόσμος), θέλουν τον κ. Παπανδρέου να μη νιώθει καθόλου καλά στο εσωτερικό. Στην ουσία, αυτό που λένε είναι ότι ο σημερινός πρωθυπουργός περιμένει την ώρα και τη στιγμή που θα αφήσει πίσω του το Μαξίμου για να αναλάβει κάποιο υψηλό ρόλο στο εξωτερικό, στην Ευρωπαϊκή Ενωση για την ακρίβεια. Λένε ότι η Ελλάδα «ποτέ δεν του πήγαινε», εξ ού και τα απανωτά ταξίδια: σαν ο σημερινός πρωθυπουργός να πάσχει από κάποιο είδος δυσφορικής μανίας όταν βρίσκεται εντός των συνόρων.
Οπως και με την περίπτωση του κ. Καραμανλή, όσα λέγονται και για τον κ. Παπανδρέου, μπορούν να απορριφθούν ως φθηνός λαϊκισμός, λόγος «καφενειακός», αφού περί αυτού πρόκειται: για φήμες και εικοτολογίες. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει: ο κ. Παπανδρέου δείχνει να φοβάται να πάρει αποφάσεις, να προβεί σε κινήσεις–τομές που θα μεταβάλλουν δραστικά το εγχώριο πολιτικό σκηνικό. Εως τώρα, οι μόνες αποφάσεις σχετίζονται με την οικονομική–φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Το πολιτικό σύστημα παραμένει στο απυρόβλητο. Π.χ., κανένα ΣΔΟΕ δεν στάλθηκε να κάνει φύλλο και φτερό τα οικονομικά όλων των κομμάτων, οι βουλευτές μείωσαν λίγο τους μισθούς τους, αλλά ακόμα παραμένουν, εντελώς αδικαιολόγητα, τριακόσιοι, αμετακίνητοι και σταθεροί.
Οι προαναφερθείσες φήμες έχουν να κάνουν με ζητήματα ψυχολογίας ή και ψυχανάλυσης. Ας δοκιμάσουμε λοιπόν το πεδίο της φιλοσοφίας. Ισως, για να επανέλθουμε στο αμλετικό ερώτημα της αρχής, το πρόβλημα να μην είναι τόσο ο φόβος του πολιτικού κόστους ή το ότι μετά ένα χρόνο Μνημονίου ο κ. Παπανδρέου έχει πια αποκάνει, ψυχικά και σωματικά, όσο με το ότι, έχοντας πλέον βαθιά γνώση της όλης κατάστασης, ο Ελληνας πρωθυπουργός, ακόμα κι αν δεν το έχει συνειδητοποιήσει, δεν βρίσκει κανένα νόημα στο να δράσει ουσιαστικά και αποφασιστικά. Για παράδειγμα, ο Νίτσε, στη «Γέννηση της τραγωδίας», συμπεριλαμβάνει τον αναποφάσιστο Αμλετ στους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι «έριξαν μια φορά μια αληθινή ματιά στην ουσία των πραγμάτων, απόκτησαν γνώση, και αηδίασαν με τη δράση. Διότι η δράση τους δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα στην αιώνια φύση των πραγμάτων. Νιώθουν πως είναι γελοίο ή ταπεινωτικό να τους ζητηθεί να ξαναφτιάξουν έναν εξαρθρωμένο κόσμο. Η γνώση σκοτώνει τη δράση. Η δράση χρειάζεται τα πέπλα της ψευδαίσθησης». Αν, λοιπόν, ο κ. Παπανδρέου δεν ζει μέσα στην ψευδαίσθηση ότι κυβερνά, ίσως, έχοντας χάσει κάθε ψευδαίσθηση, να αδυνατεί να δράσει. Και στις δύο περιπτώσεις, οι χαμένοι είμαστε εμείς. Ολοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου