Τζιανκάρλο Μποζέτι, Ελευθεροτυπία, 23.4.11
Από αυτή τη βοήθεια μπορεί να πηγάζει μια δυσάρεστη (για τον θρησκευόμενο) ασυμμετρία μεταξύ των μερών, αλλά ο Χάμπερμας θέλει μεταξύ πιστών και μη πιστών το παιχνίδι να είναι ειλικρινές, ισότιμο: «μια διαδικασία αμφίπλευρης μάθησης». Το λάθος που πρέπει να αποφύγουμε είναι εκείνο που κάνουν πάντοτε οι φονταμενταλιστές, οι οποίοι είναι τέτοιοι ακριβώς επειδή δεν κατορθώνουν να υποψιαστούν τη δυνητική αλήθεια που υπάρχει στις θέσεις των ανταγωνιστών τους. Η εκκοσμίκευση δεν πρέπει επομένως να γίνεται αντιληπτή ως απελευθέρωση της κοινωνίας από τη θρησκευτική ιδεολογία αλλά ως ρύθμιση των σχέσεων επικοινωνίας στη θεμελίωση μιας γνώμης που γεννιέται φυσιολογικά από τη συμβολή διαφορετικών γλωσσών (θρησκευτικών και κοσμικών) στο κοινό πεδίο της πολιτικής.
ΣΤΙΣ 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2004, ο γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας και ο καρδινάλιος Ράτσινγκερ (σήμερα πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ') συναντήθηκαν και συνομίλησαν δημόσια στην Καθολική Ακαδημία της Βαυαρίας. Ο ενδιαφέρων διάλογός τους παρουσιάζεται στο βιβλίο: Γιούργκεν Χάμπερμας - πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' «Η διαλεκτική της εκκοσμίκευσης. Λόγος και θρησκεία», που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις «Εστία» (μετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επίμετρο: Σταύρος Ζουμπουλάκης). Στη συμβολή του Χάμπερμας στον διάλογο αυτό αναφέρεται το ακόλουθο κείμενο του ιταλού δημοσιογράφου Τζιανκάρλο Μποζέτι, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Reset».
Το ερώτημα που ο Χάμπερμας αποδίδει στον γερμανό συγγραφέα Μπεκενφέρντε είναι από εκείνα που απευθύνονται συχνά σε φιλελεύθερους συγγραφείς και θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως εξής: τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη θα είχαν γίνει δυνατά αν οι κοινωνίες τους δεν είχαν «προετοιμαστεί» από το μακροχρόνιο έργο μιας θρησκείας; Τι απαντούν συνήθως οι κλασικοί φιλελεύθεροι; «Σίγουρα ναι, και μάλιστα αντίθετα από αυτό που υπονοείται με το ερώτημα οι φιλελεύθερες κοινωνίες και τα φιλελεύθερα κράτη γεννήθηκαν ενάντια στην καταπίεση της θρησκείας». Ο δρόμος της ελευθερίας είναι μια διαδικασία εκκοσμίκευσης και η εκκοσμίκευση είναι ακριβώς η απελευθέρωση της κοινωνίας πολιτών και κυρίως των ατόμων από κάθε μορφή κηδεμονίας. Ποιοι φιλελεύθεροι συγγραφείς απαντούν με αυτόν τον τρόπο; Γενικά όλοι οι συγγραφείς του Διαφωτισμού, ο Ντιντερό, ο Καντ και έπειτα ο Κονστάν και κατόπιν οι πιο κοντινοί σε μας Πόπερ, Μπερλίν, Χάγιεκ, Μπόμπιο. Ολοι τους τείνουν να λένε: Προσοχή, όταν μιλάμε για ελευθερία στη θρησκεία βρίσκουμε συνήθως το πρόβλημα και όχι τη λύση. Εδώ όμως ο Χάμπερμας, ο οποίος ωστόσο ανήκει σίγουρα στην παράδοση του Διαφωτισμού, επισημαίνει μια κίνηση, μετρημένη, συγκρατημένη, αλλά σαφή, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αφήνει έτσι να εννοηθεί ότι, αν όχι το παρελθόν, τουλάχιστον το παρόν του κόσμου φαίνεται να έχει ανάγκη από τη συμβολή της θρησκείας. Μεταξύ θρησκευόμενων και άθεων πολιτών θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η προοπτική μιας τελικής αναμέτρησης. Πιθανότατα αυτό που πρέπει να αναμένουμε είναι μια «έλλογη διατήρηση της ασυμφωνίας πίστης και γνώσης». Η διατήρηση της θρησκείας και η επιβλητική παρουσία της σε κάθε μέρος του κόσμου δημιουργούν ορισμένα προβλήματα. Δεν υπάρχει μόνον ένα εμπειρικό γεγονός που πρέπει να καταγράψουμε αλλά υπάρχει και ένα δικαίωμα, το οποίο καλούμαστε να εγγράψουμε μέσα σε μια φιλελεύθερη συνταγματική τάξη. Εδώ ο Χάμπερμας θεωρεί δεδομένη τη φιλελεύθερη θεωρία που διατυπώνει ο Ρολς στο έργο του «Πολιτικός φιλελευθερισμός». Πρόκειται για ένα πλουραλιστικό οικοδόμημα με βάση το οποίο, μέσα σε μια φιλελεύθερη συνταγματική τάξη, στη δημόσια συζήτηση μπορούν να γίνονται σεβαστοί όλοι οι τύποι ηθικών ή πολιτικών θεωριών, είτε αυτές είναι θρησκευτικές είτε είναι κοσμικές ή και αντιθρησκευτικές, αλλά γίνονται σεβαστοί μόνο στο βαθμό που αλληλοτέμνονται σε μια περιοχή εύλογης «επάλληλης συναίνεσης». Εκείνο το τμήμα μιας θρησκείας που υπερβαίνει τα όρια σε σχέση με τη συναίνεση των άλλων θεωριών δεν μπορεί να αξιώνει να γίνει νόμος για όλους, επιβάλλοντας για παράδειγμα την άρνηση των μεταγγίσεων αίματος ή το λιθοβολισμό των μοιχαλίδων. Ο φιλελευθερισμός του Ρολς αποδέχεται το ότι οι θρησκείες μπορούν να συμβάλουν στη συζήτηση υπό τον όρο ότι θα μεταφράζουν τις θέσεις τους «σε πολιτική γλώσσα». Εδώ ο Χάμπερμας φαίνεται να παραχωρεί κάτι περισσότερο στη θρησκεία: Οι μη πιστοί οφείλουν να αναγνωρίζουν στους πιστούς το δικαίωμα να συμμετέχουν στις δημόσιες συζητήσεις «με θρησκευτική γλώσσα». Ο Ρολς έθετε στους πιστούς έναν όρο: να συμμετέχετε, αλλά οφείλετε να προσαρμόζεστε στη γλώσσα της πολιτικής. Ο Χάμπερμας ζητάει από όσους δεν είναι πιστοί μια μεγαλύτερη προσπάθεια: οφείλετε να βοηθάτε ενεργητικά αυτή τη μετάβαση. Και θέτει αυτό το αίτημα όχι επειδή διαφωνεί θεωρητικά με τον Ρολς αλλά για εμπειρικούς λόγους, αυτούς που αναφέρει στην ομιλία του: τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα που οδήγησαν το Ισλάμ και άλλες θρησκείες στην Ευρώπη, η εμφάνιση μιας πρωτόγνωρης ημερήσιας διάταξης στα Κοινοβούλια με τα νέα σύνορα της επιστήμης, τις βιοτεχνολογίες, την τεχνητή γονιμοποίηση και κυρίως την επίθεση που η οικονομική παγκοσμιοποίηση πραγματοποιεί στις πηγές της αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών του κράτους. Ωριμάζει στον Χάμπερμας η ιδέα ότι μια εκτροχιασμένη εκκοσμίκευση μπορεί να συντρίψει το τσιμέντο που κρατούσε ενωμένους τους λαούς με τα κράτη τους και ότι αυτό το κενό προσφέρει ένα νέο πεδίο στις θρησκείες, αλλά δεν είναι διατεθειμένος να αναγνωρίσει μια «υπεραξία επιχειρημάτων» στους παράγοντες της θρησκείας (Ράτσινγκερ). Αντίθετα, ζητάει από τους «εκκοσμικευμένους» να καταβάλουν μεγαλύτερη προσπάθεια, δηλαδή να βοηθούν τη μετάφραση σε πολιτική της πιθανής συνεισφοράς που προέρχεται από το δυναμικό αλήθειας που πρέπει να αναγνωρίζεται στη θρησκεία. Από αυτή τη βοήθεια μπορεί να πηγάζει μια δυσάρεστη (για τον θρησκευόμενο) ασυμμετρία μεταξύ των μερών, αλλά ο Χάμπερμας θέλει μεταξύ πιστών και μη πιστών το παιχνίδι να είναι ειλικρινές, ισότιμο: «μια διαδικασία αμφίπλευρης μάθησης». Το λάθος που πρέπει να αποφύγουμε είναι εκείνο που κάνουν πάντοτε οι φονταμενταλιστές, οι οποίοι είναι τέτοιοι ακριβώς επειδή δεν κατορθώνουν να υποψιαστούν τη δυνητική αλήθεια που υπάρχει στις θέσεις των ανταγωνιστών τους. Η εκκοσμίκευση δεν πρέπει επομένως να γίνεται αντιληπτή ως απελευθέρωση της κοινωνίας από τη θρησκευτική ιδεολογία αλλά ως ρύθμιση των σχέσεων επικοινωνίας στη θεμελίωση μιας γνώμης που γεννιέται φυσιολογικά από τη συμβολή διαφορετικών γλωσσών (θρησκευτικών και κοσμικών) στο κοινό πεδίο της πολιτικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου