Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, 15.4.11
Οι αγανακτισµένοι πολίτες ήταν πολιτικό εργαλείο της ∆εξιάς στη δεκαετία του ‘60. Ηταν µια κουτοπόνηρη ∆εξιά που οργάνωνε παρακράτος για να διοικήσει το δικό της κράτος. Οταν ανακάλυψε τον Απρίλιο του ‘67 πως στην πραγµατικότητα υπονόµευε τον εαυτό της ήταν αργά και για εκείνην και για όλους. Τραµπούκιζαν, συκοφαντούσαν, προπηλάκιζαν, χειροδικούσαν και η Αστυνοµία έκανε τα στραβά µάτια. Οποτε τύχαινε να είναι παρούσα τη στιγµή του επεισοδίου ήταν απασχοληµένη µε κάποιον πεζό που πέρασε µε κόκκινο. Σήµερα, θα µου πείτε, τα πράγµατα εί ναι διαφορετικά. Το βαθύ κράτος λειτουργεί ως παρακράτος του κρατικού γιγαντισµού, η ∆εξιά ισορροπεί στο όριο της ανυπαρξίας και οι αγανακτισµένοι πολίτες έχουν λόγους να είναι αγανακτισµένοι.
Καίνε τα µηχανήµατα ακύρωσης στο Μετρό και δεν πληρώνουν διόδια, σε εµποδίζουν να ακυρώσεις το δικό σου ή να πληρώσεις διόδια, σε προπηλακίζουν, ενίοτε χειροδικούν ή πυροβολούν τον δύστυχο ελεγκτή στο λεωφορείο. Σήµερα οι αγανακτισµένοι αισθάνονται δικαιωµένοι γι’ αυτό και αποκαλούν εαυτούς «κίνηµα» – µε την ευγενή συνδροµή του δηµοσιογραφικού λυρισµού εννοείται. Ας αφήσουµε κατά µέρος τη λογιστική πλευρά της υπόθεσης, το ποιος πληρώνει γι’ αυτόν που δεν πληρώνει. Ας αφήσουµε ακόµη και το γεγονός ότι έτσι πέφτει και η τελευταία γραµµή αντίστασης της νοµιµότητας – της έλλογης συνύπαρξης για την ακρίβεια. Το αντίτιµο του εισιτηρίου είναι ο ελάχιστος κοινός παρονοµαστής του κοινωνικού συµβολαίου.
Ας αφήσουµε και την ανηθικότητα της Αστυνοµίας, η οποία αφήνει απροστάτευτους όσους θέλουν να προστατεύσουν τον νόµο που υποτίθεται πως η ίδια οφείλει να προστατεύσει.
Ας προσπεράσουµε ακόµη και την κουτοπόνηρη Αριστερά η οποία, ελλείψει πολιτικού λόγου, παλεύει µε νύχια και µε δόντια να επανακτήσει το µονοπώλιο της αγανάκτησης. Κι ας σταθούµε στο εντέλει συµπέρασµα: η ελληνική κοινωνία είναι απροστάτευτη απέναντι στην ίδια της την αγανάκτηση.
Οι νόµοι δεν µπορούν να την προστατεύσουν, οι θεσµοί πάσχουν από φυµατίωση και η κυβέρνηση συµπεριφέρεται σαν διακορευµένη παρθένα που ξύπνησε στην αµµουδιά κι αναρωτιέται αναστενάζοντας: «Θεέ µου πώς έπεσα τόσο χαµηλά;».
Τη δηµοκρατία µας δεν την απειλούν τα τανκς. Την απειλεί ο πόλεµος «όλων εναντίον όλων», η τυραννία της αγανάκτησης. Ο τραµπούκος που προπηλακίζει όποιον θέλει να πληρώσει εισιτήριο δεν κάνει τίποτε διαφορετικό από τον αγανακτισµένο του παρακράτους:
κι αυτός το ψωµί του έβγαζε, κι αυτός πίστευε πως είχε δίκιο.
Αυτό ας το σκεφτούν όσοι ανοίγουν τα διόδια διότι πιστεύουν πως αδικούνται, και σε µερικές περιπτώσεις όντως αδικούνται. Οσοι δεν είναι επαγγελµατίες της κουτοπόνηρης Αριστεράς. Το κοινωνικό κόστος του «δίκιου» του καθενός από µας που τραυµατίζει το κοινό µας δίκαιο είναι δυσβάστακτο.
Καίνε τα µηχανήµατα ακύρωσης στο Μετρό και δεν πληρώνουν διόδια, σε εµποδίζουν να ακυρώσεις το δικό σου ή να πληρώσεις διόδια, σε προπηλακίζουν, ενίοτε χειροδικούν ή πυροβολούν τον δύστυχο ελεγκτή στο λεωφορείο. Σήµερα οι αγανακτισµένοι αισθάνονται δικαιωµένοι γι’ αυτό και αποκαλούν εαυτούς «κίνηµα» – µε την ευγενή συνδροµή του δηµοσιογραφικού λυρισµού εννοείται. Ας αφήσουµε κατά µέρος τη λογιστική πλευρά της υπόθεσης, το ποιος πληρώνει γι’ αυτόν που δεν πληρώνει. Ας αφήσουµε ακόµη και το γεγονός ότι έτσι πέφτει και η τελευταία γραµµή αντίστασης της νοµιµότητας – της έλλογης συνύπαρξης για την ακρίβεια. Το αντίτιµο του εισιτηρίου είναι ο ελάχιστος κοινός παρονοµαστής του κοινωνικού συµβολαίου.
Ας αφήσουµε και την ανηθικότητα της Αστυνοµίας, η οποία αφήνει απροστάτευτους όσους θέλουν να προστατεύσουν τον νόµο που υποτίθεται πως η ίδια οφείλει να προστατεύσει.
Ας προσπεράσουµε ακόµη και την κουτοπόνηρη Αριστερά η οποία, ελλείψει πολιτικού λόγου, παλεύει µε νύχια και µε δόντια να επανακτήσει το µονοπώλιο της αγανάκτησης. Κι ας σταθούµε στο εντέλει συµπέρασµα: η ελληνική κοινωνία είναι απροστάτευτη απέναντι στην ίδια της την αγανάκτηση.
Οι νόµοι δεν µπορούν να την προστατεύσουν, οι θεσµοί πάσχουν από φυµατίωση και η κυβέρνηση συµπεριφέρεται σαν διακορευµένη παρθένα που ξύπνησε στην αµµουδιά κι αναρωτιέται αναστενάζοντας: «Θεέ µου πώς έπεσα τόσο χαµηλά;».
Τη δηµοκρατία µας δεν την απειλούν τα τανκς. Την απειλεί ο πόλεµος «όλων εναντίον όλων», η τυραννία της αγανάκτησης. Ο τραµπούκος που προπηλακίζει όποιον θέλει να πληρώσει εισιτήριο δεν κάνει τίποτε διαφορετικό από τον αγανακτισµένο του παρακράτους:
κι αυτός το ψωµί του έβγαζε, κι αυτός πίστευε πως είχε δίκιο.
Αυτό ας το σκεφτούν όσοι ανοίγουν τα διόδια διότι πιστεύουν πως αδικούνται, και σε µερικές περιπτώσεις όντως αδικούνται. Οσοι δεν είναι επαγγελµατίες της κουτοπόνηρης Αριστεράς. Το κοινωνικό κόστος του «δίκιου» του καθενός από µας που τραυµατίζει το κοινό µας δίκαιο είναι δυσβάστακτο.
Η ελληνική κοινωνία είναι απροστάτευτη απέναντι στην ίδια της την αγανάκτηση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου